Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Ήχοι μακρινοί

to VJF, for asking

"Τι ήχους θυμάσαι από την παιδική σου ηλικία, δηλαδή;"

Η ερώτηση με βρήκε εξαπήνης. Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι, γεύσεις, μυρωδιές, τόπους, την αφή ενός κουβερλί. Αλλά όχι ήχους.

Εντάξει, οκέι, υπάρχει το ραδιόφωνο που έπαιζε στην κουζίνα. Γράφω ακριβώς από κάτω γι' αυτό:
Στο ράδιο, στην κουζίνα δηλαδή, έπαιζε μόνο Δεύτερο Πρόγραμμα: "τι να μου κάνουν δάκρυα δυο και στεναγμοί σαρανταδυό", "πουθ' έρχεσαι; απ' τη Βαβυλώνα", "αύριο πάλι θα 'ρθω να σε δω", "γιε μου, οι αρχόντοι ειν' εμπόροι του πολέμου", "να μας πάρεις μακριά, να μας πας στα πέρα μέρη", "τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου" -- και τέτοια. Στο πικάπ ακούγαμε Διονυσίου και Θεοδωράκη (Κάντο Χενεράλ και, δυστυχώς, Στην Ανατολή) και Χαμόγελο της Τζοκόντας.
Θυμάμαι και την εισαγωγή της Συννεφιασμένης Κυριακής, σήμα κάποιας διαφημιστικής εκπομπής της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια, που ακούγαμε κάθε Κυριακή που πήγαινα να φάω στον παππού και στη γιαγιά. Καμμιά φορά μετά το φαγητό ερχόταν ο μπαρμπα-Γιώργος να παίξει τάβλι με τον παππού, που δεν κατάφερε να με κάνει ποτέ ταβλαδόρο. Αλλά το αποφασιστικό χτράπ από τα πούλια καθώς τα χτύπαγαν πάνω σε μάνες, παραμαμάδες και ανοιχτά πούλια, καθώς και το ξερό κελάρυσμα των ζαριών που κυλούν, είναι κανονικότατα καταχωρισμένα. Στο τέλος τους τις Κυριακές, βεβαίως, τις στάμπαρε το βράδυ το μισητό σήμα της Αθλητικής Κυριακής: το σάλπισμα της κατάθλας και της Δευτέρας, η υπενθύμιση ότι σε λιγότερο από 12 ώρες θα χτύπαγε το κουδούνι.

Με τα κουδούνια και τα τοιαύτα είχα πάντοτε πρόβλημα, ήδη από τον καιρό που με πήγαιναν στην παιδική χαρά, από αυτές που ήτανε στρωμένες με τσιμέντο για να μη σκονιζόμαστε και για να πληγιάζουνε τα γόνατα, όπως άρμοζε σε παιδικά γόνατα. Θυμάμαι τον πανικό που μου προκαλούσε η σφυρίχτρα του φύλακα όταν έκλειναν οι κούνιες: τράβαγα τη μάνα μου από το χέρι κι έτρεχα προς την καγκελόπορτα να φύγουμε, μην τυχόν και κλειστούμε μέσα τη νύχτα.

Τρίλιες έκανε κι ο Μπίλης, το καναρίνι μας. Είχε μάλιστα μια πολύ χαρακτηριστική τρίλια. Δηλαδή μπορεί να μην ήτανε χαρακτηριστική, δεν ξέρω: δεν έχω ξανασυνυπάρξει με καναρίνι από τον καιρό που τον ψόφησε τον Μπίλη η γιαγιά, μάλλον επειδή του έκανε καθημερινό μπάνιο, λέγαμε τότε. Ακόμα και τώρα, άμα ακούω καναρίνια νομίζω ότι είμαι στην οδό Κάλβου -- για πάρα πολύ λίγο, βεβαίως.

Προτελευταίος ήχος: οι πόρτες των ταξί. Που έπρεπε να κλείνουμε γερά, αλλά χωρίς να τις βαράμε. Σιγά τις πόρτες. Αυτός ο ξερός ερμητικός ήχος: δρουπ. Δεν είχαμε ποτέ οικογενειακό αυτοκίνητο, δεν οδηγούν οι δικοί μου. Όπου και να πηγαίναμε, πηγαίναμε με συγκοινωνία. Αν όμως ο προορισμός ήτανε σημαντικός (π.χ. η θεία Βαρβάρα) ή μακρινός, κάθε άφιξή μας ξεκίναγε με το δρουπ της πόρτας του ταξί.

Τέλος, ένα τραγούδι. Παιζόταν πολύ όταν ήμουνα πολύ παιδί. Οταν ήμουν 16, κάπου εκεί, ένα πρωί μου ήρθε απότομα και χωρίς καμμιά προειδοποίηση τραγουδισμένος ο στίχος "ούτε τον φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα". Δεν ήξερα το τραγούδι, δεν ήξερα τίποτα. Δεν το είχα ξανακούσει για 11 με 12 χρόνια το τραγούδι. Θυμόμουν μόνον τον στίχο αυτό: "ούτε τον φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα". Πήγα σε ένα δισκάδικο στην Αλεξάνδρας, από αυτά που φαινόντουσαν κάπως πιο κυριλέ (γιατί τον Έλβις τον είχαμε μόνο για να μας γράφει κασέτες). Του τραγούδησα φάλτσα τον στίχο. Ο μουσάτος στο διασκάδικο μου είπε ότι πρέπει να είναι από τον "Στρατιώτη" του Χρήστου Λεττονού. Κοίταξα τους τίτλους στο εξώφυλλο -- καμμία σχέση. Εκανε 4000 δρχ. γιατί ήτανε παλιός και καταργημένος δίσκος. Ντράπηκα να του ζητήσω του μουσάτου να μου βάλει να ακούσω λίγο από κάθε τραγούδι. Έφυγα άπρακτος. Τον είχα στον νου μου τον στίχο αλλά καμωνόμουν ότι δε με ένοιαζε πια που δεν έβρισκα το τραγούδι.

Μερικούς μήνες μετά ξεκίνησα να κάνω μια νεανική εκπομπή στον καινούργιο τότε ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τελικά με έδιωξαν ευγενικά μετά από 7-8 εκπομπές γιατί ήθελα να πληρώνομαι, γιατί έπαιζα πολλά "ξένα" και μάλλον επειδή είχα κάνει εκπομπή για το σεξ -- πάντως είπα σε όλους ότι σταμάτησα γιατί ήθελα να αφοσιωθώ στις Πανελλαδικές. Στη δισκοθήκη του σταθμού υπήρχε ο δίσκος Τετραλογία, του Μούτση. Τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ από την απροσδόκητη ανακάλυψη του χαμένου τραγουδιού:

GatheRate

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου