Διάβαζα τις προάλλες παλιότερα ποστάκια, εκεί μεταξύ 2006 και 2009. Όταν πρωτοανοίξαμε τα μπλόγκια και μας ρώταγαν τι είναι, απαντούσαμε "ονλάιν ημερολόγια". Καμμία σχέση. Διάβαζα παλιότερα ποστάκια και θαύμαζα πώς γεγονότα που τώρα πια με βεβαιότητα γνωρίζω πως με καθορίζουν περνούν εντελώς αμάρτυρα εδώ, ακόμα και ως διαθέσεις. Το βρήκα σχεδόν διασκεδαστικό. Δε φαίνεται τίποτε. Πολύ περισσότερο, φυσικά, δε φαίνεται το μέλλον σε αυτά που γράφονται εδώ, ούτε καν ως προθέσεις.
Ήμουν γύρω στα 15 όταν ανακάλυψα τον "Τυφλό με τον λύχνο" του Τάσου Λειβαδίτη. Με αυτά τα ποιήματα είχα αισθανθεί όπως αισθάνθηκα λίγα χρόνια μετά, όταν φίλησα την ΠΜ. Δεν πρόκειται για μπανάλ παραλληλισμό: είχα νιώσει την ίδια γλυκειά ταραχή, κάποια ζάλη, μια καλοδεχούμενη -- για να μην την πω ευφρόσυνη -- αίσθηση αναπόφευκτου· και, βεβαίως, σχεδόν μεταρσίωση, μια αίσθηση που ονειρεύτηκα σαν καθαρή αίσθηση, σκέτη, όχι συνδεδεμένη με κάτι, λίγο πριν ξυπνήσω το πρωί. Η πραγματική μεταρσίωση δε θα αργούσε, αλλά θα ξαναρχότανε λίγες φορές και αδιανόητα πολύτιμες. Πάντως κυκλοφορούσα, όταν είχα το σακίδιο μαζί μου, έχοντας πάνω μου τον "Τυφλό με τον λύχνο", όπου έβρισκα ευκαιρία τον άνοιγα και τον διάβαζα λίγο. Το βιβλίο το αναζήτησα στο πατρικό μου πρόσφατα. Άφαντο. Νομίζω ότι μάλλον το χάρισα στον πρώτο μου έρωτα. Ειλικρινά δε θυμάμαι.
Σε δυο-τρεις δύσκολες περιόδους της ζωής μου αρκούμουν στο να σκέφτομαι τις αμαρκάριστες και άχρωμες και σχεδόν ανυπόφορα κενές εβδομάδες και να βλέπω ότι κάτι μικρό, ένα μικρό βήμα, μια πρόοδος ανεπαίσθητη είχε επιτευχθεί (όχι, δεν την είχα επιτύχει εγώ, είχε επιτευχθεί). Κι έτσι αναδύθηκα σιγά σιγά στην επιφάνεια για να πάρω μια βαθειά ανάσα. Κάθε φορά. Ποιος; εγώ. Ο θιασώτης των ριζικών διευθετήσεων και των χειρουργικών λύσεων. Ο άνθρωπος του αμετανόητου ναι με τα αμετακίνητα όχι μου. Αλλά τα έχει πει και ο Σαίξπηρ αυτά, αθύρματα είμαστε της ζωής, της τύχης τζουτζέδες. Και η ομορφιά και η χαρά και το πλήρωμα της ζωής έρχονται ακριβώς όταν η ζωή μάς ξεπερνάει καγχάζοντας και μας επιβάλλει την πραγματικότητά της, ιδίως όταν δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε ή να την ερμηνεύσουμε. Κι όταν κατανοήσουμε ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, αρχίζουμε να ζούμε. Σβήνουν οι ερμηνείες κι αρχίζει η ζωή.
Μπορεί κανείς να αισθάνεται τύψεις και να πάσχει από ενός είδους ενοχή του επιζήσαντος. Μπορεί να το φέρει βαρέως που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια χώρα που δεν ήταν (ακόμα) τριτοκοσμική, που δεν ήτανε (πρόδηλα) το πεδίο βολής αποικιοκρατών ή (ακόμα) αλάνα για δοκιμές του οπλικού συστήματος που λέγεται καπιταλισμός. Μπορεί να παραμένει θλιμμένος και παραλύτος από ενοχικό βάρος γιατί δε βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς που σκοτώθηκαν στον δρόμο προς την όποια ευημερία κι έμειναν άθαφτοι κι άκλαφτοι . Ή μπορεί να κάνει κάτι. Ή, τουλάχιστον, να μη σιωπά. Δεν έχουμε πια δικαίωμα να σιωπούμε. Η χυδαία πολυτέλεια δεν είναι ούτε η ενέργεια που καταναλώνουμε, ούτε τα αέρια θερμοκηπίου που παράγουμε, ούτε ότι ζήσαμε με την απαίτηση να πάρουμε σύνταξη όταν δε θα μας βαστούν τα πόδια κι όλα τ' άλλα μας. Η χυδαία πολυτέλεια είναι η σιωπή και η ανοχή, η πειθήνια συμμόρφωση και η πρόστυχη παραίτηση του "και να μιλήσω τι θα γίνει". Αυτή είναι η βρωμιά κι η ανηθικότητα της εποχής μας, η φονική προστυχιά της. Όσο δε μας φιμώνουν, θα μιλάμε. Και θα φωνάζουμε. Να αντιλαλούν οι πόλεις μας, που πάνε να μας τις υφαρπάσουν. Οι πόλεις που αγαπήσαμε και όπου αγαπήσαμε.
Σπουδαίο τραγούδι η "Ρωγμή του χρόνου".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου