Παρακολουθώ τον Παπακωνσταντίνου να εξαγγέλλει τα μέτρα, είναι σαν να βλέπω πολεμικό ανακοινωθέν. Κάπως έτσι πρέπει να ένιωθαν οι Γάλλοι το 1939 κολλημένοι στα ραδιόφωνα τους: ότι τα επόμενα 5 χρόνια πάνε περίπατο.
Δε θέλω να μιλήσω γι' αυτά, γίνεται εδώ μια ενδιαφέρουσα κουβέντα. Θέλω να μιλήσω για τις απολαύσεις, με αφορμή αυτό:
οι αντιλήψεις για το τι σημαίνει απόλαυση προσανατολίσθηκαν, πάλι, μαζικά στα πρότυπα των προηγμένων καταναλωτικών κοινωνιών [πρόκειται για πρότυπα που έχει ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων στο μυαλό του, όχι ότι υπάρχουν στ’ αλήθεια] , έτσι ώστε η απόσταση απ’ αυτά να γίνεται από τους πλείστους αισθητή ως στέρηση. Έτσι η διάσταση ανάμεσα σε απόλαυση και απόδοση έγινε εκρηκτικήΔεν είμαι ιστορικός και δεν ξέρω πολλά για το θέμα αλλά προβληματίστηκα για τη σχέση του Έλληνα με την απόλαυση.
Κάποτε έγραψα για αυτό που νόμιζα ότι είναι ίδιον της ελληνικής αριστεράς, ένα έντονο σφίξιμο κι ερύθημα, [μια] σφοδρή αδυναμία να χαρεί, "να τελειώσει και να το φχαριστηθεί". Κάποια άλλη φορά είχα μιλήσει για την κλάψα και την πόζα που χαρακτηρίζουν την ελληνική διασκέδαση και την ελληνική ζωή γενικότερα.
Όπως είπα, δεν είμαι ιστορικός. Ούτε ανθρωπολόγος. Ούτε τίποτε. Βασίζομαι λοιπόν στις δικές μου παρατηρήσεις και στις παρατηρήσεις άλλων. Θυμάμαι λ.χ. αυτό, του Κουκουζέλη:
Η μάνα μου, έτσι και την έπιανες να ευχαριστιέται, στραβομουτσούνιαζε. Ανήκε σε μια γενιά (σε μια τάξη; φάση μιας τάξης; τοπικό χαρακτηριστικό μιας τάξης;) που θεωρούσε ντροπή τη χαρά. Οι αδελφοί έπρεπε να παντρέψουν τις αδελφές, να φτιάξουν όλοι οικογένειες, κατά προτίμηση με πεντακόσια παιδιά η κάθε μία, και μετά όλοι μαζί να γηροκομήσουν τους γονείς, αν τα κατάφερναν οι δόλιοι να γεράσουν. Το φαγητό δεν ήταν χαρά. Αν ήταν νόστιμο, ήταν γιατί το παιδί έπρεπε να ξεγελαστεί και να παχύνει, αφού ο γιατρός το είχε χαρακτηρίσει ελλιποβαρές, ήταν νόστιμο για να κλείσουν τα στόματα των αδελφάδων του συζύγου. Η εφημερίδα για να ξέρει τι την περιμένει. Κατάφερε να σπουδάσει για να εξισορροπήση το γεγονός ότι θεωρούσε τον εαυτό της "ασχημόπαπο". Πήγαινε θέατρο, έβλεπε κινηματογράφο ή άκουγε μουσική για να πάρει δυνάμεις για αύριο. Τίποτα δεν υπήρχε αφεαυτού. Η χαρά σήμαινε ότι είχες χρόνο για χάσιμο.Έχω γενικά την εντύπωση ότι η καθαρή απόλαυση, πείτε την "χαρά" αν θέλετε, είναι είτε ντροπή είτε πηγή αμηχανίας για τους Έλληνες. Λέω "πείτε την "χαρά" αν θέλετε", για να ξεκαθαρίσω (χμ) ότι δεν εννοώ μόνο τις ερωτικές απολαύσεις, οπότε θα σπεύσετε να πετάξετε κάτι περί ιουδαιοχριστιανισμού και θα καθαρίσετε. Μιλάω για οποιαδήποτε απόλαυση: ένα καλό φαγητό, ένα βιβλίο, ένα καλοφτιαγμένο έπιπλο, ένα τραγούδι, μια εκδρομή στη θάλασσα...
Παρατηρήστε πώς οι Έλληνες τείνουμε να καπακώνουμε την απόλαυση: ένα ζευγάρι που καλοπηδιέται θα σου μιλήσει λ.χ. για τα επαγγελματικά του βάσανα μέχρι δακρύων (όχι ότι απόλαυσα έστω και μια φορά τις περιγραφές επιδειξιολογούντων), μια ωραία βραδιά στην ταβέρνα με θυμοσοφικές αντιφωνήσεις "τι είναι ο άνθρωπος", "δε βαριέσαι", "άααααααϊχ, στην ψυχούλα σου, αδερφέ μου", "σήμερα είμαστε αύριο δεν είμαστε", "σκόνη, καπνός Θρασύβουλας" κτλ. Δε θέλουμε να φανούμε ότι απολαμβάνουμε κάτι. Κι αν φανούμε απολαμβάνουμε κάτι, θα σπεύσουμε να μετριάσουμε την εντύπωση με κάτι αντιστικτικά σκοτεινό, με ένα βλέμμα που θα στραφεί απότομα προς το κενό και θα μείνει εκεί για λιγάκι, με μια κουβέντα στωική και ίσως πεισιθάνατη. Άλλη μέθοδος αντιμετώπισης της απόλαυσης, η πρακτική, είναι αυτή που σκιαγραφεί παραπάνω ο Κουκουζέλης. Αντίθετα ο πόνος είναι καθαρός, μπορεί να εκτίθεται ελεύθερα.
Νομίζω λοιπόν ότι η έλλειψη χορού στα κλαμπ, η έλλειψη γαστρονομικής απόλαυσης στις χιλιάδες τρισάθλιες ταβέρνες, η έλλειψη ή η απόκρυψη πάθους πάνω στα κρεβάτια, καναπέδες, πίσω καθίσματα, χορτάρια, αχυρώνες, η έλλειψη αναψυχής στην εκδρομή, η απουσία μουσικής απόλαυσης στις συναυλίες κ.ο.κ. έγινε θεσμός εδώ και 25ετία και εξομαλύνθηκε όπως υπαινίχθηκα με το παράθεμα στην αρχή: η προσδοκία της απόλαυσης αντικαταστάθηκε από την επίδειξη της κατανάλωσης.
Σε άλλες κοινωνίες η κατανάλωση είναι μιας μορφής απόλαυση, ή κάτι που επιτείνει την απόλαυση, ή ένα σημάδι στάτους που συνοδεύει απλώς την απόλαυση. Εμείς, νομίζω, υποκαταστήσαμε την απόλαυση με την επίδειξη της κατανάλωσης. Συνεπώς, το σέξι ντύσιμο υποκαθιστά το σεξ και ούτε το προοιμιάζει, ούτε το προκαλεί. Το ακριβό, συγγνώμη "καλό", εστιατόριο δε χρειάζεται να έχει καλό φαγητό. Η εκδρομή γίνεται άριστη αφορμή επίδειξης των δυνατοτήτων και της γκατζετοσύνης του νέου μας αμαξιού. Στη συναυλία πάμε μόνο για να δούνε παπούτσια, τσάντες, γραβάτες και ρούχα. Πίνουμε ποτά κουλ κι όχι που μας αρέσουν. Και πάει λέγοντας: κάνουμε ότι απολαμβάνουμε ενώ απλώς ποζάρουμε και επιδεικνύουμε κάτι, συνήθως χρήμα.
Ταυτόχρονα, λόγω του συστήματος παιδείας που έχουμε εδώ και 170ετία, δεν έχουμε έτσι κι αλλιώς περάσει τη βασική εκπαίδευση στην απόλαυση κάθε λογής απολαύσεων, π.χ. της μουσικής.
Ποζεράδες και καταναλωτές, δεν απολαμβάνουμε και πολλά.
Ωραίο το ποστ σου, καθώς εξηγεί εύστοχα ορισμένα χαρακτηριστικά της νεότερης Ελλάδας πριν και μετά τη μετάβασή της από τη στερημένη και ταλαιπωρημένη κοινωνία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων (όταν μπορούσε να εξηγηθεί γιατί η ευχαρίστηση και η χαρά προκαλούσαν ταυτόχρονα τύψεις, πλην όμως υπήρχαν και κάποιες ηθικές αξίες πιο λογικές ως προς τη συνύπαρξη στο πλαίσιο της κοινωνίας και φυσικά μια ορισμένη συναίσθηση καθηκόντων) στην υπερκαταναλωτική και νεοπλουτίστικη του τέλους του 20ού αι. Κοινό γνώρισμα των αντιλήψεων και των δύο κοινωνιών θαρρώ πως είναι η καταπίεση του εγώ, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και ο καθορισμός της προσωπικής στάσης με βάση το "τί θα πουν (και θα σκεφτούν) οι άλλοι".
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σημαντικός παράγοντας για αυτήν την έλλειψη ουσιαστικής χαράς κι ευχαρίστησης είναι και το ότι ποτέ δεν δόθηκαν στον Νεοέλληνα οι ευκαιρίες και τα ερεθίσματα για να διαμορφώσει προσωπικό γούστο και προσωπικές επιλογές σε όλα όσα υπάρχουν στη ζωή του, από τον έρωτα και το φαγητό ως τα βιβλία και στη μουσική. Πάντα περιμέναμε από άλλους (ημιμαθείς, ατάλαντους ή απλώς καιροσκόπους) να μας πουν τί θα κάνουμε, πού θα πάμε και πού θα φάμε, τί θα διαβάσουμε και τί θα δούμε. Με αυτούς τους όρους δύσκολα θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο. Και βέβαια θα ήταν αδύνατο να χαρούμε κάτι πραγματικά, όταν απλώς είχαμε υποταγεί (έστω και χωρίς να το συνειδητοποιούμε) και όταν ποτέ δεν είχαμε διαλέξει οι ίδιοι.
ποτέ δεν δόθηκαν στον Νεοέλληνα οι ευκαιρίες και τα ερεθίσματα για να διαμορφώσει προσωπικό γούστο και προσωπικές επιλογές σε όλα όσα υπάρχουν στη ζωή του, από τον έρωτα και το φαγητό ως τα βιβλία και στη μουσική. Πάντα περιμέναμε από άλλους (ημιμαθείς, ατάλαντους ή απλώς καιροσκόπους) να μας πουν τί θα κάνουμε, πού θα πάμε και πού θα φάμε, τί θα διαβάσουμε και τί θα δούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν υπήρχε περίπτωση να το θέσω καλύτερα. Και ναι, δεν είναι απλώς ζήτημα πενίας και έλλειψης διαθέσιμου εισοδήματος.
Υπαρχει και η "αλλη Ελλαδα" απο αυτη που περιγραφεις και που δεν δειχνεται κραυγαλεα σε καναλια και στεκια. Υπαρχει η Ελλαδα που διασκεδαζει ακομα προκαλωντας γελιο αυτοσαρκαζομενη σε χωρους "στενους", οπου οι πολλοι δεν χωρουν -ή μαλλον χωρουν οι πολλοι που ειναι.. καλοί!
ΑπάντησηΔιαγραφή(δεν μπορω να τα βλεπω μαυρα, δεν εχω και τιβι να με κατευθυνει)
να προσθέσω μόνο μια αντίφαση που νομίζω ότι υπάρχει-όχι στο κείμενο, με το οποίο συμφωνώ αλλά στον κόσμο γύρω μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήίσως λόγω αυτού που αναφέρει ο Rogerios, δλδ του ότι δεν εχουμε προσωπικό γούστο και "φοράμε" τις προτιμήσεις των ειδικών-ημιμαθών, ίσως γι αυτό λοιπον και να γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως. τί θέλω να πω? ότι υπερασπιζόμαστε τις ξένες προτιμήσεις μέχρι τελικής πτώσης. απο τη μια ναι αντιμετωπίζουμε τη χαρά με αμηχανία, από την άλλη η χαρά μοιάζει ναι είναι επιβεβλημένη. ποιος τολμά να πει ότι δεν βγήκε την Παρασκευή το βράδυ? ότι δεν πήγε εκδρομή το σαββατοκύριακο? ότι δεν ξενύχτησε την Πρωτοχρονιά? ότι μένει στην Αθήνα τον Αύγουστο?..και η λίστα είναι ατελείωτη.
lucia
Υπάρχει εξάλλου και αυτή η έκφραση-δεν μπορώ να φανταστώ πόσο παλιά είναι- του κόσμου όταν γελάει πολύ να λέει "σε καλό να μας βγει" λες και φοβάται ότι η φανερή χαρά ακολουθείται πάντα από κακοτυχία. Εδώ φαντάζομαι ότι υπεισέρχονται και θέματα προλήψεων, ματιάσματως κτλ. Δε γνωρίζω αν τέτοιου είδους αντιμετώπιση του γέλιου απαντιέται και σε άλλους λαούς. Το θέμα πάντως της απόλαυσης ιδιαιτέρως όσον αφορά στην τέχνη με έχει απασχολήσει και μένα ενίοτε. Και βέβαια εδώ τον πρώτο λόγο τον έχει η παιδεία. Πως να μάθει το παιδί να απολαμβάνει ένα έργο τέχνης όταν η "επίσκεψη στο μουσείο" ήταν και είναι η ευκαιρία λούφας από το μάθημα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είμαι βέβαιος ότι ο φόβος της απόλαυσης είναι ελληνικό γνώρισμα, από μια ας πούμε φιλοσοφική σκοπιά. Σκέφτομαι ότι είναι εντελώς ανθρώπινο να σκέφτεται κανείς του κύκλου τα γυρίσματα όποτε συμβαίνει να χαρεί για κάτι: ο φόβος για το μέλλον, ή καλύτερα (;) για τη μοίρα -δεν σου φαίνεται εντελώς φυσικό;
ΑπάντησηΔιαγραφή(μια απλή σκέψη προς συζήτηση, κατά τα άλλα μου άρεσε πολύ το ποστ -μια απλή αντίφαση, επίσης, προς συζήτηση λοιπόν...)
@rodia: παντού υπάρχει ένα λείμμα, και συνήθως κρύβεται καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφή@lucia: ναι: επιβεβλημένη χαρά και ενοχική μελαγχολία, η ιστορία των παιδικών μας χρόνων.
@koritsi_oksi, dytistonniptiron: μπορεί να πει κανείς "ύβρις" και να καθαρίσει. Απλώς νομίζω ότι ο φόβος της απόλαυσης ή η αδυναμία για απόλαυση δεν ταυτίζεται πλήρως με τη βασκανία και τη συναίσθηση του εφήμερου της ύπαρξης.
Γιατί υπήρξε λάψους στο μυαλό μου και διάβασα "Απολύσεις που πρέπει να απολαύσεις"...
ΑπάντησηΔιαγραφή