Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

... flânerie, flânerie chérie



στον Γ. και στον Σ., βεβαίως

Μεταξύ 12 και 17 ένα από τα χόμπι μου ήτανε να περπατάω. Το 'και 17' είναι κάπως παραπειστικό: ακόμα αγαπώ το περπάτημα, ιδίως με παρέα. Απλώς στα 17 ανακάλυψα τη ζωντανή μουσική, αγάπησα τον καφέ και άρχισα να ανέχομαι τη γεύση της μπύρας. Η μπύρα ήτανε φτηνή, γι' αυτό την πίναμε, αλλά, με εξαίρεση τη stout, τις βέλγικες και τις τσέχικες, δεν τη συμπάθησα ποτέ. Έτσι όταν έπιασα δουλειά, ως φοιτητής, άρχισα τα οινοπνεύματα. Το κρασί το έμαθα στην Αγγλία, πίνοντας ανακούρκουδα πίσω από την μπάρα τα σώσματα που άφηναν στα μπουκάλια οι κυριλέ πελάτες του μπιστρό στο οποίο δούλεψα για λίγο.

Με παρέα μπορώ να περπατήσω πολύ. Υπάρχει η θρυλική βόλτα με τον φίλο μου τον Γιώργο (τον ur-Γιώργο, μετά η μεγάλη πλειοψηφία φίλων που ακολούθησε επίσης λέγονται 'Γιώργος'): φύγαμε από το Μαρούσι, εκεί όπου σήμερα είναι η Νερατζιώτισσα και το υπερ-αυθαίρετο, το Μωλ, και περπατήσαμε μέχρι τον Πειραιά, όπου χαθήκαμε στην Πειραϊκή και στο τέλος μας γλύτωσε το 040. Το 040 των φτωχών, που σε πάει σχεδόν σπίτι σου. Είχαμε να το λέμε χρόνια. Επειδή ο Γιώργος θα γινόταν αρχιτέκτονας, πηγαίναμε στο Ψυχικό, στην Πολιτεία, στο Κεφαλάρι, στην Πεύκη, στο πίσω μέρος του Μαρουσιού (μέσα από μια Μεσογείων, όχι τη λεωφόρο, προς μια άχαρη περιοχή που λεγόταν Μελίσσια), στο Χαλάνδρι (που βαριόμουν) και χαζεύαμε σπίτια: μας κοίταζαν οι κάτοικοι με θυμηδία.

Και βεβαίως, ατέλειωτοι περίπατοι στην Αθήνα. Στην Αθήνα περπατούσα κυρίως μόνος και πάντα με κάποιον προορισμό, πολλές φορές εικονικό. Θυμάμαι την έκπληξη όταν αντίκρυσα το τέρμα Πατησίων, νόμισα ότι ήμουνα σε ξένη χώρα. Πόσο καθωσπρέπει μού φαινόταν το Παγκράτι. Να χάνομαι στα Πατήσια. Πόσο εξωτική και μουντή μού φαινόταν η Αχαρνών. Τα σπίτια της Φυλής, με κόσμο να μπαινοβγαίνει αδιάκοπα. Η Ευριπίδου τότε. Η Κυψέλη (και του Βακαλόπουλου, που τότε διάβαζα αδιαλείπτως). Η Σωκράτους και η Αθηνάς της σαββατιάτικης βόλτας για σουβλάκια, η αποφορά φρεσκοσφαγμένων πτωμάτων στην Αγορά (για να φτάσεις στο μαγειρείο). Ο μεσευρωπαϊκός αρχιτεκτονικά Νέος Κόσμος (Οβρένοβιτς, Κριναγόρου, Τσιγάντε!). Κάτι αξιοζήλευτες γωνιές στους Αμπελοκήπους, τα αλλόκοτα μαγαζιά (κουμπιά, βαφτιστικά, καλλυντικά μόνο χονδρική) του άρτι ανακηρυχθέντος 'ιστορικού τριγώνου' και η Πλάκα που δε χόρταινα, μέχρι τα εξωπραγματικά Αναφιώτικα. Έγραφε ο Τσαγκαρουσιάνος στο 01 για την Αθήνα, έπιανα κι έκοβα τα άρθρα και τα φύλαγα.

