Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Ακάλυπτος (ο παράδεισος)



Ανοίγω το πατζούρι του υπνοδωματίου, είναι από αυτά που διπλώνουν. Το πρωινό φως ρίχνει τη σκιά του μεγάλου δέντρου πάνω στην τέντα του μικροσκοπικού μπαλκονιού, σείονται οι σκιές των φύλλων. Από μακριά ακούγονται βαριά ρολά πατζουριών που ανοίγουν. Στέκομαι. Ανασαίνω. Ακάλυπτος: ο παράδεισος.

Οι ακάλυπτοι δεν είναι απλώς αίθρια: είναι και δεν είναι σαν το μέσα μέρος ενός ιδιότυπου  Πανοπτικού, όμως ενός Πανοπτικού περιορισμένου από φυτά, τέντες, απλωμένα ρούχα, πατζούρια, κουρτίνες, την αντανάκλαση πάνω στα τζάμια, τα μεγάλα δέντρα που υψώνονται στη μέση του ακάλυπτου. Υπάρχει μια γωνία του κρεβατιού μου στην οποία με βλέπουν από την κουζίνα απέναντι. Άγνωστοι ανταλλάσσουμε βλέμματα στον ακάλυπτο. Και όχι βλέμματα μόνο, λ.χ. πριν τρία χρόνια έγραψα γι' αυτό:
Το πρωί σήμερα πριν το πλοίο διάβασα αυτό, για τον Μπαγιαντέρα. Απόψε, πριν από λίγο, βγήκα στο σκοτάδι να απλώσω τα ρούχα. Θαύμαζα το αγαπημένο δέντρο στον ακάλυπτο και ξαφνικά ακούω από τη διπλανή πολυκατοικία κάποιον να τραγουδάει χαμηλόφωνα αλλά καθαρά -- όπως αρμόζει σε καλοκαιρινή οινοποσία που βγάζει στον ακάλυπτο -- "σα μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει". Μετά τραγούδησε άλλα τρία του ρεμπέτη.
Αυτή η παράδοξη και περιορισμένη κοινότητα με είχε κάνει να σκεφτώ κι εγώ παραλληλισμούς με τα σοσιαλμήντια, το 2009:
Όπως λέει κι η Μάτζικα, τα μπλόγκια είναι μπαλκόνια. Γνωρίζουμε τους άλλους μέσα από τα μπλογκ τους όπως γνωρίζουμε όσους βλέπουμε μέσα από μπαλκονόπορτες, μισόκλειστα πατζούρια και κουρτίνες στον ακάλυπτο να απλώνουν ρούχα, να ντύνονται, να συνευρίσκονται κάθιδροι, να στέκονται απορημένοι μπροστά σε καθρέφτες, να λογοφερνουν και να σφουγγαρίζουν. Δεν ξέρετε τελικά τίποτα για μένα. Δεν ξέρω φυσικά τίποτα για εσάς. Εκτός και αν έχουμε πιει καφέ μαζί μετά τις καλημέρες του μπαλκονιού.
Ενώ, ακόμα παλιότερα, πριν καν αποκτήσω σπίτι δικό μου, έλεγα ότι
Ακούω τους ήχους από τον ακάλυπτο. Με ηρεμούν. Με μαγεύουν, με κάνουν να αισθάνομαι σαν παιδί, μαγεμένη ψυχή, που έλεγα παλιά. Μεγάλη επινόηση ο ακάλυπτος, όπως και η ταράτσα, εκεί που πραγματικά αισθάνεσαι τι θα πει πόλη και αστικό τοπίο -- αλλά φαντάζομαι τα έχουνε πει αυτά οι πολεοδόμοι κι οι αρχιτέκτονες.
Σκεφτόμουνα λοιπόν τις προάλλες, πόσο καλό είναι να υπάρχει στην καρδιά κάθε οικοδομικού τετραγώνου της Αθήνας, της Αθήνας που με αφορά τουλάχιστον, όχι πάρκινγκ, αλλά χώρος ακάλυπτος, κι ας είναι σπανιότατα κοινόχρηστος. Δεν πειράζει: πολλές φορές τα πρωινά στην Αθήνα, ο ακάλυπτος είναι ο παράδεισος, κάτι σαν τη χαρά της ζωής.

Περνώντας από έξω προς τα μέσα: είμαι ένας άνθρωπος με "κέλυφος σκληρό, απωθητικό, αηδές, αδιαπέραστο", μια πανοπλία μέσα στην οποία καίει η "κρύα θαμπή φωτιά" μου. Το κέλυφος με προστατεύει από τον έξω κόσμο, μα καμμιά φορά κάνει τη φωτιά να ασφυκτιά, να πνίγεται, να τρεμοπαίζει καπνίζοντας. Καλά καλά, ούτε το βλέμμα μου δεν αναχαιτίζεται με τίποτα: δε θα συναντήσει το δικό σου αν δεν το επιτρέψω.

Κι όμως το κέλυφος, που καλύπτει την καρδιά μου, δεν είναι παρά μια πανοπλία που αποζητώ την ευκαιρία να την ξεντυθώ και να την πετάξω με το που θα μπω στο σπίτι, εκεί όπου είναι το σπίτι. Η χαρά μου δεν είναι να περιφέρομαι αρματωμένος, η χαρά μου είναι να αποκαλύπτομαι και να μένω ακάλυπτος: στη φιλική εμπιστοσύνη, στη γαλήνια απόσυρση της αγάπης, στο δόσιμο του έρωτα. Αυτό αποζητώ, να είμαι ακάλυπτος. Αυτό είναι παράδεισος: οι ώρες που είμαι ακάλυπτος, οι άνθρωποι με τους οποίους είμαι ακάλυπτος. Ακάλυπτος, λοιπόν, ή αλλιώς: στον παράδεισο.

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου