"Να πας στη χώρα σου"
Την πρώτη φορά που άκουσα το "να πας στη χώρα σου" ήμουν έξω από ένα στρατόπεδο στην Αγγλία. Μου το είπε ένας μεθυσμένος στρατιώτης που μας ακολουθούσε μέσα στο σκοτάδι: στην Αγγλία ο δημόσιος φωτισμός είναι περίπου σοσιαλιστική σπατάλη και, εσχάτως, ενεργειακή αμαρτία. Για καλή μας τύχη, έστριψε στην πύλη και μπήκε στο στρατόπεδο. Συνόδευα τρείς συμπατριώτισσές μου, εκ των οποίων οι δύο ήταν κοριτσάκια που μόλις είχανε φτάσει από τον μακρινό νότο της πατρίδας μου -- ούτε πώς χρησιμοποιούνται οι πιστωτικές κάρτες δεν ήξεραν. Υπενθυμίζω ότι τότε οι τράπεζες έδιναν πιστωτικές κάρτες σε όλους: έπρεπε να ξοδεύουμε και να αγοράζουμε και να δανειζόμαστε τότε, δεν το είχαν τότε για κακό. Άλλες εποχές.
Τη δεύτερη φορά το άκουσα πέντε χρόνια μετά, στο μαγικό νησί που, όπως αραιά και πού μου υπενθυμίζουν, με φιλοξενεί. Βεβαίως, δεν είμαι βέβαιος ότι κατανοώ τι σημαίνει φιλοξενία μετά φόρου (και καταβολής κοινωνικών ασφαλίσεων). Πάντως μου το είπαν ότι, αν δε μου αρέσει εδώ, μπορώ κάλλιστα να γυρίσω στη χώρα μου. Βεβαίως τότε δεν ήμουν ετοιμόλογος. Ούτε τώρα είμαι όσο θα έπρεπε. Θα μπορούσα να είχα πει σε αυτόν που με προέτρεπε να γυρίσω στη χώρα μου ότι, αν εγκαταλείψω εγώ και οι αλλοδαποί ομότεχνοί μου τη χώρα του, η χώρα του θα βρεθεί σε αμήχανη θέση.
Την τρίτη φορά το άκουσα στην οδό Βουλής, μεταξύ του Ίκαρου και του Άριστου (το οποίο έχει ψευτίσει τόσο την τυρόπιτά του, ώστε κάνει του Μαμ να φαντάζει αμβροσία). Ανάμεσα στον Ίκαρο και στο Άριστον ήταν καθισμένος ένας μάλλον νοτιοασιάτης καλοντυμένος, σε ηλικία φοιτητή, που έτεινε κάπως διστακτικά το χέρι, ίσως σε πρόβα επαιτείας. Μπροστά μου πήγαινε ένας κύριος που φορούσε ένα κίτρινο πόλο. Μύριζε όπως μύριζαν οι δημόσιες συγκοινωνίες όταν ήμουν παιδί: απλυσιά ημερών που έχει ποτίσει καλά και το ίδιο ρούχο που φοριέται ξανά και ξανά -- το κίτρινο πόλο στην περίπτωσή μας. Είχε το προκοίλι όχι του πότη και γλεντζέ αλλά του μια ζωή κακοταϊσμένου. Ήταν κοντός και λιπαρός. Γύρισε στον νεαρό που καθόταν μεταξύ Ίκαρου και Άριστου και του είπε: "να πας στη χώρα σου".
Τον ακολούθησα μέχρι την Κολοκοτρώνη, στρίψαμε κι οι δυο δεξιά. Πήγαινα σε ένα από τα αγαπημένα μου μπαρ, το 42, κι ας έχω καθήσει εκεί μία και μοναδκή φορά στη ζωή μου. Μετά σκέφτηκα ότι είναι νωρίς για αλκοόλ και έκανα μεταβολή για το
Μπαρτέσσερα
όπου κάποτε με πότισαν μπόμπες και κατόπιν ξέρναγα για ώρες, προς μεγάλη θυμηδία του αγαπητού ζεύγους Γ+Γ, οι οποίοι προσπαθούσανε να με νταντέψουν χωρίς όμως να με πατρονάρουν (κι εγώ ξέρναγα συστηματικώς). Κάθησα και παρήγγειλα καφέ.
Το φως ήταν αυτό το φως που όσοι δεν έχετε ζήσει μακριά από την Αθήνα δεν το εκτιμάτε. Το έπινα με περισσότερη όρεξη από τον φρέντο -- άλλωστε εγώ τζιν ήθελα αλλά έκανα κράτει. Άκουγα συζητήσεις, αποσπάσματα συζητήσεων, γύρω μου: ότι οι δώδεκα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος βρίσκονται και μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, κάτι που εξηγεί γιατί η αστρολογία βγαίνει· ότι η Χ είναι εμπαθής και κακόβουλη και μας τα έχει κάνει μπαλόνια, τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν ένας άντρας που δεν άφηνε τη γυναίκα που συνόδευε να μιλησει καθόλου και θα ήθελα να του πω ότι αν δε θέλει να ακούει τη γυναίκα που συνοδεύει (κι ας είναι απλή συνάδερφος και όχι ραντεβουδέ κατάσταση), καλύτερα να βγει με μια γυναίκα που θα θέλει να ακούει να του μιλάει, παρά να της μιλάει εκείνος -- κι όχι μόνο για λόγους πρακτικούς. Τα περιστέρια έκαναν αυτό που κάνουν τα περιστέρια: το αρπακτικό, αλλά με χάρη και μπαμπεσιά (έχετε δει πώς τσιμπάνε το τρίμμα τη σφολιάτα;). Απέναντί μου ένας τύπος έπινε καφέ χωρίς να έχει ανάγκη να αναπαύσει το βλέμμα του σε κάποια οθόνη, περίμενε όμως. Τελικά χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε, πλήρωσε, έφυγε. Το φως ήταν ανυπόφορο, μαυλιστικό, και, το κυριότερο, σιγά σιγά χανόταν. Πλήρωσα και βγήκα έξω. Ξεκίνησα να περπατώ ώσπου έφτασα σε ένα μαγαζί με
Συστήματα παρακολούθησης
στου οποίου τη βιτρίνα κάθε είδος προς πώληση είχε επεξηγηματικό καρτελάκι. Έτσι κατάλαβα πώς γυρίζονται όλες αυτές οι λεγόμενες ερασιτεχνικές πορνοταινιούλες: κάμερα σε αρκουδάκι (για να παρακολουθείτε την νταντά που προσέχει το παιδί σας), κάμερα ματάκι πόρτας, κτλ. Συσκευές για ωτακουστές. Συναγερμοί. Με τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι, έστριψα δεξιά και περιπλανήθηκα στα στενά. Περπάτησα ώρες και τράβηξα πολλές φωτογραφίες. Οι περισσότερες, βεβαίως, αδιάφορες. Επειδή δεν μπορώ να τραβάω αγνώστους. Παρά μόνο με τρελό ζουμ. Φωτογραφίες όμως που δεν τις βαραίνει η ανθρώπινη παρουσία και η ανθρώπινη μορφή τι είναι; Καρποστάλ για κουλτουριάρηδες. Συνέχισα ωστόσο να περπατάω, το φως συνεχισε να σβήνει αργά. Εκεί στο πάρκο μεταξύ Ευαγγελισμού, Χίλτον και Σαρόγλειου (τι αστείο κτίριο), κουράστηκα και αποφάσισα να πάρω
Ταξί
για να πάω σπίτι. Ο συμπαθής οδηγός με ρώτησε τι ψήφισα. Του απάντησα, γνωρίζοντας ότι μαλλον δε θα του γίνω συμπαθής. Δεν απάντησε. Τσούλησε το τογιότα του με νεκρά καμμιά εικοσαριά μέτρα και μετά μου λέει: "Εγώ, φίλε μου, προβλέπω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγει αυτοδύναμος". Ενστικτωδώς γύρισα το κεφάλι δεξιά και είδα το σπίτι του Μητσοτάκη. Κάτι πρέπει να απάντησα. Συνεχίζει: "Εκείνη τη βραδιά, που θα γίνει αυτό, θα με θυμηθείς και θα πεις: εμένα μου το είπε ένας ταξιτζής". Μετα μου είπε ότι αυτός ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά ότι στις 17 θα το ρίξει ΣΥΡΙΖΑ, ότι το ΚΚΕ μάς πρόδωσε, ότι στους δέκα που ρωτάει οι τέσσερις ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ. "Είδες λοιπόν;" Ήθελα να του εξηγήσω ότι η Νέα Σμύρνη, όπου έκανε τη δειγματοληψία του, δεν είναι αντιπροσωπευτική της επικράτειας. Ήθελα να του πω και άλλα. Όμως έπαθα αυτό που παθαίνω όταν πρέπει να συζητήσω πραγματικά θέματα με πραγματικούς ανθρώπους: προτίμησα να ακούσω. Άλλωστε, στη δουλειά μου έχω την ευκαιρία να ακούω τον εαυτό μου όσο θέλω, και περισσότερο.
*
Βγαίνοντας από το σπίτι της μάνας μου συνειδητοποίησα ότι ήμουνα βαριά ντυμένος. Αν πήγαινα σπίτι μου με τα πόδια θα έφτανα κάθιδρος, άρα και μίζερος και τσαντισμένος. Άδειοι οι δρόμοι. Στέκομαι στο σταυροδρόμι και γυρίζω απότομα πίσω: δύο τετράγωνα μακριά ένα
Ταξί.
Σηκώνω το χέρι, παραμερίζω, ανάβει αλάρμ. Πλησιάζει, σταματάει, μπαίνω μέσα, ξεκινάει. Και ο ταξιτζής με χαιρετάει
"Γεια σου, [Σραόσα]".
Αναγνωρίζω σχεδόν αμέσως το γέλιο. Ο συμμαθητής μου ο Ταρίφας. Με ρωτάει πού πάω, του λέω. Ανταλλάσσουμε νέα της τελευταίας οκταετίας. Με ρωτάει τι θα ψηφίσω. Του λέω. Ο Ταρίφας είναι του χώρου, δεν ψηφίζει. Όμως αυτή τη φορά θα ψηφίσει και θα το ρίξει ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μιλάμε μετά για δακρυγόνα. Το '91 είχαμε κατεβεί μαζί από την κατάληψη του Λυκείου στην πορεία και στην Πατησίων φάγαμε μπόλικα δακρυγόνα, αλλά "καραμέλες ήταν εκείνα σε σύγκριση με αυτά τα ισραηλινά". Μου λέει για τον γείτονα των νηπιακών μου χρόνων που ξαναβρήκα ως κνίτη στο Λύκειο και μετά ξανάχασα: γράφει στο Πριν. Ανταλλάσσουμε αριθμούς τηλεφώνου αυτή τη φορά. Μετά μιλάμε για αμάξια, φανατικοί με τα τογιότα και οι δύο.
Μιλάμε μετά για το σχολείο. Για μια φιλόλογο στην Α' Λυκείου που τον είχε αφήσει (μια απαίσια ήταν): αυτός της είχε μπει στα ίσια γιατί εκείνη δεν ήθελε να διδάξει την άθεη ιστορία του άθεου Σταυριανού, ο Ταρίφας διαμαρτυρήθηκε και κόπηκε στο μάθημα. Εγώ τότε το έπαιζα μικρός επιστήμων και της έμπαινα διπλωματικώς και με πείσμα: έκανα μεγάλη έρευνα στο σχολείο για τις αξίες και τον τρόπο ζωής των εφήβων (ξέρετε, με ερωτήσεις για σεξ, μπάφους, θεούς, κόμματα, μουσική και άλλα μπανάλ ταμπουδάκια της εποχής), εκείνη εξαγριώθηκε και με κάλεσε με τον κηδεμόνα μου στο γραφείο του Λύκου, όπου την ρεζίλεψα παριστάνοντας τον εκκολαπτόμενο. Όμως ξαφνικά, εκεί κολλημένος στο φανάρι, συνειδητοποίησα το προφανές: ο Ταρίφας, που τότε δεν ήταν ακόμα ταρίφας, που είχε και δίκιο και το θάρρος της γνώμης του, αλλά δεν τον κάλυπτε το βερνίκι του καλού μαθητή, πλήρωσε την άποψή του. Εγώ όχι.
Όταν ξανακατέβω θα τον πάρω κανα τηλέφωνο να πάμε για καμμιά μπύρα.
Την πρώτη φορά που άκουσα το "να πας στη χώρα σου" ήμουν έξω από ένα στρατόπεδο στην Αγγλία. Μου το είπε ένας μεθυσμένος στρατιώτης που μας ακολουθούσε μέσα στο σκοτάδι: στην Αγγλία ο δημόσιος φωτισμός είναι περίπου σοσιαλιστική σπατάλη και, εσχάτως, ενεργειακή αμαρτία. Για καλή μας τύχη, έστριψε στην πύλη και μπήκε στο στρατόπεδο. Συνόδευα τρείς συμπατριώτισσές μου, εκ των οποίων οι δύο ήταν κοριτσάκια που μόλις είχανε φτάσει από τον μακρινό νότο της πατρίδας μου -- ούτε πώς χρησιμοποιούνται οι πιστωτικές κάρτες δεν ήξεραν. Υπενθυμίζω ότι τότε οι τράπεζες έδιναν πιστωτικές κάρτες σε όλους: έπρεπε να ξοδεύουμε και να αγοράζουμε και να δανειζόμαστε τότε, δεν το είχαν τότε για κακό. Άλλες εποχές.
Τη δεύτερη φορά το άκουσα πέντε χρόνια μετά, στο μαγικό νησί που, όπως αραιά και πού μου υπενθυμίζουν, με φιλοξενεί. Βεβαίως, δεν είμαι βέβαιος ότι κατανοώ τι σημαίνει φιλοξενία μετά φόρου (και καταβολής κοινωνικών ασφαλίσεων). Πάντως μου το είπαν ότι, αν δε μου αρέσει εδώ, μπορώ κάλλιστα να γυρίσω στη χώρα μου. Βεβαίως τότε δεν ήμουν ετοιμόλογος. Ούτε τώρα είμαι όσο θα έπρεπε. Θα μπορούσα να είχα πει σε αυτόν που με προέτρεπε να γυρίσω στη χώρα μου ότι, αν εγκαταλείψω εγώ και οι αλλοδαποί ομότεχνοί μου τη χώρα του, η χώρα του θα βρεθεί σε αμήχανη θέση.
Την τρίτη φορά το άκουσα στην οδό Βουλής, μεταξύ του Ίκαρου και του Άριστου (το οποίο έχει ψευτίσει τόσο την τυρόπιτά του, ώστε κάνει του Μαμ να φαντάζει αμβροσία). Ανάμεσα στον Ίκαρο και στο Άριστον ήταν καθισμένος ένας μάλλον νοτιοασιάτης καλοντυμένος, σε ηλικία φοιτητή, που έτεινε κάπως διστακτικά το χέρι, ίσως σε πρόβα επαιτείας. Μπροστά μου πήγαινε ένας κύριος που φορούσε ένα κίτρινο πόλο. Μύριζε όπως μύριζαν οι δημόσιες συγκοινωνίες όταν ήμουν παιδί: απλυσιά ημερών που έχει ποτίσει καλά και το ίδιο ρούχο που φοριέται ξανά και ξανά -- το κίτρινο πόλο στην περίπτωσή μας. Είχε το προκοίλι όχι του πότη και γλεντζέ αλλά του μια ζωή κακοταϊσμένου. Ήταν κοντός και λιπαρός. Γύρισε στον νεαρό που καθόταν μεταξύ Ίκαρου και Άριστου και του είπε: "να πας στη χώρα σου".
Τον ακολούθησα μέχρι την Κολοκοτρώνη, στρίψαμε κι οι δυο δεξιά. Πήγαινα σε ένα από τα αγαπημένα μου μπαρ, το 42, κι ας έχω καθήσει εκεί μία και μοναδκή φορά στη ζωή μου. Μετά σκέφτηκα ότι είναι νωρίς για αλκοόλ και έκανα μεταβολή για το
Μπαρτέσσερα
όπου κάποτε με πότισαν μπόμπες και κατόπιν ξέρναγα για ώρες, προς μεγάλη θυμηδία του αγαπητού ζεύγους Γ+Γ, οι οποίοι προσπαθούσανε να με νταντέψουν χωρίς όμως να με πατρονάρουν (κι εγώ ξέρναγα συστηματικώς). Κάθησα και παρήγγειλα καφέ.
Το φως ήταν αυτό το φως που όσοι δεν έχετε ζήσει μακριά από την Αθήνα δεν το εκτιμάτε. Το έπινα με περισσότερη όρεξη από τον φρέντο -- άλλωστε εγώ τζιν ήθελα αλλά έκανα κράτει. Άκουγα συζητήσεις, αποσπάσματα συζητήσεων, γύρω μου: ότι οι δώδεκα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος βρίσκονται και μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, κάτι που εξηγεί γιατί η αστρολογία βγαίνει· ότι η Χ είναι εμπαθής και κακόβουλη και μας τα έχει κάνει μπαλόνια, τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν ένας άντρας που δεν άφηνε τη γυναίκα που συνόδευε να μιλησει καθόλου και θα ήθελα να του πω ότι αν δε θέλει να ακούει τη γυναίκα που συνοδεύει (κι ας είναι απλή συνάδερφος και όχι ραντεβουδέ κατάσταση), καλύτερα να βγει με μια γυναίκα που θα θέλει να ακούει να του μιλάει, παρά να της μιλάει εκείνος -- κι όχι μόνο για λόγους πρακτικούς. Τα περιστέρια έκαναν αυτό που κάνουν τα περιστέρια: το αρπακτικό, αλλά με χάρη και μπαμπεσιά (έχετε δει πώς τσιμπάνε το τρίμμα τη σφολιάτα;). Απέναντί μου ένας τύπος έπινε καφέ χωρίς να έχει ανάγκη να αναπαύσει το βλέμμα του σε κάποια οθόνη, περίμενε όμως. Τελικά χτύπησε το τηλέφωνο, απάντησε, πλήρωσε, έφυγε. Το φως ήταν ανυπόφορο, μαυλιστικό, και, το κυριότερο, σιγά σιγά χανόταν. Πλήρωσα και βγήκα έξω. Ξεκίνησα να περπατώ ώσπου έφτασα σε ένα μαγαζί με
Συστήματα παρακολούθησης
στου οποίου τη βιτρίνα κάθε είδος προς πώληση είχε επεξηγηματικό καρτελάκι. Έτσι κατάλαβα πώς γυρίζονται όλες αυτές οι λεγόμενες ερασιτεχνικές πορνοταινιούλες: κάμερα σε αρκουδάκι (για να παρακολουθείτε την νταντά που προσέχει το παιδί σας), κάμερα ματάκι πόρτας, κτλ. Συσκευές για ωτακουστές. Συναγερμοί. Με τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι, έστριψα δεξιά και περιπλανήθηκα στα στενά. Περπάτησα ώρες και τράβηξα πολλές φωτογραφίες. Οι περισσότερες, βεβαίως, αδιάφορες. Επειδή δεν μπορώ να τραβάω αγνώστους. Παρά μόνο με τρελό ζουμ. Φωτογραφίες όμως που δεν τις βαραίνει η ανθρώπινη παρουσία και η ανθρώπινη μορφή τι είναι; Καρποστάλ για κουλτουριάρηδες. Συνέχισα ωστόσο να περπατάω, το φως συνεχισε να σβήνει αργά. Εκεί στο πάρκο μεταξύ Ευαγγελισμού, Χίλτον και Σαρόγλειου (τι αστείο κτίριο), κουράστηκα και αποφάσισα να πάρω
Ταξί
για να πάω σπίτι. Ο συμπαθής οδηγός με ρώτησε τι ψήφισα. Του απάντησα, γνωρίζοντας ότι μαλλον δε θα του γίνω συμπαθής. Δεν απάντησε. Τσούλησε το τογιότα του με νεκρά καμμιά εικοσαριά μέτρα και μετά μου λέει: "Εγώ, φίλε μου, προβλέπω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγει αυτοδύναμος". Ενστικτωδώς γύρισα το κεφάλι δεξιά και είδα το σπίτι του Μητσοτάκη. Κάτι πρέπει να απάντησα. Συνεχίζει: "Εκείνη τη βραδιά, που θα γίνει αυτό, θα με θυμηθείς και θα πεις: εμένα μου το είπε ένας ταξιτζής". Μετα μου είπε ότι αυτός ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά ότι στις 17 θα το ρίξει ΣΥΡΙΖΑ, ότι το ΚΚΕ μάς πρόδωσε, ότι στους δέκα που ρωτάει οι τέσσερις ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ. "Είδες λοιπόν;" Ήθελα να του εξηγήσω ότι η Νέα Σμύρνη, όπου έκανε τη δειγματοληψία του, δεν είναι αντιπροσωπευτική της επικράτειας. Ήθελα να του πω και άλλα. Όμως έπαθα αυτό που παθαίνω όταν πρέπει να συζητήσω πραγματικά θέματα με πραγματικούς ανθρώπους: προτίμησα να ακούσω. Άλλωστε, στη δουλειά μου έχω την ευκαιρία να ακούω τον εαυτό μου όσο θέλω, και περισσότερο.
*
Βγαίνοντας από το σπίτι της μάνας μου συνειδητοποίησα ότι ήμουνα βαριά ντυμένος. Αν πήγαινα σπίτι μου με τα πόδια θα έφτανα κάθιδρος, άρα και μίζερος και τσαντισμένος. Άδειοι οι δρόμοι. Στέκομαι στο σταυροδρόμι και γυρίζω απότομα πίσω: δύο τετράγωνα μακριά ένα
Ταξί.
Σηκώνω το χέρι, παραμερίζω, ανάβει αλάρμ. Πλησιάζει, σταματάει, μπαίνω μέσα, ξεκινάει. Και ο ταξιτζής με χαιρετάει
"Γεια σου, [Σραόσα]".
Αναγνωρίζω σχεδόν αμέσως το γέλιο. Ο συμμαθητής μου ο Ταρίφας. Με ρωτάει πού πάω, του λέω. Ανταλλάσσουμε νέα της τελευταίας οκταετίας. Με ρωτάει τι θα ψηφίσω. Του λέω. Ο Ταρίφας είναι του χώρου, δεν ψηφίζει. Όμως αυτή τη φορά θα ψηφίσει και θα το ρίξει ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μιλάμε μετά για δακρυγόνα. Το '91 είχαμε κατεβεί μαζί από την κατάληψη του Λυκείου στην πορεία και στην Πατησίων φάγαμε μπόλικα δακρυγόνα, αλλά "καραμέλες ήταν εκείνα σε σύγκριση με αυτά τα ισραηλινά". Μου λέει για τον γείτονα των νηπιακών μου χρόνων που ξαναβρήκα ως κνίτη στο Λύκειο και μετά ξανάχασα: γράφει στο Πριν. Ανταλλάσσουμε αριθμούς τηλεφώνου αυτή τη φορά. Μετά μιλάμε για αμάξια, φανατικοί με τα τογιότα και οι δύο.
Μιλάμε μετά για το σχολείο. Για μια φιλόλογο στην Α' Λυκείου που τον είχε αφήσει (μια απαίσια ήταν): αυτός της είχε μπει στα ίσια γιατί εκείνη δεν ήθελε να διδάξει την άθεη ιστορία του άθεου Σταυριανού, ο Ταρίφας διαμαρτυρήθηκε και κόπηκε στο μάθημα. Εγώ τότε το έπαιζα μικρός επιστήμων και της έμπαινα διπλωματικώς και με πείσμα: έκανα μεγάλη έρευνα στο σχολείο για τις αξίες και τον τρόπο ζωής των εφήβων (ξέρετε, με ερωτήσεις για σεξ, μπάφους, θεούς, κόμματα, μουσική και άλλα μπανάλ ταμπουδάκια της εποχής), εκείνη εξαγριώθηκε και με κάλεσε με τον κηδεμόνα μου στο γραφείο του Λύκου, όπου την ρεζίλεψα παριστάνοντας τον εκκολαπτόμενο. Όμως ξαφνικά, εκεί κολλημένος στο φανάρι, συνειδητοποίησα το προφανές: ο Ταρίφας, που τότε δεν ήταν ακόμα ταρίφας, που είχε και δίκιο και το θάρρος της γνώμης του, αλλά δεν τον κάλυπτε το βερνίκι του καλού μαθητή, πλήρωσε την άποψή του. Εγώ όχι.
Όταν ξανακατέβω θα τον πάρω κανα τηλέφωνο να πάμε για καμμιά μπύρα.
Αυτή η βόλτα στην Αθήνα μου φάνηκε σαν ταινία μικρού μήκους...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφο:)
Λόγω φωτός, μάλλον. :-)
Διαγραφήχαχα ναι λόγω φωτός:)
ΔιαγραφήΕχω ζήσει αρκετά εκτός Ελλάδος και ξέρω πόσο αλλάζει το φως...
γεια σου [Σραόσα], γράφεις με ψυχή
ΑπάντησηΔιαγραφήΒόλτα στην πανέμορφη Αθήνα και τις γωνιές της....πάρα πολύ όμορφο...καλημέρα! :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία βόλτα. Και για μένα που είμαι στο περιθώριο της Αθήνας ήταν και κάπως συγκινητική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌποιος προαιρείται ας μου εξηγήσει τη διαφορά Ανταρσύα-ΚΚΕ -με απλά λόγια, σαν να μιλάει σε ηλίθια που της φαίνονται τα δύο πολύ ίδια.
(από εκεί που είσαι δεν λέτε συνήθως "ανεβαίνω" στην Αθήνα;)
Από την Ασκληπιού κατεβαίνουμε στην Πατησίων, στάνταρ.
ΔιαγραφήΔε θέλω να αρχίσω να βρίζω το ΚΚΕ τώρα, προσβλέπω στο δημοσκοπικό 5% και (τουλάχιστον) αλλαγή φρουράς στην ηγεσία του, να δοκιμαστούν κι άλλες μούμιες.