Εντάξει, όλα ξεκίνησαν εκείνη τη βραδιά τη στραβή. Δεν ήθελε να έρθει πάλι σπίτι μου. Ήθελε "σέξι κιτς", "κίνκυ καταστάσεις" και "τρελή ντεκαντάνς" ο άλλος. Εντάξει, τι να του πεις κι αυτουνού, εικοσιδύο χρονών παιδί, ήθελε να ζήσει αυτά που βλέπει στις τσόντες του και, αφού τα κρίσιμα τα ουσιώδη τα κάνουμε μια χαρά, ήθελε και τα συμπαρομαρτούντα: ντεκόρ με σατέν, πολυελαίους και μωβ κρέπια στους τοίχους, τζακούζια και κρυφούς φωτισμούς. "Όλοι έτσι είστε στην ηλικία σας;", του είχα πει, "με τουντού λιστ στο πήδημα;". Μου απάντησε κάτι του στυλ σιγά που δεν ξέρεις και με τσάντισε. Τεκνατζού με είπε. Αλλά δεν το έδειξα. Είμαι άλλης πάστας γυναίκα εγώ. Κρατάω τα κρατούμενα και κατεβάζω υπόλοιπα όταν έρθει η ώρα, όχι πριν. Αλλά με θύμωσε. Το μαλακισμένο. Κι ας του έχω πει ότι είναι η εξαίρεση, γιατί οι νεαροί είναι ανυπόφοροι, γνώμη τεκμηριωμένη που έχω σταθερά εδώ και τρεις δεκαετίες (να μην πω τέσσερις).
Πήγαμε με το μηχανάκι ώστε να βρει να παρκάρει, γιατί το ξενοδοχείο ήταν χωμένο κάπου στα άδυτα της Δάφνης, ή κάπου εκεί μέσα. Με είχε
φυσικά να φοράω κάλτσες, κρύωναν τα κάτω μου γιατί τα φύσαγε το αγιάζι, ενώ οι ελαστικές καλτσοδέτες (σιλικόνη) ήτανε τόσο σφιχτές που μου έκοβαν την κυκλοφορία. Φτάνουμε σε ένα νεοκλασικό πάνω σε μια ανηφόρα, ανοίγουμε την πόρτα, ανεβαίνουμε κάτι σκάλες και βρισκόμαστε σε ένα πάμφωτο φουαγιέ, σαν από ξενοδοχείο στην Αιδηψό. Μόνο που ήτανε γεμάτο ζευγάρια. Μιλάμε για συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης, για να κάνω κι εγώ το χιουμοράκι μου. Το μάτι μου πήρε μπροστά μας, στη ρεσεψιόν, ένα ζευγάρι τρομερά ευδιάθετο και χαμογελαστό. Αυτό με χάλασε επίσης, μετά τους υπαινιγμούς του Νίκου ότι είμαι τεκνατζού. Μεγαλώσαμε με την ντροπή. Έπρεπε να αφήνουμε να εννοείται ότι το σεξ το κάναμε για το κέφι του άντρα ή για να ξεφουντώσουμε, πάντως δεν ήτανε κάτι να το παινεύεσαι. Δηλαδή το παινευόσουν, αλλά με τις φίλες για καφέ, όταν έλειπαν οι άντρες για δουλειά. Προϊστορικά ακούγονται αυτά αλλά έτσι μεγάλωσα εκεί όπου μεγάλωσα, το σπίτι ήταν αυστηρό και οι δικοί μου ποτέ δεν μου το συγχώρησαν που έκανα του κεφαλιού μου. Κι εν πάση περιπτώσει, εγώ τώρα κοτζάμ γυναίκα στα σαρανταφεύγα να τρέχει με τον εικοσπεντάρη, που θα μπορούσε να είναι γιος μου, αν είχα παιδιά, να πάει να το κάνει στα ξενοδοχεία και να τη βλέπει κάθε καρυδιάς καρύδι, λες κι είμαι πουτάνα, ε, δεν ήταν και το καλύτερό μου.
Κοίταξα εγκάρσια τους γύρω μου. Πίσω από κάτι ψεύτικους φίκους κινέζικους ήταν ένα ζευγάρι άντρες. Ταράχτηκα στην αρχή. Μετά είδα πώς κοίταζε ο μελαχρινός τον καστανό και συγκινήθηκα. Τριαντάρηδες, ωραία παλληκάρια. Και μακάρι να με είχε κοιτάξει άντρας κι εμένα όπως ο μελαχρινός τον καστανό, αλλά τέλος πάντων, εδώ μάλλον επίτηδες κάνω ότι ξεχνάω. Πιο δίπλα ένας τσαλακωμένος σαν πακέτο Καρέλια σκληρό, με κίτρινο σακάκι, κράταγε από τον κώλο ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά, αν και κάπως σαν σκυλού. Ο ρεσεψιονίστας μας είπε να περιμένουμε στο σαλόνι, εγώ πιο μέσα δεν ήθελα να μπω κι αγριοκοίταξα τον Νίκο, που είπε ότι θα στεκόμασταν εκεί, στον διάδρομο, δεν πειράζει. Πιο μέσα προς το παράθυρο ήταν ένα κουρασμένο ζευγάρι, ένας κουρασμένος άντρας και μια γυναίκα στάνταρ μια δεκαετία πιο μεγάλη από εμένα: χαχά, κέρατο, σκέφτηκα. Μετά είδα δίπλα μας το χαμογελαστό ζευγάρι, ψιθύριζαν μεταξύ τους κι είχανε ξεραθεί σε βουβά γέλια. Τους ζήλευα. Θα ήθελα να ήμουνα νέα. Κι ακομπλεξάριστη. Κι ελεύθερη. Και θα ήθελα να είχα τολμήσει να κοιμηθώ με την Ελένη στη σχολή, τη μόνη γυναίκα που πόθησα. Και άλλα πολλά θα ήθελα, που καθόλου δεν ήτανε της στιγμής.
Όχι ότι δεν ήμουν ελεύθερη. Όσο μπορούσα, ήμουν. Μέχρι τα 32, που το πήραν οι γονείς μου απόφαση ότι δεν θα παντρευτώ και με άφησαν να πάω να μείνω μόνη μου ακριβώς από κάτω τους (κι ήταν σαν να πήγα στο Αμέρικα), έλεγε για μένα ο θείος
φρόνιμη ως ο όφις. Ερχόταν κάθε Κυριακή και έπινε καφέ μετά την εκκλησία. Κάποια στιγμή μεταξύ καφέ και κέικ με κοίταγε καλά καλά και διερευνητικά, ετάζων νεφρούς και καρδίας, και έλεγε αυτό το πράγμα. Κι απαντούσε ο αδερφός του, ο πατέρας ο φιλεύσπλαγχνος, "ναι, αδερφέ, αλλά να είναι και
ακέραια ως η περιστερά". Κάθε φορά το ίδιο. Εγώ τότε πίστευα, με τον δικό μου ενοριακό (έτσι τον λέγαμε τότε) κι ατίθασο τρόπο και θύμωνα: κοίτα να δεις που χρησιμοποιούν το ευαγγέλιο για να μιλήσουν για το σώμα μου, έλεγα. Που φυσικά, τότε έλεγα "σώμα" εννοώντας "μουνί". Τότε πίστευα ότι ο Χριστός ελευθερώνει, η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, έτσι είπε. Τώρα δεν ξέρω αν είμαι ελεύθερη, δεν είμαι καθόλου μα καθόλου σίγουρη. Πράγμα που μάλλον με κάνει να νιώθω πιο ελεύθερη: δεν έχω αυταπάτες, που λένε.
Στεκόμουνα λοιπόν εκεί με τον αγαπητικό μου, έτσι τον αποκαλεί η Αγγέλα, να κοιτάζω πούστηδες, μοιχούς και βιζιτούδες. Κι αυτά τα μαλακισμένα ξεδιάντροπα δίπλα μου, που χασκογέλαγαν στην προοπτική να γαμηθούνε στα σεντόνια των πολλών, που λέει κι η Βιτάλη η θεά. Πήρα μια βαθειά ανάσα, "ώπα", είπα, "ώπα, μιλάει ο μπαμπάς σου πάλι, ώπα ρε συ, είσαι μεγάλη γυναίκα, άλλες έχουν εγγόνια στην ηλικία σου, δεν είσαι για ψυχαναλύσεις μωρή". Αυτό με τα εγγόνια με ξεκαύλωσε κάπως (το "καυλώνω" έμαθα να το λέω με τον καινούργιο αιώνα, "είμαι υγρή" έλεγα πριν, σαν βλάβη σωληνώσεων), αναρωτήθηκα τι κάνω με τα θάι-χάι (μα δεν ξέρουν τίποτε να το λένε στα ελληνικά αυτοί οι 30 και κάτω;) και την κυλότα τη μικροσκοπική κολλημένη στη ρεσεψιόν συνοικιακού γαμιστρώνα. Κοίταξα τον Νίκο, έπαιζε με το κινητό του, αμήχανα. Ή έχει κι άλλη. Στάνταρ έχει. Οι προικισμένοι άντρες (αυτό θα μάθω να το λέω κυριολεκτικά τον επόμενο αιώνα, καλά να είμαστε) πάντα είναι πολυγαμικοί. Όπως π.χ. οι ψηλοί καταλήγουν μπασκετμπολίστες.
Πέρασε από μπροστά μας μια συνομήλική μου, καθαρίστρια. Κατάκοπη, φόραγε ακόμα τα γάντια της. Ωραία, τώρα ήμασταν κανονικά τα Κόκκινα Φανάρια, μόνον η σκάλα η μεταλλική στη μέση έλειπε. Είχα πλέον ξεκαυλώσει εντελώς, ήθελα να φύγω, να πάμε πίσω στο σπίτι μου, να το κάνουμε στο μπάνιο και να τον διώξω, άντε με τα φρουφρού, τα μπλακ λάιτ, τις μαλακίες και τα στρογγυλά κρεβάτια. Το βλαμμένο. Άμα θέλει ιστορία και ντεκορασιόν, να πάει να μείνει μόνος του. Αλλά πού να πάει ο άνεργος; Πάλι καλά που δεν έχω παιδιά.
Για να ηρεμήσω έπιασα να κοιτάζω τον πολυέλαιο. Απομίμηση πολυελαίου με κεριά, τύπου γαλλικό ρουστίκ πανδοχείο, φτιαγμένη καλουπωτά από κάτι σαν τσίγκο βαμμένο επίχρυσο. Με φτηνές λάμπες οικονομίας αντί για πυρακτώσεως. Και τα ντουί να προεξέχουν πλαστικά (φτηνιάρικα) τουλάχιστον δυο δάχτυλα μέσα από τους κλώνους τους τσίγκινους. Χάλι. Ας κοιτάξω κάτι να μην έχει να κάνει με τη δουλειά μου, σκέφτηκα, και παρατηρούσα το χαλί. Φθαρμένο, τύπου Μοιραράκη. Μοιραράκη, τίποτα δεν θα σημαίνει αυτό σε δέκα χρόνια. Ήθελα πολύ τόσην ώρα να ισιώσω την αριστερή καλτσοδέτα την ελαστική που είχε τυλιχτεί ρολό και μ' ενοχλούσε αλλά ντρεπόμουν. "Η μπουτού, η χοντροπουτάνα, ήθελε και καλτσοδέτα", θα σκεφτόντουσαν. Το ζευγάρι των αντρών είχε φύγει στο μεταξύ, μάλλον τους είχαν ετοιμάσει δωμάτιο. Ο τσαλακωμούρης είχε κάτσει στον καναπέ με το κορίτσι και κοίταγαν κι οι δυο ευθεία μπροστά τώρα. Το κουρασμένο ζευγάρι στεκότανε πια πίσω από το ψεύτικο φυτό, φίκος μάλλον. Το γελαστό ζευγάρι είχε χυθεί στον άλλο καναπέ και χαμουρευόταν, αν έχεις τον θεό σου. Ο Νίκος κοίταζε το ταβάνι.
Δεν έχω να απολογηθώ για τη ζωή μου. Υπήρξα ο εαυτός μου και υπήρξα ο πιο ανελέητος κριτής του εαυτού μου, μάλιστα πιο αυστηρή απέναντί μου από ό,τι στους άλλους. Δεν το διάλεξα να μην παντρευτώ αλλά ευτυχώς δεν τα έριξα στον εαυτό μου: οι άντρες είναι κακομαθημένα και δεν το ξέρουν. Πίσω δεν έκανα ποτέ, ούτε και κώλωσα. Rien de rien, je ne regrette rien. Αν ήμουν άντρας δεν θα υπήρχε καμμιά ανάγκη να πω τίποτε από αυτά: οι άντρες είναι άνθρωποι, εμείς το δώρο του Θεού (ή η κατάρα Του) στους ανθρώπους. Δηλαδή στους άντρες.
Κι εκείνη την ώρα ανοίγει η πόρτα η ξύλινη του νεοκλασσικού και βλέπω μπροστά μου στον πάτο της σκάλας τον γαμπρό μου μαζί με μία αλόγα που του έριχνε ενάμισυ κεφάλι και φόραγε στολή εργασίας και κράταγε και βαλιτσάκι. Η σκηνή ήταν ακριβώς όπως όταν με τράκαρε ο μεθυσμένος στη Θηβών: εκτυλισσόταν πάρα πολύ αργά αλλά είχα κοκαλώσει σαν σε όνειρο. Ο μαλάκας ο γαμπρός μου ακαριαία έπιασε τη βίζιτα από το μπράτσο, τεντώθηκε, της είπε κάτι στο αυτί, έκαναν μεταβολή και έφυγαν. Περίμενα ένα ατελείωτο τρίλεπτο και μετά είπα στον Νίκο να φύγουμε. Με πήγε σπίτι, τον έδιωξα. Ήπια ένα νεροπότηρο γεμάτο σίβας, ανοιγμένο την Πρωτοχρονιά του 2011, έκανα κεφάλι επιτόπου, όπως ήλπιζα, μπήκα στα σκεπάσματα και κοιμήθηκα.
Οι βόμβες αυτές είναι βραδυφλεγείς. Βεβαίως, εγώ είχα πιάσει τον Αργύρη να κερατώνει την αδερφή μου με βίζιτα, άρα είχα στρατηγικό πλεονέκτημα, ενώ αυτός απλώς είχε δει τη γεροντοκόρη (έτσι με λέει το ζώον) κουνιάδα του με ένα τεκνό σε γαμιστρώνα. Αλλά δεν παν έτσι αυτά. Η αντρική υπόληψη είναι πουκάμισο, πλένεται και σιδερώνεται τακτικά και, αν είσαι προσεκτικός, μοιάζει κάθε φορά σαν καινούργια. Η γυναικεία υπόληψη είναι καυστήρας πολυκατοικίας: λίγο οι καλά κρυμμένες τέφρες, κάτι η σκουριά, οπωσδήποτε η χρήση, έστω κι ελαφρά (γιατί δεν είμαστε άνθρωποι, σκεύη είμαστε, σκεύη που ραγίζουνε με το ξεσφράγισμα και ξεχειλώνουν με τη χρήση) σταδιακά σπιλώνεται και φθείρεται, όση συντήρηση κι αν της κάνεις.
Άρα κανένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Επίσης, ποιος ξέρει τι πήγε και της είπε της μικρής ο Αργύρης της, ως προληπτικό χτύπημα, ώστε να μη μετρήσει ό,τι κι αν της πω εγώ (τίποτε δεν θα έλεγα, η μάνα μου μου έμαθε να μισώ τους καταδότες). Από εκείνη τη βραδιά δεν πολυτηλεφωνεί, όλο βιάζεται, δεν έχει χρόνο ούτε από το μαγαζί να περάσει -- τέτοια. Πάνε τώρα εφτά μήνες. Επιπλέον δεν ξέρω τι διαδίδει η αδερφή μου στο σόι, γιατί με έχουνε τρελάνει στη σπόντα. Με νοιάζει; Με νοιάζει, ιδίως η θεια μου, που δηλώνει και πάλι να βρω έναν μόνιμο κύριο να έχω έναν "σύντροφο ζωής" στα γηρατειά μου.
Αλλά πόσο πια να ασχοληθεί κανείς με την υπόληψη και το καλό το όνομα; Όποια κι αν είμαι, το σόι θα με κρίνει, ό,τι και να καταφέρω πια, θα είμαι πάντοτε ο καημός με τον οποίο πέθανε ο σχωρεμένος ο πατέρας μου που δεν με αποκατέστησε, άγιος άνθρωπος, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του κτλ. κτλ. κτλ. Η ζωή όμως είναι μικρή, εδώ παιδάκια κανονικών ανθρώπων κάθε μέρα σκυλοπνίγονται μπας και γλυτώσουνε πολέμους και τέτοια. Εγώ λοιπόν που έφτασα τα 52 δεν δικαιούμαι να σπαταλάω την τόση ζωή που μου δόθηκε: όλες οι ζωές μικρές είναι, είτε ενός μήνα, είτε ενός αιώνα. Δεν μπορώ ν' αφήσω χέρσα τη δική μου.
Όσο για τον Νίκο, μπήκε στο ίντερνετ και βρήκε ένα άλλο ξενοδοχείο, στο Νέο Φάληρο. "Εκεί πάνε σελέμπριτι", μου είπε, "άρα δεν κινδυνεύουμε". Και πήγαμε. Κι είχε δίκιο. Διακριτικότατα ήταν εκεί. Κι ομολογώ ότι τα σατέν σεντόνια κι οι καθρέφτες ήτανε καύλα.
Ο πίνακας είναι του Malcolm Liepke.