Σχετικά με την ειρωνεία.
Αντιγράφω από κάτι παλιές μου σημειώσεις (πολύ παλιές), που κράτησα από αυτό, ελαφρώς διασκευασμένες.
Ο αριστοτελικός (και πολύ επίμονος) ορισμός της ειρωνείας είναι ότι 'εννοούμε το αντίθετο από αυτό που λέμε'. Άρα όταν περνάμε μέσα από ένα ρημαγμένο και παρατημένο γκέτο και λέμε ειρωνικά "εδώ η Θάτσερ έκανε το θαύμα της" εννοούμε ότι "εδώ η Θάτσερ δεν έκανε το θαύμα της"; Όχι βέβαια.
Κατά τη Θεωρία της Συνάφειας (Relevance Theory) των Dan Sperber και Deirdre Wilson, η ειρωνεία είναι κάτι άλλο. Σύμφωνα με τη Θεωρία της Συνάφειας, κατ' αρχήν επιδιώκουμε ή έστω επιθυμούμε τα εκφωνήματά μας, όσα λέμε ή γράφουμε, να μοιάζουν με τις σκέψεις μας. Όταν τα εκφωνήματά μας μοιάζουν με τις σκέψεις των άλλων, τότε λέμε ότι χρησιμοποιούμε τη γλώσσα απηχητικά (echoically): απηχούμε σκέψεις άλλων. Παράδειγμα απηχητικής χρήσης της γλώσσας:
Βεβαίως, στην απηχητική χρήση της γλώσσας μπορεί να απηχούμε δικές μας σκέψεις από το παρελθόν, π.χ.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Συνάφειας, ειρωνεία έχουμε όταν με το εκφώνημά μας απηχούμε τις σκέψεις άλλων με υπονοούμενη διάθεση απόρριψης. Το κλειδί βεβαίως βρίσκεται στο 'υπονοούμενη' (implicated). Παράδειγμα: Ο Α ενθαρρύνει τη Β που ετοιμάζεται να δώσει ένα δύσκολο μάθημα και της λέει "Θα σκίσεις". Η Β παραδίδει λευκή κόλλα. Αν η Β μετά το μάθημα πει στον Α "έσκισα", αυτό είναι ειρωνεία. Αν η Β πει στον Α "μαλακίες έλεγες ότι θα έσκιζα", αυτό δεν είναι ειρωνεία.
Γενικά, για να δουλέψει η ειρωνεία πρέπει ο ακροατής/αναγνώστης
α. Να καταλάβει ότι η ομιλήτρια απηχεί σκέψεις άλλων, ότι χρησιμοποιεί απηχητικά τη γλώσσα, ότι δε μοιάζει το εκφώνημά της με τις δικές της σκέψεις,
β. Να καταλάβει ότι η ομιλήτρια χρησιμοποιεί τη γλώσσα απηχητικά με απορριπτική ή απαξιωτική διάθεση. Κι αυτό γιατί η ειρωνεία βασίζεται στο υπονόημα (implicature).
Επίσης, για να δουλέψει η ειρωνεία, προϋποτίθεται ενός είδους συμπαιγνία, συνεννόηση ή έστω συναντίληψη μεταξύ ομιλήτριας και ακροατή, να έχουνε κοινά συμφραζόμενα και παραδοχές. Γι' αυτό ακριβώς και πολύ συχνά η ειρωνεία δεν είναι επιτυχής.
Αυτά για τον old boy και το χτεσινό μπουχαχά.
Αντιγράφω από κάτι παλιές μου σημειώσεις (πολύ παλιές), που κράτησα από αυτό, ελαφρώς διασκευασμένες.
Ο αριστοτελικός (και πολύ επίμονος) ορισμός της ειρωνείας είναι ότι 'εννοούμε το αντίθετο από αυτό που λέμε'. Άρα όταν περνάμε μέσα από ένα ρημαγμένο και παρατημένο γκέτο και λέμε ειρωνικά "εδώ η Θάτσερ έκανε το θαύμα της" εννοούμε ότι "εδώ η Θάτσερ δεν έκανε το θαύμα της"; Όχι βέβαια.
Κατά τη Θεωρία της Συνάφειας (Relevance Theory) των Dan Sperber και Deirdre Wilson, η ειρωνεία είναι κάτι άλλο. Σύμφωνα με τη Θεωρία της Συνάφειας, κατ' αρχήν επιδιώκουμε ή έστω επιθυμούμε τα εκφωνήματά μας, όσα λέμε ή γράφουμε, να μοιάζουν με τις σκέψεις μας. Όταν τα εκφωνήματά μας μοιάζουν με τις σκέψεις των άλλων, τότε λέμε ότι χρησιμοποιούμε τη γλώσσα απηχητικά (echoically): απηχούμε σκέψεις άλλων. Παράδειγμα απηχητικής χρήσης της γλώσσας:
Α: "Πήρες τηλέφωνο τη Νίνα ρε;"Το "είμαι ένα αδιάφορο καθήκι" δεν απηχεί μάλλον τις σκέψεις του ομιλητή, παρά τι θεωρεί ο ομιλητής Β ότι θα σκεφτεί η Νίνα, και αυτό απηχεί.
Β: "Είμαι ένα αδιάφορο καθήκι"
Βεβαίως, στην απηχητική χρήση της γλώσσας μπορεί να απηχούμε δικές μας σκέψεις από το παρελθόν, π.χ.
Α: "Γιατί ψήφισες Καμίνη;"Πιθανότατα το εκφώνημα του Β δε μοιάζει πια καθόλου με τις σκέψεις του τη στιγμή της εκφώνησης, παρά απηχεί παλιότερες σκέψεις του, π.χ. πριν τις τελευταίες δημοτικές εκλογές.
Β: "Σοβαρός άνθρωπος, καμμία σχέση με τον άλλο"
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Συνάφειας, ειρωνεία έχουμε όταν με το εκφώνημά μας απηχούμε τις σκέψεις άλλων με υπονοούμενη διάθεση απόρριψης. Το κλειδί βεβαίως βρίσκεται στο 'υπονοούμενη' (implicated). Παράδειγμα: Ο Α ενθαρρύνει τη Β που ετοιμάζεται να δώσει ένα δύσκολο μάθημα και της λέει "Θα σκίσεις". Η Β παραδίδει λευκή κόλλα. Αν η Β μετά το μάθημα πει στον Α "έσκισα", αυτό είναι ειρωνεία. Αν η Β πει στον Α "μαλακίες έλεγες ότι θα έσκιζα", αυτό δεν είναι ειρωνεία.
Γενικά, για να δουλέψει η ειρωνεία πρέπει ο ακροατής/αναγνώστης
α. Να καταλάβει ότι η ομιλήτρια απηχεί σκέψεις άλλων, ότι χρησιμοποιεί απηχητικά τη γλώσσα, ότι δε μοιάζει το εκφώνημά της με τις δικές της σκέψεις,
β. Να καταλάβει ότι η ομιλήτρια χρησιμοποιεί τη γλώσσα απηχητικά με απορριπτική ή απαξιωτική διάθεση. Κι αυτό γιατί η ειρωνεία βασίζεται στο υπονόημα (implicature).
Επίσης, για να δουλέψει η ειρωνεία, προϋποτίθεται ενός είδους συμπαιγνία, συνεννόηση ή έστω συναντίληψη μεταξύ ομιλήτριας και ακροατή, να έχουνε κοινά συμφραζόμενα και παραδοχές. Γι' αυτό ακριβώς και πολύ συχνά η ειρωνεία δεν είναι επιτυχής.
Αυτά για τον old boy και το χτεσινό μπουχαχά.
Α: "Γιατί ψήφισες Καμίνη;"
ΑπάντησηΔιαγραφήΒ: "Σοβαρός άνθρωπος, καμμία σχέση με τον άλλο"
Μια και σ' αρέσουν οι αυτοαναφορές, κι εγώ θυμήθηκα αυτό (ξανά).
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://p-astrikos.blogspot.gr/
ΑπάντησηΔιαγραφήτο οποίο σημαίνει οτι δεν συναγελάζεσαι με ηλιθίους για να ΄χεις την ειρωνεία ολόκληρη και τον αποδέκτη χορτάτο
ΑπάντησηΔιαγραφή(ωραίος, μ΄άρεσε)
ΚΚΜ
πολύ μου άρεσε αυτό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤη θεωρία της Ζήλειας την ξέρεις; Είναι δύο. Ο ένας έχει κάτι που τον ξεχωρίζει από το πλήθος και τον κάνει κοσμαγάπητο. Το κάτι αυτό ο άλλος δεν το έχει. Κατηγορεί ο ένας τότε τον άλλο και το κάτι αυτό του με αμφισημίες. Αν ήταν είρωνας θα τον κατηγορούσε με ειρωνεία. Στην ειρωνεία όμως χαμογελάει και κάποιος, πέφτουν οι ρόλοι στο χώμα, ξεβρακωνόμαστε. Με τη ζήλεια τίποτα δε βγαίνει.
ΑπάντησηΔιαγραφήας προσθέσουμε και την τραγική ειρωνία για να κλείσει ο κύκλος..
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ καλό
καλημέρα