Υπάρχουν κάποια σημεία σε διάφορα μουσικά κομμάτια που με μαγνητίζουν ανεξήγητα. Δεν ξέρω γιατί. Μπορώ να τα απαριθμήσω πάντως.
Από 5 χρονών: Η εισαγωγή με έγχορδα στο Chim-Chim-ree, πριν μπει η φωνή του χατζητέτοιου.
Από 12 χρονών: Τα πνευστά οστινάτο όταν ολόκληρη η ορχήστρα παίζει το θέμα στο πρώτο μέρος του κοντσέρτου για βιολί του Τσαϊκόφσκι.
Από το 1991: η ψιλή φαλσετική φωνούλα που σιγοντάρει τον Μόρισεϋ στα ρεφραίν του Bigmouth Strikes Again.
Από το 1998: το πατριωτικό εμβατήριο με τα φλαουτάκια στο τέταρτο μέρος της Eroica (εδώ αρχίζει στο 1:45).
Από το 2000: Το ξεκάρφωτο πένθιμο εμβατηριάκι στο τέλος του πρώτου μέρους της Ενάτης, έτσι πως ξεφυτρώνει απροσδόκητα, εκεί περίπου στο ενάμισυ λεπτάκι πριν τελειώσει το μέρος.
Από το 2000: Οι πρώτες συγχορδίες στη Φαντασία για πιάνο, ορχήστρα και χορωδία του Μπετόβεν.
Από φέτος: Το μπάσο και η ουρά που παίζουν τα έγχορδα στο Paradise Circus.
Κι είναι κι άλλα, λ.χ. αυτό:
Απίστευτο το μπουζούκι εδώ. Άσε που βλέποντας το βίντεο από χτες, συγκινούμαι κάθε φορά και για διαφορετικό λόγο.
Πρώτον, με διάφορους καρκίνους να γυρίζουνε γύρω γύρω και να θερίζουνε φίλους, γνωστούς και άλλους, σαν ξερακιανοί ιππείς από χαλκογραφία του Ντύρερ, σκέφτεσαι ότι όλοι αυτοί μέσα στο ΚΤΕΛ είναι μάλλον πεθαμένοι και αντραλίζεσαι λιγάκι.
Μετά είναι αυτά τα δύο κορίτσια στα πρώτα 10 δεύτερα, πριν μπει το μούτρο της τριτοκοσμικής Μπαρντώς: αυτό το όρθιο με το κίτρινο φόρεμα και το εράσμιο χαμόγελο και το άλλο, καθισμένο μπροστά της, με το πορτοκαλί.
Μετά είναι τα τοπία: μου θυμίζουνε ταξίδια όταν ήμουνα παιδί, την Ελλάδα μέσα από το παράθυρο του ΚΤΕΛ και της αμαξοστοιχίας πέντε-πώς-τη-λέγανε για Θεσσαλονίκη (που τότε την αισθανόμασταν σαν την άκρη του κόσμου, ενώ σφηνωμένη στην άκρη της Ευρώπης είναι η δική μας πόλη, αυτή που τώρα είναι του Νικήτα). Μέσα στο ΚΤΕΛ, σχεδόν κάθε λογής Ελληνόφατσα. Η γνωστή μεταφορά της πατρίδας σαν ένα πούλμαν που ταξιδεύει (οι Τούρκοι έχουν αναγάγει τα δικά τους σχεδόν σε έμβλημα της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας τους, που λέει και η άπιαστη Εβίτα).
Μετά οι λεπτομέρειες: παρά την μπουζουκοσυμφωνική που ακούγεται, στο οπτικό μέρος φαίνονται μόνον δύο κιθάρες, η μία ηλεκτρική. Αλλά όπως λέει και το ανέκδοτο με τον Τοτό, να την τρως σ' αρέσει, να τη βλέπεις δε σ' αρέσει;
Τραγουδάκια αφρώδη και χαρούμενα σαν κι αυτό είναι επίσης ενδεικτικά ενός πράγματος: ότι από το 1930 μέχρι το 1970 η ελληνική μουσική έκανε πολύ περισσότερο δρόμο σε σχέση λ.χ. με όσο έκανε μεταξύ του 1970 και του 2010. Εάν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι μεταξύ του 1970 και του 2010 τον έκανε καβουρικά, προς τα πίσω και λοξά.
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Σημειώσεις μετά το αλκοόλ και πριν το κέφι
Κατά κάποιον τρόπο, η ελληνική κοινωνία μάς ζητάει είτε να είμαστε ξέφρενοι ζορμπάδες, τσαμπουκάκια και τσουγδίτσες, είτε μελαγχολικοί καζαντζίδηδες, της φτώχειας, της αγαμίας και των πυξλάξ. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, βρίσκει κανείς χώρο για να απλώσει την παλέτα των ενδιάμεσων αποχρώσεων -- αν παραδεχτούμε (χάνοντας κάτι από την ικανότητά μας να δούμε τη ζωή μας με λίγη διαύγεια) ότι αυτά τα δύο είναι τα άκρα ενός συνεχούς. Ο χώρος για κέφι είναι περιορισμένος.
Πήγα με τον κολλητό μου στο στέκι μου, το οποίο είναι καταπληκτικό μαγαζί κατά γενικότερη ομολογία. Είχα να τον δω μήνες. Ως συνήθως ανταλλάξαμε σώψυχα. Για να έχουμε λίγη περισσότερη ησυχία ανεβήκαμε πάνω στο θεωρείο των Waldorf και Statler και κοιτούσαμε τον κόσμο κάτω. Δυο κορίτσια χόρευαν. Ξένες, φυσικά. Οι Ελληνίδες-Έλληνες παρέμεναν παλουκωμένοι. Μία κοπέλα με κοιτούσε. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν η ιδέα μου: συνοδευόταν. Μετά έγινε ξεκάθαρο. Για να τα πιάνω αυτά, πάει να πει ότι μεγάλωσα: πριν πέντε χρόνια για να καταλάβω ότι η άλλη με κοιτάζει έπρεπε να έρθει να μου το πει: "δε με βλέπεις ρε που σε κοιτάω;" Η μουσική ήταν ξεσηκωτική, αλλά μόνον οι δύο κοπέλες χόρευαν. Τα στρέιτ ζευγάρια βλοσυρά, ούτε καν λιγωμένα: έκαναν πρόβα γάμου· οι γκέιδες πάρα μα πάρα πολύ σοβαροί (είναι όλοι τελείως τοπ, άλλωστε)· οι σόλο στρέιτ γυναίκες και άντρες προσποιούνταν το απλανές βλέμμα του πιωμένου (αλλά όμως, ρε παιδιά, δε γίνεται να την ακούσατε με το ένα μοχιτάκι που λιβανίζετε επί σαρανταπεντάλεπτο). Μόνο μέσα σε παρέες διακρινόντουσαν στοιχεία μιας κάποιας ιλαρότητας.
Φαντάζομαι ότι όποιος θέλει να κάνει κέφι, κι όχι π.χ. να πιάσει να ανασκοπήσει τι έκανε στη ζωή του τους τελευταίους μήνες, πάει σε πίστα και σκυλάδικο. Εκεί χορεύει ο κόσμος και περνάει καλά. Δεν ξέρω, δεν έχω πάει ποτέ.
Απλώς αναρωτιέμαι πού βρίσκει κανείς κάποιες ενδιάμεσες αποχρώσεις, κάποιες καταστάσεις λίγο πιο ποικίλες, όπως ήτανε λ.χ. το Θηρίο στου Ψυρρή πριν πέντε χρονάκια. Κάτι σαν την ατμόσφαιρα του Θηρίου βρήκα στο Six D.O.G.S. το καλοκαίρι, αλλά κι εκεί, παρά τις στρωματσάδες πάνω στα χώματα και το ποικίλο και ποικιλόθυμο πλήθος, συχνά υπερισχύει η πόζα κι η μουντρούχα.
Ακόμα θυμάμαι την έκπληξη και σαστιμάρα που ένιωσα στο θρυλικό Garage στη Νέα Υόρκη μέσα στο καταχείμωνο του 2006: έπαιζε ένα μέτριο τρίο τζαζ αλλά ο κόσμος (οι περισσότεροι από τους οποίους θα μπορούσαν να είναι γονείς μου) έκανε τόσο κέφι, που αισθάνθηκα σαν δόκιμος μοναχός σε ρέιβ: σεμνότυφος, να έχω χάσει πολλά επεισόδια και τελείως μαγκωμένος. Έτσι μεγαλώσαμε, μαγκωμένα: όταν πρωτομπήκα σε κλαμπ στη Λόντρα, τότε στο μακρινό παρελθόν, κι είδα τον σύμπαντα κόσμο να χτυπιέται χορεύοντας κατάλαβα ότι σε λάθος κλαμπ στη λάθος χώρα πήγαινα μέχρι τότε. Ειδικά τα αγγλάκια, που λόγω εθισμού στο αλκοόλ δε φοβούνται να ξεφτιλίζονται τουλάχιστον άπαξ κάθε εβδομάδα, ξέρουνε πραγματικά να κάνουν κέφι.
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010
Πολιτική ανυπακοή
Κοιτάζω κάθε πρωί στο μετρό την αφίσα και δε βγάζω νόημα. 'Γκζελ', λέει. Στην αρχή νόμιζα ότι έλεγε 'Γκιζέλ'. Μετά βλέπω από κάτω κάτι κοπελιές με γλάστρες στο κεφάλι και κατεψυγμένα χαμόγελα Σιβηρίας. Για τα 2500 χρόνια της μάχης του Μαραθώνα, Αιώνια Ρωσία. Αιώνια; Μα δεν εφευρέθηκε από τον Ιβάν τον Τρομερό; Χτεσινός δεν είναι αυτός; τέλος πάντων. Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια.
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Οι ίδιοι διανοούμενοι / λόγιοι / αντιαμέρικαν πνευμάτικ πιπλ που είχανε διάφορες επιφυλάξεις και μεθοδολογικές δυσκολίες να ορίσουν, να καθορίσουν και να περιορίσουν την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 -- τα οποία κατάφεραν τάχιστα και καθοριστικά τα κανάλια μας -- επιτέλους ανακαλύπτουνε το σίβιλ ντισομπίντιενς (τους χαρίζω δωρεάν απόδοση του όρου στα ελληνικά στον τίτλο του ποστ, για να μην τους κυνηγούν οι γλωσσαμύντορες). Θυμούνται τον Μαχάτμα κι εκείνη την αμερικάνα αραπίνα που έκατσε στο λεωφορείο και θα θυμόντουσαν και τους πραγινούς του 1989 εάν δεν έζεχναν λαρδί, μπύρα και κνέντλικι (που σιγά μην ξέρουν τι είναι κνέντλικι, τον Κούντερα τον έμαθαν από τη Μαλβίνα). Αυτοί οι ημιοργανικοί, ημικαθεστωτικοί αλλά βαθιά αριστεροί άνθρωποι σχημάτισαν μέτωπο με τους καταστηματάρχες και επιτέλους αντιστέκονται. Όχι στο φετιχιστικά αντιληπτό Μνημόνιο ("διώξτε την Τρόικα", έσκουζε η Αυριανή το πρωί -- να φορτώσουμε πάνω της και τα λουλουδοκέντητα κορίτσια του Αιώνιου Γκζελ, να μας μείνουν τα άλλα που γουστάρουμε;). Όχι στο ότι μετά από μήνες παχιών λόγων και πιο παχιάς μαλακίας είμαστε ακριβώς αυτοί που ήμασταν, συντελώντας -- λίγο ή πολύ -- στο να μας πάρει ο διάολος τον πατέρα, ψηφίζοντας λ.χ. για τακτικούς λόγους τον ταοϊστή ιπποπόταμο της Ραφήνας αφού είχε κάνει την Ελλάδα κάρβουνο παντοιοτρόπως. Όχι στο ότι με πρόσχημα την εξυγίανση ξεπουλιούνται τα πάντα (στην Ελλάδα ή θα έχουμε κάτι να κάθεται ή θα το πουλάμε: να το αξιοποιήσουμε αδυνατούμε γιατί θα πρέπει να το δουλέψουμε, κι η εργασία είναι απαξιωμένη εδώ και καμμια 20ριά-30ριά χρονάκια).
