Λένε ότι η Λάρισα συναγωνίζεται το Ηράκλειο για τον τίτλο της πιο άσχημης πόλης στην Ελλάδα. Από το Ηράκλειο του 1993, τη μόνη μου φορά εκεί, θυμάμαι την Ντάπια του Μαρτινέγκου, κάτι άθλια γύψινα αγάλματα σε νεοπλουτίστικα διώροφα, τα Λιοντάρια, τη Λότζια, κυκλοφοριακό χάος, τον Άγιο Τίτο, οδούς με ονόματα αριθμούς (χρονολογίες, όχι νιουγιόρκ), τον Μασταμπά. Τη δεύτερη μέρα μου, στον δρόμο για την Κνωσσό, με έπιασε γερή διάρροια. Έμεινα στο κρεβάτι παραληρώντας με πυρετό, αφυδατωμένος και με ρίγη για τις επόμενες τρεις ή τέσσερις μέρες, μέχρι που πήρα το βαπόρι για τον Πειραιά.
Τη Λάρισα την ξέρω κάπως καλύτερα. Πήγαινα κι έμενα για βδομάδες τα καλοκαίρια με τους θείους μου, πρώην Gastarbeiter που είχαν επιστρέψει στην πατρίδα. Μου άρεσε πολύ να κάνω παρέα με τους ξαδέρφους μου: μιλάγαμε για Φυσική, για Αστρονομία (μέγα πάθος έκτοτε), για Χημεία, για Βιολογία, πώς χαϊδεύεις τα κορίτσια πίσω από το αυτί και κάνουνε σα γατούλες. Ακούγαμε μουσική που δεν είχαμε στο σπίτι μου (οι δικοί μου διέθεταν κλασσική, χατζιδακοθεοδωράκηδες και 'πραγματικά λαϊκά': Μπιθικώτση, Διονυσίου, Χιώτη...). Πηγαίναμε βόλτες με τα πόδια, μέχρι τον Πηνειό, το πρώτο πραγματικό ποτάμι που αντίκρυσα. Τρώγαμε τα φαγητά της θείας μου, που ήτανε νόστιμα και σε πελώριες μερίδες. Τις πατάτες τις τηγάνιζε σε μια φριτέζα που είχε φέρει από τη Γερμανία (μου τρέχουνε τα σάλια).
Ο αδερφός της μάνας μου είχε αγοράσει χονδρική το στοκ κάποιου δισκάδικου που είχε κλείσει χρόνια πριν. Για χρόνια το είχε στιβαγμένο σε κούτες στο ισόγειο του σπιτιού του, εκεί όπου είχε μια μικρή βιοτεχνία βρεφικών και παιδικών ρούχων. Όταν πήγαινα να μείνω μαζί τους για βδομάδες τα καλοκαίρια, βοηθούσα κι εγώ στη βιοτεχνία: πέρναγα ετικέτες στα ρουχαλάκια με το πιστολάκι, δίπλωνα 'σωστά' και συσκεύαζα τα ρούχα. Κάναμε και ταξίδια για δουλειές, γυρνάγαμε την Κεντρική Μακεδονία και δειγματίζαμε σε διάφορα μαγαζιά. Έτσι έφτασα στην Κρύα Βρύση και στη Βέροια· έξω από την Κρύα Βρύση καταλήξαμε σε αρδευτικό χαντάκι σε αργή κίνηση: τα φρένα του αμαξιού έπιασαν (το αμάξι ζει ακόμα, γιατί είναι γερμανικό) αλλά η πρόσφυση στο οδόστρωμα ήταν παγοδρομίου. Μας ρυμούλκησε ένα τρακτέρ, δειγματίσαμε σε μαγαζιά της Κρύας Βρύσης, μετά φάγαμε σαν αγάδες σε ένα ποντιακό σπίτι. Στη διαδρομή οι θείοι κουτσομπόλευαν (μάλλον) στα γερμανικά, εγώ στο πίσω κάθισμα με τον ένα ξάδερφο προσπαθούσαμε να πιάσουμε λέξεις. Μία θυμάμαι: zwanzig. Σε ένα άλλο ταξίδι πρωτοαντίκρυσα τη μαγική και μακρινή Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε σκονισμένη και πολύβουη -- κι ας μεγάλωσα στην Αθήνα.
Οι δουλειές μάλλον πήγαιναν καλά και ο θείος αποφάσισε να ξεφορτωθεί το στοκ από το δισκάδικο, που συστεγαζόταν με κοπτικές, ραπτομηχανές, ύφασμα και σχεδόν έφραζε τον δρόμο προς την τουαλέτα. Το στοκ μάλλον δεν πουλιότανε με τίποτα και ανοίξαμε τις κούτες. Μου είπανε να διαλέξω ό,τι θέλω. Σχεδόν δεν πίστευα στην τύχη μου: τζάμπα δίσκοι! Ήμουν γύρω στα 12 τότε και οι δίσκοι ήτανε για τα πλούσια παιδιά, εμείς βολευόμασταν με γραμμένες κασέτες, καμμιά φορά από το ράδιο (267, 344). Προς μεγάλη μου απογοήτευση, όλοι οι δίσκοι ήταν εντελώς άγνωστα σ' εμένα κι εμπορικότατα ελληνικά και μόνον της δεκαετίας του '70. Δεν υπήρχανε καθόλου έντεχνα και καθόλου μα καθόλου ξένα. Θυμάμαι να κοιτάζω με μίσος έναν δίσκο που λεγόταν "Ω, τι κόσμος, μπαμπά!". Απογοήτευση. Από κι εγώ δε θυμάμαι πόσες και πόσες κούτες πήρα 3-4 δίσκους, ένας από αυτούς ήτανε κάτι χρυσές επιτυχίες του '73, εκεί.
Τον δίσκο με τις χρυσές επιτυχίες τον πρωτοάκουσα όταν γύρισα στην Αθήνα. Δύο τραγούδια μού έμειναν από εκεί μέσα. Το ένα ήτανε το 'ο Χάρος βγήκε παγανιά': με ξένιζε αυτή η περίεργη κιθάρα στην εισαγωγή (ναι, μεγάλωσα σε σπίτι χωρίς ροκενρόλ) και η λέξη 'ανεμοζάλη'. Το τραγούδι όμως που μού κόλλησε από εκεί μέσα και το άκουγα ξανά και ξανά ήτανε το 'ιστορία μου αμαρτία μου'. Στιχουργικά δε μου άρεσε, αλλά με τράβαγαν ανεξήγητα και πολύ δυνατά η φωνή κι η ερμηνεία. Το έγραψα και σε κασέτα, το μόνο από όλον τον δίσκο, και βεβαίως ήταν άσχετο με τα υπόλοιπα τραγούδια της κασέτας. Εκείνη την εποχή, ή λίγο μετά, βγήκε και 'ο κοντός με τη γραβάτα', αργότερα 'οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες' και το Μέγαρο με τον παίδαρο.
Για μένα η ερμηνεία του 'ιστορία μου αμαρτία μου' είναι εκεί ψηλα μαζί με το 'σε βλέπω στο ποτήρι μου', το 'αν είναι η αγάπη αμαρτία' και το 'πρώτη φορά' (και το 'θέλω κοντά σου να μείνω', αλλά αυτό το ντρέπομαι).
Ο θείος πέθανε πολύ πρόωρα το '92.
Τη Λάρισα την ξέρω κάπως καλύτερα. Πήγαινα κι έμενα για βδομάδες τα καλοκαίρια με τους θείους μου, πρώην Gastarbeiter που είχαν επιστρέψει στην πατρίδα. Μου άρεσε πολύ να κάνω παρέα με τους ξαδέρφους μου: μιλάγαμε για Φυσική, για Αστρονομία (μέγα πάθος έκτοτε), για Χημεία, για Βιολογία, πώς χαϊδεύεις τα κορίτσια πίσω από το αυτί και κάνουνε σα γατούλες. Ακούγαμε μουσική που δεν είχαμε στο σπίτι μου (οι δικοί μου διέθεταν κλασσική, χατζιδακοθεοδωράκηδες και 'πραγματικά λαϊκά': Μπιθικώτση, Διονυσίου, Χιώτη...). Πηγαίναμε βόλτες με τα πόδια, μέχρι τον Πηνειό, το πρώτο πραγματικό ποτάμι που αντίκρυσα. Τρώγαμε τα φαγητά της θείας μου, που ήτανε νόστιμα και σε πελώριες μερίδες. Τις πατάτες τις τηγάνιζε σε μια φριτέζα που είχε φέρει από τη Γερμανία (μου τρέχουνε τα σάλια).
