1.
'Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες' του Μούζιλ διαδραματίζεται το 1913. Είναι τεράστιο βιβλίο σε μέγεθος αλλά είναι σελίδα και απόλαυση. Απόλαυση όμως. Ξεκίνησα να το διαβάζω, δανεισμένο από δημοτική δανειστική βιβλιοθήκη, το 2001. Έφτασα μέχρι το κεφάλαιο ογδόντα κάτι, μετά ήρθε η ώρα να μετοικήσω και επέστρεψα το βιβλίο. Για χρόνια κυκλοφορούσα με το χαρτάκι που είχα σημειωμένο το κεφάλαιο στο οποίο σταμάτησα μέσα στο πορτοφόλι μου. Κάποια στιγμή απελπίστηκα (γενικά, σχετικά εύκολα απελπίζομαι) και πέταξα το χαρτάκι. Πριν βδομάδες, στη βιβλιοθήκη ενός γνωστού, βρήκα ένα αντίτυπο του Μούζιλ, ίδια ακριβώς έκδοση, κι αυτό από δανειστική βιβλιοθήκη με την ετικέτα ακόμα πάνω στην πρώτη λευκή σελίδα. Το δανείστηκα. Το ξαναδιαβάζω. Από την αρχή.
2.
Το 1995 ταξίδεψα για πρώτη φορά εκτός Ελλάδος, στη Γαλλία. Πιο πριν δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Μας μάζεψε το Συμβούλιο της Ευρώπης, μας πλήρωσε και τα έξοδα, πέντε φοιτητές από κάθε χώρα των Βαλκανίων, για να παρακολουθήσουμε μαθήματα για τον εθνικισμό, τις πολιτικές επιστήμες, τα Βαλκάνια, τις μειονότητες, την Ιστορία, τον εθνικισμό, πώς αποδομούμε πρακτικά τις ιδεολογίες κτλ. Κάποια μαθήματα ήταν εξαιρετικά: θυμάμαι ακόμα τη διάλεξη του Fethi Benslama, ένα μάθημα για τον ανταγωνισμό καισαρισμού και κοινοβουλευτισμού στη Γαλλία, μαθήματα ευρωπαϊκής ιστορίας.
Θυμάμαι βεβαίως και την αμηχανία των Γάλλων, είχανε μαζευτεί διάφοροι ιντελλεκτυέλ να δούνε τους εκπροσώπους του βαλκανικού τσίρκου, κάτι για το οποίο οι Έλληνες δυσανασχετούσαμε, ενώ οι Σλοβένοι επέμεναν ότι δεν είναι Βαλκάνιοι, κτλ. Είχε πλάκα ότι οι Γάλλοι ήθελαν να μιλάνε μόνο μαζί μας, τους Έλληνες, κάτι που δημιουργούσε αμηχανία.
Θυμάμαι και τη γενικευμένη ασχετοσύνη των διαφόρων ειδικών επί βαλκανικών θεμάτων: όσο ήμουν εκεί υπογράφτηκε η ενδιάμεση συμφωνία Ελλάδας και Δ. της Μακεδονίας, ενώ η πολιορκία του Σεράγιεβο τελείωνε, και να έχω δημοσιογράφο της Monde να λέει ότι αρχικά υποστήριζαν τους Σέρβους γιατί αυτούς ήξεραν αυτούς εμπιστεύονταν ή τη Ghislaine Glasson Deschaumes να επιμένει ότι υπάρχει ενδεχόμενο ένοπλης σύρραξης στην Τήνο και στη Σύρο (κάτι που προκαλούσε τρελή θυμηδία στην καθολική Τηνιακή της ελληνικής αποστολής) και άλλα πολλά.