Στο Πανεπιστήμιο έκανα έναν ακριβώς φίλο: τον Σ. Ο Σ. δεν ήταν Αθηναίος και δεν ξέρω πόσες φορές θα είχαμε παίξει ξύλο για τη χλεύη που έτρωγε από μένα γι' αυτόν τον λόγο, αν δεν ήτανε ζεν. Γιατί είναι ζεν. Φίλοι γίναμε γιατί είχαμε παρομοίως παγετικό χιούμορ. Κι ακούγαμε παρόμοιες μουσικές. Κι εγώ ήμουν συνέχεια τσαντισμένος και ερωτευμένος και μελαγχολικός και υπερενθουσιώδης και γέλαγα σαν κλάξον νταλίκας -- ενώ αυτός ήτανε ζεν. Και είναι ζεν. Επειδή δεν ήταν από Αθήνα, ζούσε μόνος του, αντίθετα μ' εμένα που δεν κατάλαβα φοιτητιλίκι γιατί έμενα στο πατρικό μου. Θυμάμαι που πήγαινα σπίτι του να διαβάζουμε για την εξεταστική και καταλήγαμε να μιλάμε για Ντοστογιέφσκι και γυναίκες, τις εξής δύο, μέχρι τις πέντε το πρωί. Καμμιά φορά αυτοσαρκαζόμασταν (έτσι λεγότανε το αυτοτρολάρισμα τότες) και λέγαμε ότι είμαστε χάλια, ότι είμαστε σα φοιτητές που βγήκαν από την Αργώ και την Αστροφεγγιά. Ναι, για τέτοια χάλια μιλάμε.

Ο Σ. πήρε την εκδίκησή του για όλη την κοροϊδία που είχε υποστεί επειδή δεν ήταν Αθηναίος. Με πηγαίνει μια μέρα στην οδό Τσόχα 39, πίσω από το γήπεδο της Λεωφόρου, περί τα 1000 μέτρα από το πατρικό μου, όπως πετάει το σαρκοβόρο αθηναϊκό περιστέρι που τσιμπολογάει κομματάκια γύρο. Είχα περάσει από εκεί γύρω αμέτρητες φορές, αμέτρητες. Αυτό που είχε στο 39, βυθισμένο κάμποσα μέτρα κάτω από το επίπεδο του δρόμου δεν το ήξερα. Ήταν όμορφα κι αλλόκοτα. Σαν κάποιος να είχε φέρει ένα κομμάτι του Μοναστηριού της Καισαριανής και να το είχε μπήξει μέσα στον αστικό ιστό. Ο Σ. δεν είπε τίποτα εκτός από ένα "να, ρε μαλλάκα Αθηναίε, να κάτι που δεν ήξερες". Παραδέχτηκα την ήττα μου (κι αισθάνθηκα πολύ άσχημα που υπήρξα τόσο μαλλάκας απέναντί του, αλλά -- είπαμε -- η ενοχή είναι ευτελής). Καθήσαμε λοιπόν εκεί. Εκείνος θα έφευγε για Βιέννη (ναι, είναι τόσο ζεν, που επιβίωσε στη Βιέννη), εγώ για Αγγλία, αν θα κατάφερνα να πάρω την υποτροφία, έψαχνα κάποια δουλίτσα. Μου είπε ότι η Αθήνα είναι πολύ καινούργια πόλη και ότι εκεί, σε μια εκκλησία του 11ου αιώνα χτισμένη πάνω σε έναν ναό της Αφροδίτης, είχαμε την ευκαιρία να καθήσουμε όπου είχαν καθήσει βυζαντινοί Αθηναίοι. Λάθος έκανε τελικά: απόψε έμαθα ότι το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων είχε αναστηλωθεί μόλις το 1957.