Ξεσηκώνονται για το τσιγάρο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξεγερτικές φουσκοδεντριές μάς πιάνουν εκεί που μας παίρνει, και μόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπερέχουμε του σύμπαντος κόσμου στη ρητορική κι ότι είμαστε ανάπηροι για διάλογο. Είμαστε κότες. Εδώ και χρόνια περιστέλλονται δικαιώματα κι ελευθερίες και οι μόνοι που το συζητάνε είναι κάποιοι τύποι που ψηφίζουνε Συνασπισμό. Το συζητάνε. Οι συμπολίτες μου είναι έτοιμοι να ψηφίσουνε Νικήτα, άλλωστε όταν άλωσε το αλσύλιο της οδού Κύπρου μόνον κάτι ανάρχες αντιτάχθηκαν. Είμαστε κότες. Δε λέω να υψώσουμε μοναχικά το ανάστημά μας, αυτά είναι "αμερικανιές". Ακόμα και σαν μπουλούκια είμαστε κότες: μόνον εκεί που μας παίρνει.
Μόνον οι άλλοι είναι κότες; Φυσικά κι όχι. Μπαίνω τις προάλλες σε ταξί. Ο ταρίφας ΚΚΕ. Ακούει ότι η Moody's μας έκανε πατ-πατ στον ώμο κι υποσχέθηκε να μας αναβαθμίσει (τι ελεεινή ταπείνωση, θε μου, να μας αξιολογούνε τα γκόλντεν μπόιζ κι εμείς να λάμπουμε με περηφάνεια). Ο ταρίφας εξεγείρεται και ζητάει τη γνώμη μου αφού πρώτα μονολογεί πεντ' έξι φορές: "βέβαια, αφού ήπιαν το αίμα του λαού". Μετά μου την πέφτει, θέλει να μάθει ποια είναι η γνώμη μου για το Μνημόνιο (να το πάλι αυτό). Δεν ξέρω από πού να αρχίσω και απαντώ με τα γνωστά ευγενικά μισόλογα (αυτά δεν τα γράφω, οπότε μάλλον δε σας είναι γνωστά). Ο ταξιτζής ζορίζεται, διαμαρτύρεται για τις περικοπές. Του λέω ότι φυσικά συμφωνώ και του λέω ότι θα ήταν ευχής έργο να είχανε γίνει μεταρρυθμίσεις αντί για εισπρακτικά μέτρα -- κάτι τέτοια. Του λέω ότι άμα μαζέψουν τις προμήθειες του στρατού, για παράδειγμα, θα εξοικονομήσουμε πολλά. "Α, καλάαα, αυτά δε γίνονται στην Ελλάδα", λέει. "Ε, γι' αυτό φτάσαμε εδώ, γιατί 'αυτά δε γίνονται' λέμε."
Ο τύπος ενοχλήθηκε αλλά μόλις είχαμε φτάσει. Αισθάνθηκα αποτυχημένος που δεν μπόρεσα να αρθρώσω μια κουβέντα της προκοπής. Αλλά τουλάχιστον υπάρχουν άλλοι που τα πάνε μια χαρά με τις κουβέντες.
Είδα την πινακίδα στη φωτογραφία προχτές. Δεν την είχα προσέξει. Αναρωτιέμαι σε τι χώρα θα ζούσαμε αν επενδύαμε στο 15% για την Παιδεία. Θυμήθηκα ότι το άρθρο 114 (όπως το τωρινό 125) μιλάει για τον πατριωτισμό των Ελλήνων και ότι σε αυτόν επαφίεται η τήρηση ή η υπεράσπιση του Συντάγματος. Αλλά είναι δυνατόν να είναι πατριώτες οι κότες;
Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010
Γράμματα από τη Βοϊβοδίνα
1.Χ
Σου γράφω από [...] το ιστορικό κέντρο του Νόβι Σαντ, ξέρεις: εκκλησία, δημαρχείο και στη μέση η πλατεία της αγοράς: Μεσευρώπη. Η Σερβία φαίνεται μια μπαταρισμένη χώρα που έχει δει και καλύτερες μέρες. Ίσως είναι το μέλλον της Ελλάδας, ίσως πώς θα ήταν τώρα η Ελλάδα χωρίς ΕΕ. Πάντως έχει παντού ελληνικές τράπεζες [...] και εταιρείες.
1.Χ
Βγήκα βόλτα έξω. Πολύ ιδιαίτερη αίσθηση. Λίγο σαν Πράγα. [...] Σε λίγο φτάνω στον Δούναβη, που είναι εντυπωσιακός και μυρίζει σαν Πασαλιμάνι. Να τος.
1.Χ
Πρώτο πιάτο: φασολάδα με λουκάνικο. Δεύτερο: κάτι. Πήρα και σαλάτα. Λάχανο, βεβαίως.
1.Χ
Σύντομο ανέκδοτο: άνεργος Σέρβος καρδιολόγος.
1.Χ
Είμαι σ' ένα μπαρ και περιμένω τους συναδέρφους μου. Νιώθω τη γνωστή κούραση που με πιάνει όταν ταξιδεύω μόνος. Τουλάχιστον είδα τον Δούναβη. Μυρίζει σαν Πασαλιμάνι αλλά είναι αρχοντικός. Ίσως τελικά προτιμώ τα ποτάμια από τη θάλασσα: έχουν όρια (όταν δεν ξεχειλίζουν) και πάνε κάπου (έστω και αργά).
Ωραίο το μπαρ. Σαν Εξάρχεια κάπως.
Όλοι αυτοί οι λαοί της Μεσευρώπης λαχταρούνε τη Μεσόγειο. Πολλές φορές με τρόπο γκροτέσκο. Εγώ γεννήθηκα εκεί αλλά βγήκα ζαβός.
[...]
Πολύ ιδιότυπη αυτή η μοναξιά στο ταξίδι, ιδίως άμα δε μιλάει κανείς αγγλικά και δε μιλάς τη γλώσσα: νιώθεις να σου διαφεύγουν ένα σωρό πράματα, ευκαιρίες, μυστικά.
Αυτά προς το παρόν από το Νόβι Σαντ.
3.X
Φεύγω αύριο από το Νόβι Σαντ. [...] To φαΐ είναι τόσο βαρύ εδώ στας Μεσευρώπας που πείραξε μέχρι κι έναν ευτραφή ολλανδοελβετό συνάδερφο και γνωστό γκουρμέ. Άσε που ήπια και νερό της βρύσης και με πείραξε. "Ήπιες χλωριωμένο Δούναβη" είπε η [συμβία]. Αλλά έλα που δεν είναι χλωριωμένος μάλλον... Είμαι απρόσεχτος τελικά.
3.Χ
Έκανα μια βόλτα στην πόλη απόψε κι έχει πολλά ωραία μικρά μαγαζιά για ποτό και φαγητό. Κρίμα που τα ανακάλυψα μόλις τώρα. Αλλά έτσι γίνεται συνήθως, όπως σου ξανάγραψα: χάνεις πολλά και, ακόμα κι αν τα βρεις, τι να τα κάνεις;
Χτες μετά το δείπνο-δυσπεψία πήγαμε 6-7 συνάδερφοι σε ένα κυριλέ μπαρ όπου ένα ποτηράκι ρακής ντόπιας (μπλιαχ) είχε 3 ευρώ, που για εδώ είναι τρελά λεφτά. Τέλος πάντων.
Συμπαθέστατη πόλη. Ποιος ξέρει αν θα ξανάρθω ποτέ.
3.Χ
Σερβική εκκλησία. Καθόλου καρέκλες, μόνο στασίδια γύρω γύρω στους τοίχους. Μια απλή πρακτική ποιμαντική απόφαση διαμορφώνει ριζικά το εσωτερικό των εκκλησιών.
Φαντάστηκα πώς θα είναι [η πόλη] τον χειμώνα. Σκοτεινοί δρόμοι. Δημόσιος φωτισμός ελλιπής αλλά καθόλου σκουπίδια κάτω, άντε καμμιά γόπα.
4.Χ
[συνταξίδεψα με τρεις δεσποτάδες στην πρώτη θέση, με είχαν ακριβώς πίσω τους]
Οι Έλληνες δεσποτάδες, με λιγοστές εξαιρέσεις, συμπεριφέρονται σαν καρδινάλιοι. Όχι τωρινοί καρδινάλιοι -- γερασμένα σχολιαρόπαιδα με τάση να χαζοπαζαρεύουν εύθυμα -- αλλά στριφνοί ή απλώς κατσούφηδες πρίγκηπες της Εκκλησίας που δείχνουν ξεκάθαρα να πιστεύουν ό,τι και ίσως οι περισσότεροι Έλληνες: ότι ο κόσμος τους χρωστάει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)