Πιο πολύ θυμάμαι όμως τους ανθρώπους: τους κοντινούς μας Τούρκους και Μακεδόνες (είχαμε κολλήσει μεταξύ μας και κοροϊδεύαμε τους υπόλοιπους) να κάνουμε γλέντια μαζί, τους Αλβανούς (από πλούσια σόγια) κι ότι φαίνονταν πως μέχρι πριν τέσσερα χρόνια ζούσανε στο διάστημα ("en Albanie, nous avons maintenant du gouvernment local" -- κι εμείς χασκογελάγαμε), τους σιωπηλούς και μονόχνωτους Βούλγαρους και Ρουμάνους, τους χαβαλέδες γαμίκουλες Σέρβους και τους ψυχοπαθείς Κροάτες (τουλάχιστον οι Σέρβες κι οι Κροάτισσες ήτανε μια χαρά), τους γκάου Σλοβένους και τις τέσσερις Βόσνιες -- για τις οποίες δε θα πω τίποτα, γιατί τόση οδύνη σε τόσο νέους ανθρώπους ξαναείδα πάρα πολλά χρόνια μετά, στα πρόσωπα προσφύγων. Η γνωριμία με αυτούς τους ανθρώπους ήταν η πραγματικά μορφωτική εμπειρία.
3.
Το επόμενο καλοκαίρι, το τελευταίο πριν τη μετανάστευσή μου, ήρθε στην Ελλάδα ο Σλοβένος δημοσιογράφος από το τημ των Σλοβένων, συνοδευόμενος από μία λεπτεπίλεπτη κι εύθραυστη κοπελίτσα. Ήταν από αυτές τις αδύνατες αιθέριες εφηβικές υπάρξεις με ίσιο αχυρένιο μαλλί μέχρι τους ώμους, που δε με συγκινούν ιδιαιτέρως σα γυναίκες, ήτανε και μικρό. Πήγαμε για καφέ στα Εξάρχεια, ο δημοσιογράφος θαύμαζε την Αθήνα ("wow, man, it's so Balkan, so fucking Balkan, it's so cool, so relaxed" -- "fuck you, fucking Austrian peasant", του απαντούσα: ωραίες εποχές). Κι ενώ μυούνταν στον φραπέ, με ρωτάει η μικρή αιθέρια ύπαρξη, που φορούσε ένα σορτσάκι που δεν πέρασε απαρατήρητο, σκύβοντας δίπλα μου "πού μπορώ να παίξω σκάκι;"
Διότι το μικρό στάσου-μύγδαλα ήταν International Master στο σκάκι. Όχι Grand Master, μου είπε, International: μια σκάλα κάτω. Την πάω στο Πανελλήνιο. Μαζεύονται όλοι οι -ηντάρηδες εκεί γύρω μου "τι είναι αυτή;", "τι θέλει;", κοίταγαν την αρχή των ευφρόσυνων καμπυλών της κλεφτά κι αλλήθωρα και δίπλα από τους φακούς πρεσβυωπίας. Πάει να την παίξει μια παρτίδα ο ένας, τον κατατροπώνει σε μιάμιση ντουζίνα κινήσεις. Παραγγέλνω έναν καφέ και κάθομαι, ο δημοσιογράφος πάει να βρει τηλέφωνο να υπαγορεύσει το ρεπορτάζ του. Μέσα σε μία ωρίτσα έχει φάει λάχανο άλλους τρεις. Οι -ηντάρηδες με κοιτάνε με μίσος, νομίζουν ότι είναι γκόμενά μου και δεν έχω λόγο να τους διαψεύσω. Έρχεται ο μάστορας, παραγγέλνω σόδα, "πού τη βρήκες", μου λέει, του λέω, "ξέρει καλό", μου λέει, "International Master", του λέω, "μα είναι πολύ μικρή", μου λέει, "Δεκαεννιά", του λέω, "από πού είναι;", "Σλοβενία", "α, εκεί μαθαίνουνε μικροί". Μετά άρχισε να τους παίζει δύο-δύο τους -ηντάρηδες, τους ξεφτίλισε, αραίωνε η κίνηση στο μαγαζί. "Πάμε να βρούμε τον φίλο μας", της είπα. Της κέρασαν την πορτοκαλάδα και φύγαμε.
4.
