Δικά μου γκομενικά κουβέντιασα μαζί του μία φορά. Ήμουν 25 ή 26 και μάλλον προβληματισμένος. Είχα πάει στην Ελλάδα και πήγαμε μαζί για ψώνια στον Σκλαβενίτη. Οικογενειακό αμάξι δεν υπήρξε ποτέ, με περηφάνεια δηλώνω ότι έμαθα (αναγκαστικά, λόγω έλλειψης συγκοινωνιών εδώ που είμαι) να οδηγώ στα 31. Φορτωθήκαμε τις σακούλες και πήραμε την ανηφόρα. Εγώ τότε με το ποδήλατο κυκλοφορούσα και είχα φτιάξει αντοχή, το 'παιζα λοιπόν δύναμη και φυσική κατάσταση κι έτρεχα μπροστά -- ναι, ναι: η γνωστή σαχλαμπούχλα των αρσενικών να ξεπεράσουν τον πατέρα τους. "Ώπα", μου λέει κάποια στιγμή, "στάση". Κάνουμε λοιπόν στάση ανάμεσα στα πεύκα. Μύριζε πεύκο, κατασκήνωση από πριν πάνω από μια δεκαετία. "Πώς πάει;", μου λέει. Το 'πώς πάει' είναι η πιο προσωπική ερώτηση που μπορεί να κάνει ο Αμπού-Σραόσα. Τον κοιτάω. Αφήνω κάτω τις σακούλες του Σκλαβενίτη, κάτι μπουκάλια τσούγκρισαν επικίνδυνα μεταξύ τους και κόλλησε χώμα στον πάτο τους. Με έπιασε ένα από αυτά που με πιάνουν ξαφνικά, ένα "γαμημένη αυτοκυριαρχία, γαμημένα πρωτόκολλα ασφαλείας -- τώρα θα τα πω όλα". Συνήθως διαρκεί καμμιά τριανταριά δευτερόλεπτα. Του λέω:
"Ρε πατέρα, καλά. Αλλά πρέπει να το πάρω απόφαση: μόνο με τρελές μπλέκω. Μόνο. Τρελές. Η μία πιο τρελή από την άλλη".
Με κοίταξε κινηματογραφικά, οριακώς επιτηδευμένα. Όταν συγχωρεθεί, θα θυμάμαι αυτό το βλέμμα, που ενδεχομένως προσπαθώ κάποτε να αναπαραγάγω αλλά δε με αφήνει η φυσιογνωμία και η ματιά μου: ένα βλέμμα που συνδυάζει τρυφερή αποστασιοποίηση και περιπαικτική συμπαράσταση, που είναι το σήμα καταπιεσμένης ενσυναίσθησης αλλά και η διακριτική σηματοδότηση μιας βαθιά ειρωνικής στάσης απέναντι στη ζωή. Κι ο δικός του πατέρας κοίταγε κάπως έτσι καμμιά φορά -- αλλά με περισσότερη θυμηδία: του παππού η ζωή τού φαινόταν κωμωδία, του πατέρα μου ένας Θεός ξέρει.
"Αυτό δεν είναι κακό, αν σου αρέσουν οι τρελές. Αρκεί να περνάς καλά. Να μην παιδεύεσαι."
Γέλασα, γέλασε. Έπιασα τον υπαινιγμό. Πήγα να σηκώσω τις σακούλες. Με ρώτησε αν την ήξερε. Του είπα πως δεν την ήξερε. Σήκωσα τις σακούλες. Τις σήκωσε κι αυτός και πήγαμε σπίτι.
Το ανέσυρα αυτό το περιστατικό τις προάλλες με αφορμή ακόμα ένα επεισόδιο πολυετούς σκηνικού από τον ευρύτερο επαγγελματικό μου χώρο: δύο μακρινοί (ευτυχώς) συνάδερφοι που μοιάζουνε πολύ κι ας μη γνωρίζονται. Και οι δύο τρελοκομεία. Τρελοκομεία κανονικά όμως: όχι "τρελές" που λέγαμε πριν, τρελές του έρωτα ή τρελές από έρωτα ή "τρελές" απλώς και μόνο γιατί δε χωράνε στα γατίσια ροζ κουστούμια που φοράει η πατριαρχία στις γυναίκες. Εδώ τώρα μιλάω για αντικοινωνικά στοιχεία με περιορισμένη και αποσπασματική επαφή με την πραγματικότητα, για ανθρώπους απορροφημένους από τις δουλειές και τα όποια επαγγελματικά τους επιτεύγματα. Για ανθρώπους που θα δημιουργήσουν φασαρία επειδή μπορούν κι επειδή, βεβαίως, κατέχουν την αλήθεια. Ωστόσο, ο μεν άντρας παραμένει για όλους σεβαστός συνομιλητής, αν και βίαιος, ανυπόφορος κι αποφευκτέος, αν γίνεται. Η γυναίκα, εξίσου ή λιγότερο τρελοκομείο, είναι απεναντίας μια μουρλοφεμινίστρια, η ενσάρκωση του παραλογισμού και του ακαταλόγιστου. Ό,τι και να πει είναι παλαβομάρα, πάει και τελείωσε.
Με αφορμή αυτούς τους δύο, αυτό το γκροτέσκο ντουέτο του οποίου το αρσενικό μέλος είναι στο απυρόβλητο, σκεφτόμουν πόσο εύκολο είναι να απαξιώσεις τη γυναικεία κρίση. Επιστρέφοντας στις υπέροχες τρελές της ζωής μου, μαζί με μία εκ των οποίων ζω, αυτές είναι γυναίκες παράφορες, αυθόρμητες, ενθουσιώδεις -- ή συνδυασμός των παραπάνω. Ακριβώς γι' αυτό κάθε μία από αυτές υπέστη έντονο πατρονάρισμα, ιδίως στον χώρο δουλειάς ή στον οικογενειακό κύκλο: η φιλαλήθεια, ο ενθουσιασμός, η παρρησία τους (ιδίως αυτή) τιμωρήθηκε και στηλιτεύθηκε επανειλημμένα. Καθεμιάς η γνώμη και οι αποφάσεις και η κρίση (λεπίδα κοφτερή, αν ρωτήσετε εμένα) απαξιώθηκαν γιατί 'παραλογιζόταν η καημένη'. Όταν δυσανασχετούσαν χρειάζονταν ψυχοφάρμακα, ενώ όταν ενθουσιάζονταν ήταν χαζοβιόλες και υπερβολικές. Προσωπικότητες στις οποίες ο αυθορμητισμός, το πνεύμα και η ανεξαρτησία συναντιούνται, περνιούνται για τρελές. Μέχρι κι εγώ κάθομαι και -- τόσα χρόνια μετά -- τις λέω τρελές και τα γράφω αυτά ενώ πρέπει να σηκωθώ αύριο στις εφτά το αργότερο για να πάω στη δουλειά.
Ας είναι, αυτές είναι γενναίες. Και ας τις λένε τρελές. Καλά κάνουν και τις λένε τρελές. Να ξεχωρίζουμε και ποια είναι ποια...
Η φωτογραφία είναι της murplejane.
καρα-λάηκ κ ευγε κ μπραβο κλπ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχ αυτοί οι μπαμπάδες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ πολύ ωραία σκέψη.
I P E R O X O apla.
ΑπάντησηΔιαγραφή(again, sorry gia ta greeklish, den exei elliinikos sto grafeio)
Τη δικιά μου τρελή σταμάτησα να τη λέω τρελή γιατί νευρίαζε επικίνδυνα. Εννοώ έσπαγε αγαπημένα μου πράγματα. Τελευταία, για άλλο λόγο, μου έσπασε το ούτι. Δεν ξέρω αν θα συνέχιζε να με τρελαίνει αν δεν ήταν τρελή. Για τον πατέρα μου δεν θα πω. Το ξέρω ότι δεν ρωτήθηκα. Συμπαθάτε με.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμενα μου συστήθηκε ως "εγώ είμαι τρελή". Είναι όπως ακριβώς περιγράφεις στην τελευταία παράγραφο, και θεωρώ πως με κορόιδεψε! Το πρόβλημα το έχουν όλοι οι άλλοι! Δεν είναι τρελή και με συναρπάζει πάντα!
ΑπάντησηΔιαγραφήLEKES