Ο αδερφός της μάνας μου είχε αγοράσει χονδρική το στοκ κάποιου δισκάδικου που είχε κλείσει χρόνια πριν. Για χρόνια το είχε στιβαγμένο σε κούτες στο ισόγειο του σπιτιού του, εκεί όπου είχε μια μικρή βιοτεχνία βρεφικών και παιδικών ρούχων. Όταν πήγαινα να μείνω μαζί τους για βδομάδες τα καλοκαίρια, βοηθούσα κι εγώ στη βιοτεχνία: πέρναγα ετικέτες στα ρουχαλάκια με το πιστολάκι, δίπλωνα 'σωστά' και συσκεύαζα τα ρούχα. Κάναμε και ταξίδια για δουλειές, γυρνάγαμε την Κεντρική Μακεδονία και δειγματίζαμε σε διάφορα μαγαζιά. Έτσι έφτασα στην Κρύα Βρύση και στη Βέροια· έξω από την Κρύα Βρύση καταλήξαμε σε αρδευτικό χαντάκι σε αργή κίνηση: τα φρένα του αμαξιού έπιασαν (το αμάξι ζει ακόμα, γιατί είναι γερμανικό) αλλά η πρόσφυση στο οδόστρωμα ήταν παγοδρομίου. Μας ρυμούλκησε ένα τρακτέρ, δειγματίσαμε σε μαγαζιά της Κρύας Βρύσης, μετά φάγαμε σαν αγάδες σε ένα ποντιακό σπίτι. Στη διαδρομή οι θείοι κουτσομπόλευαν (μάλλον) στα γερμανικά, εγώ στο πίσω κάθισμα με τον ένα ξάδερφο προσπαθούσαμε να πιάσουμε λέξεις. Μία θυμάμαι: zwanzig. Σε ένα άλλο ταξίδι πρωτοαντίκρυσα τη μαγική και μακρινή Θεσσαλονίκη, μου φάνηκε σκονισμένη και πολύβουη -- κι ας μεγάλωσα στην Αθήνα.
Οι δουλειές μάλλον πήγαιναν καλά και ο θείος αποφάσισε να ξεφορτωθεί το στοκ από το δισκάδικο, που συστεγαζόταν με κοπτικές, ραπτομηχανές, ύφασμα και σχεδόν έφραζε τον δρόμο προς την τουαλέτα. Το στοκ μάλλον δεν πουλιότανε με τίποτα και ανοίξαμε τις κούτες. Μου είπανε να διαλέξω ό,τι θέλω. Σχεδόν δεν πίστευα στην τύχη μου: τζάμπα δίσκοι! Ήμουν γύρω στα 12 τότε και οι δίσκοι ήτανε για τα πλούσια παιδιά, εμείς βολευόμασταν με γραμμένες κασέτες, καμμιά φορά από το ράδιο (267, 344). Προς μεγάλη μου απογοήτευση, όλοι οι δίσκοι ήταν εντελώς άγνωστα σ' εμένα κι εμπορικότατα ελληνικά και μόνον της δεκαετίας του '70. Δεν υπήρχανε καθόλου έντεχνα και καθόλου μα καθόλου ξένα. Θυμάμαι να κοιτάζω με μίσος έναν δίσκο που λεγόταν "Ω, τι κόσμος, μπαμπά!". Απογοήτευση. Από κι εγώ δε θυμάμαι πόσες και πόσες κούτες πήρα 3-4 δίσκους, ένας από αυτούς ήτανε κάτι χρυσές επιτυχίες του '73, εκεί.
Τον δίσκο με τις χρυσές επιτυχίες τον πρωτοάκουσα όταν γύρισα στην Αθήνα. Δύο τραγούδια μού έμειναν από εκεί μέσα. Το ένα ήτανε το 'ο Χάρος βγήκε παγανιά': με ξένιζε αυτή η περίεργη κιθάρα στην εισαγωγή (ναι, μεγάλωσα σε σπίτι χωρίς ροκενρόλ) και η λέξη 'ανεμοζάλη'. Το τραγούδι όμως που μού κόλλησε από εκεί μέσα και το άκουγα ξανά και ξανά ήτανε το 'ιστορία μου αμαρτία μου'. Στιχουργικά δε μου άρεσε, αλλά με τράβαγαν ανεξήγητα και πολύ δυνατά η φωνή κι η ερμηνεία. Το έγραψα και σε κασέτα, το μόνο από όλον τον δίσκο, και βεβαίως ήταν άσχετο με τα υπόλοιπα τραγούδια της κασέτας. Εκείνη την εποχή, ή λίγο μετά, βγήκε και 'ο κοντός με τη γραβάτα', αργότερα 'οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες' και το Μέγαρο με τον παίδαρο.
Για μένα η ερμηνεία του 'ιστορία μου αμαρτία μου' είναι εκεί ψηλα μαζί με το 'σε βλέπω στο ποτήρι μου', το 'αν είναι η αγάπη αμαρτία' και το 'πρώτη φορά' (και το 'θέλω κοντά σου να μείνω', αλλά αυτό το ντρέπομαι).
Ο θείος πέθανε πολύ πρόωρα το '92.
Η πιο άσχημη πόλη της Ελλάδας είναι με διαφορά το Αγρίνιο. Και μετά το Άργος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά δεν εχει να λεει :)
Κάτι για την εξωτική πλευρά της πόλης δε μας γράψατε, όμως.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=6nUEY7ofeBw