Το 2005 ήρθε ένας συνάδερφος από την Αγγλία να συνεργαστούμε. Το βράδυ βγήκαμε για ποτά. "Τι πίνεις;", με ρώτησε. Μέχρι τότε έπινα κυρίως βότκα, τζιν τόνικ και single malt, αλλιώς κρασιά. Με ρώτησε αν μου αρέσει το μαρτίνι. Του απάντησα ότι δεν τρελαίνομαι για βερμούτ. Μου εξήγησε τι είναι και πώς φτιάχνεται. Εκείνο το βράδυ ήπια τέσσερα απανωτά. Σύντομα, η Ζ. μού πήρε σετ και ποτήρια για να φτιάχνω στο σπίτι. Μου έδωσε κι ο thas οδηγίες και τιπ, ξέρει αυτός. Έκτοτε, άμα πάω σε καλό, υποτίθεται, μπαρ έτσι το γραδάρω, από το μαρτίνι του. Που σημαίνει, φυσικά, ότι έχω πιει πολλές αηδίες στο μεταξύ. Και μπόμπες. Θυμάμαι την επική βραδιά που, μετά από τρία μαρτίνι-μπόμπα σε γνωστό μπαρ της Αθήνας κατεβαίνω σε τουαλέτα άλλου μπαρ, που δεν είναι πια μαζί μας, και ξερνάω ανελέητα. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί κάτω και έβλεπα θολά τα πλακάκια να περιστρέφονται γύρω μου (η μόνη φορά που όντως ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω μου, κι ας ήταν απλώς ειδικό εφέ), πάντως οι υπόλοιποι τρεις της παρέας πέρασαν ο καθένας με τη σειρά του και με απαλό χτύπημα στην πόρτα με ρώταγαν αν είμαι καλά. "Ναι, ναι, ναι", απαντούσα μεταξύ εμετών. Στο ταξί για το σπίτι επέδειξα τρανή αυτοκυριαρχία (από τις λίγες φορές που με ωφέλησε), κοιτώντας ποιητικά και μετέωρα τον δρόμο. Ακόμα, νομίζω, με κοροϊδεύουνε για εκείνη τη βραδιά.
5.
Όχι, παιδιά, ο έρωτας δεν είναι φυγή: είναι η βάση πάνω στην οποία εφαπτόμαστε στον κόσμο. Με τις όποιες συνέπειες.
'Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες' του Μούζιλ διαδραματίζεται το 1913. Είναι τεράστιο βιβλίο σε μέγεθος αλλά είναι σελίδα και απόλαυση. Απόλαυση όμως. Ξεκίνησα να το διαβάζω, δανεισμένο από δημοτική δανειστική βιβλιοθήκη, το 2001. Έφτασα μέχρι το κεφάλαιο ογδόντα κάτι, μετά ήρθε η ώρα να μετοικήσω και επέστρεψα το βιβλίο. Για χρόνια κυκλοφορούσα με το χαρτάκι που είχα σημειωμένο το κεφάλαιο στο οποίο σταμάτησα μέσα στο πορτοφόλι μου. Κάποια στιγμή απελπίστηκα (γενικά, σχετικά εύκολα απελπίζομαι) και πέταξα το χαρτάκι. Πριν βδομάδες, στη βιβλιοθήκη ενός γνωστού, βρήκα ένα αντίτυπο του Μούζιλ, ίδια ακριβώς έκδοση, κι αυτό από δανειστική βιβλιοθήκη με την ετικέτα ακόμα πάνω στην πρώτη λευκή σελίδα. Το δανείστηκα. Το ξαναδιαβάζω. Από την αρχή.
2.
Το 1995 ταξίδεψα για πρώτη φορά εκτός Ελλάδος, στη Γαλλία. Πιο πριν δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Μας μάζεψε το Συμβούλιο της Ευρώπης, μας πλήρωσε και τα έξοδα, πέντε φοιτητές από κάθε χώρα των Βαλκανίων, για να παρακολουθήσουμε μαθήματα για τον εθνικισμό, τις πολιτικές επιστήμες, τα Βαλκάνια, τις μειονότητες, την Ιστορία, τον εθνικισμό, πώς αποδομούμε πρακτικά τις ιδεολογίες κτλ. Κάποια μαθήματα ήταν εξαιρετικά: θυμάμαι ακόμα τη διάλεξη του Fethi Benslama, ένα μάθημα για τον ανταγωνισμό καισαρισμού και κοινοβουλευτισμού στη Γαλλία, μαθήματα ευρωπαϊκής ιστορίας.
Θυμάμαι βεβαίως και την αμηχανία των Γάλλων, είχανε μαζευτεί διάφοροι ιντελλεκτυέλ να δούνε τους εκπροσώπους του βαλκανικού τσίρκου, κάτι για το οποίο οι Έλληνες δυσανασχετούσαμε, ενώ οι Σλοβένοι επέμεναν ότι δεν είναι Βαλκάνιοι, κτλ. Είχε πλάκα ότι οι Γάλλοι ήθελαν να μιλάνε μόνο μαζί μας, τους Έλληνες, κάτι που δημιουργούσε αμηχανία.
Θυμάμαι και τη γενικευμένη ασχετοσύνη των διαφόρων ειδικών επί βαλκανικών θεμάτων: όσο ήμουν εκεί υπογράφτηκε η ενδιάμεση συμφωνία Ελλάδας και Δ. της Μακεδονίας, ενώ η πολιορκία του Σεράγιεβο τελείωνε, και να έχω δημοσιογράφο της Monde να λέει ότι αρχικά υποστήριζαν τους Σέρβους γιατί αυτούς ήξεραν αυτούς εμπιστεύονταν ή τη Ghislaine Glasson Deschaumes να επιμένει ότι υπάρχει ενδεχόμενο ένοπλης σύρραξης στην Τήνο και στη Σύρο (κάτι που προκαλούσε τρελή θυμηδία στην καθολική Τηνιακή της ελληνικής αποστολής) και άλλα πολλά.
Πιο πολύ θυμάμαι όμως τους ανθρώπους: τους κοντινούς μας Τούρκους και Μακεδόνες (είχαμε κολλήσει μεταξύ μας και κοροϊδεύαμε τους υπόλοιπους) να κάνουμε γλέντια μαζί, τους Αλβανούς (από πλούσια σόγια) κι ότι φαίνονταν πως μέχρι πριν τέσσερα χρόνια ζούσανε στο διάστημα ("en Albanie, nous avons maintenant du gouvernment local" -- κι εμείς χασκογελάγαμε), τους σιωπηλούς και μονόχνωτους Βούλγαρους και Ρουμάνους, τους χαβαλέδες γαμίκουλες Σέρβους και τους ψυχοπαθείς Κροάτες (τουλάχιστον οι Σέρβες κι οι Κροάτισσες ήτανε μια χαρά), τους γκάου Σλοβένους και τις τέσσερις Βόσνιες -- για τις οποίες δε θα πω τίποτα, γιατί τόση οδύνη σε τόσο νέους ανθρώπους ξαναείδα πάρα πολλά χρόνια μετά, στα πρόσωπα προσφύγων. Η γνωριμία με αυτούς τους ανθρώπους ήταν η πραγματικά μορφωτική εμπειρία.
3.
Το επόμενο καλοκαίρι, το τελευταίο πριν τη μετανάστευσή μου, ήρθε στην Ελλάδα ο Σλοβένος δημοσιογράφος από το τημ των Σλοβένων, συνοδευόμενος από μία λεπτεπίλεπτη κι εύθραυστη κοπελίτσα. Ήταν από αυτές τις αδύνατες αιθέριες εφηβικές υπάρξεις με ίσιο αχυρένιο μαλλί μέχρι τους ώμους, που δε με συγκινούν ιδιαιτέρως σα γυναίκες, ήτανε και μικρό. Πήγαμε για καφέ στα Εξάρχεια, ο δημοσιογράφος θαύμαζε την Αθήνα ("wow, man, it's so Balkan, so fucking Balkan, it's so cool, so relaxed" -- "fuck you, fucking Austrian peasant", του απαντούσα: ωραίες εποχές). Κι ενώ μυούνταν στον φραπέ, με ρωτάει η μικρή αιθέρια ύπαρξη, που φορούσε ένα σορτσάκι που δεν πέρασε απαρατήρητο, σκύβοντας δίπλα μου "πού μπορώ να παίξω σκάκι;"
Διότι το μικρό στάσου-μύγδαλα ήταν International Master στο σκάκι. Όχι Grand Master, μου είπε, International: μια σκάλα κάτω. Την πάω στο Πανελλήνιο. Μαζεύονται όλοι οι -ηντάρηδες εκεί γύρω μου "τι είναι αυτή;", "τι θέλει;", κοίταγαν την αρχή των ευφρόσυνων καμπυλών της κλεφτά κι αλλήθωρα και δίπλα από τους φακούς πρεσβυωπίας. Πάει να την παίξει μια παρτίδα ο ένας, τον κατατροπώνει σε μιάμιση ντουζίνα κινήσεις. Παραγγέλνω έναν καφέ και κάθομαι, ο δημοσιογράφος πάει να βρει τηλέφωνο να υπαγορεύσει το ρεπορτάζ του. Μέσα σε μία ωρίτσα έχει φάει λάχανο άλλους τρεις. Οι -ηντάρηδες με κοιτάνε με μίσος, νομίζουν ότι είναι γκόμενά μου και δεν έχω λόγο να τους διαψεύσω. Έρχεται ο μάστορας, παραγγέλνω σόδα, "πού τη βρήκες", μου λέει, του λέω, "ξέρει καλό", μου λέει, "International Master", του λέω, "μα είναι πολύ μικρή", μου λέει, "Δεκαεννιά", του λέω, "από πού είναι;", "Σλοβενία", "α, εκεί μαθαίνουνε μικροί". Μετά άρχισε να τους παίζει δύο-δύο τους -ηντάρηδες, τους ξεφτίλισε, αραίωνε η κίνηση στο μαγαζί. "Πάμε να βρούμε τον φίλο μας", της είπα. Της κέρασαν την πορτοκαλάδα και φύγαμε.
4.
Το 2005 ήρθε ένας συνάδερφος από την Αγγλία να συνεργαστούμε. Το βράδυ βγήκαμε για ποτά. "Τι πίνεις;", με ρώτησε. Μέχρι τότε έπινα κυρίως βότκα, τζιν τόνικ και single malt, αλλιώς κρασιά. Με ρώτησε αν μου αρέσει το μαρτίνι. Του απάντησα ότι δεν τρελαίνομαι για βερμούτ. Μου εξήγησε τι είναι και πώς φτιάχνεται. Εκείνο το βράδυ ήπια τέσσερα απανωτά. Σύντομα, η Ζ. μού πήρε σετ και ποτήρια για να φτιάχνω στο σπίτι. Μου έδωσε κι ο thas οδηγίες και τιπ, ξέρει αυτός. Έκτοτε, άμα πάω σε καλό, υποτίθεται, μπαρ έτσι το γραδάρω, από το μαρτίνι του. Που σημαίνει, φυσικά, ότι έχω πιει πολλές αηδίες στο μεταξύ. Και μπόμπες. Θυμάμαι την επική βραδιά που, μετά από τρία μαρτίνι-μπόμπα σε γνωστό μπαρ της Αθήνας κατεβαίνω σε τουαλέτα άλλου μπαρ, που δεν είναι πια μαζί μας, και ξερνάω ανελέητα. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί κάτω και έβλεπα θολά τα πλακάκια να περιστρέφονται γύρω μου (η μόνη φορά που όντως ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω μου, κι ας ήταν απλώς ειδικό εφέ), πάντως οι υπόλοιποι τρεις της παρέας πέρασαν ο καθένας με τη σειρά του και με απαλό χτύπημα στην πόρτα με ρώταγαν αν είμαι καλά. "Ναι, ναι, ναι", απαντούσα μεταξύ εμετών. Στο ταξί για το σπίτι επέδειξα τρανή αυτοκυριαρχία (από τις λίγες φορές που με ωφέλησε), κοιτώντας ποιητικά και μετέωρα τον δρόμο. Ακόμα, νομίζω, με κοροϊδεύουνε για εκείνη τη βραδιά.
5.
Όχι, παιδιά, ο έρωτας δεν είναι φυγή: είναι η βάση πάνω στην οποία εφαπτόμαστε στον κόσμο. Με τις όποιες συνέπειες.
:* hlekrtonika filia dexeste?
ΑπάντησηΔιαγραφή