Συνεχίζω να αγαπώ το περπάτημα. Όταν το '97 μετακόμισα στην αγγλική επαρχία κι εγκλωβίστηκα σε αυτήν, προσπάθησα να το υποκαταστήσω με το ποδήλατο. Στη Λευκωσία επίσης το έριξα στο περπάτημα, καταλήγοντας να μάθω την παλιά πόλη σαν ντόπιος και καλύτερα. Όμως γρήγορα το έκοψα το σπορ αφού
"η πόλη είναι ασφυκτικά ζωσμένη από το κυκλικό τείχος της και, επιπρόσθετα, αφύσικα φραγμένη από την πράσινη γραμμή: ένα τυπογραφημένο Θ, στα δύο μάτια του οποίου χάνεσαι, στριμώχνεσαι και απ’ όπου τελικά εκδιώκεσαι, αφού κάθε ‘παράλληλος’ δρόμος μέσα στην πόλη αποτελεί χορδή του κύκλου που το τείχος ορίζει.
Καμμιά φορά, αν βρεθώ σε καμμιά ξένη πόλη, αφήνομαι να χαθώ περπατώντας. Στο κάτω κάτω, υπάρχει πια και το τζι-πι-ές. Η χαρά της πόλης είναι στους δρόμους της και στο να έχεις κάπου μέσα και ήσυχα να πας μετά, να σταθείς πίσω από το τζάμι και να αναλογιστείς τις βασικές διαδρομές της ζωής σου, τις όμορφες παρακάμψεις (εικόνα των οποίων και σύμβολο θα είναι πάντοτε το Begijnhof, ένας μικρόκοσμος πίσω από μια χαμηλή πόρτα, για όσους έχουνε πάει στο Άμστερνταμ), τις πορείες που δεν άφησες ίχνος αλλά σου άφησαν ίχνος, τα μικρά πήγαιν'-έλα, κάτι ασήμαντα, λες: δρόμους και παγκάκια και πεζούλια και μονοπάτια του Στρέφη και του Λυκαβηττού και του Καρέα, σημεία στο Φάληρο και καφετέριες στην Πετρούπολη, στη Δραπετσώνα, στο κέντρο και στις συνοικίες. Κι όλες τις πόλεις, ορατές τε και αόρατες, που κατοίκησες για λίγο, σε ξενοδοχεία και δωμάτια και σπίτια και εστίες. Και κοιτάς πέρα από το μπαλκόνι σου, προς τις ζωές των άλλων, τα μέσα και τα ήσυχα των άλλων, κοιτάς και τον δρόμο ξανά.

Η εικονογράφηση μια ιδέα της murplejane από την ταινία Un homme qui dort.

GatheRate

9 σχόλια:

  1. Τσόχα 32. Δυόμιση χρόνια. Απ΄τα 20 στα 22 μου. Με ξανάστειλες πίσω, άντε να ξαναβρώ δρόμο τώρα

    ΚΚΜ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ε, το κλασσικό, που διάβαζα για χρόνια κάθε φορά που κατέβαινα τη Χαριλάου Τρικούπη, πάνω στον τοίχο του κέντρου Al andar: "caminante, no hay camino, se hace camino al andar".

      Διαγραφή
  2. το περπατημα, στην πολη ή στην υπαιθρο, ειναι το πιο γλυκο ξεπατωμα που μπορει να υποστει το ανθρωπινο σωμα. αυτο και ισως το σεξ (για μερικους).

    ωραιο αρθρακι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σεξ, περπάτημα, κολύμπι -- όπως λεν κι οι Κρητικοί "τ' αρεσούμενο του ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου".

      Διαγραφή
  3. Όμορφο και νοσταλγικό κείμενο, μ'αρέσει πολύ να σε διαβάζω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. κατάλαβα ποιος είναι ο Σ.! και ναι, για το περπάτημα, ναι, ναι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή