Από τότε που βγήκαν τα σοσιαλμήντια, έχει γίνει ξανά πολύ της μόδας να μιλάει κανείς για τη μικροπρέπεια των ανθρώπων, για τις ματαιόδοξες οιήσεις τους, για το μίσος του κόσμου, για το φαρμάκι του φθόνου. Έχει ξαναγίνει πολύ επίκαιρη η ροπή προς τα κουτσομπολιά και προς την κατάκριση, πώς καμμιά φορά το να μιλάς (ή να γράφεις, ή να ποστάρεις) δεν είναι παρά υποκατάστατο της ζωής που λαχταράς και δεν έχεις. Γενικά, η ενασχόληση με την κακία του κόσμου και η ανάγκη να την ερμηνεύσουμε έχουνε ξαναγίνει της μόδας. Και όχι αδικαιολόγητα: σοκάρει η σφοδρότητα και ο απόλυτος τόνος της μικροψυχίας και της κακίας, συνήθως με επικάλυψη υποκρισίας, που συναντάει κανείς στα σοσιαλμήντια. Πρόκειται για μικροψυχία και κακία που πολλοί πιστέψαμε ότι μας άφησε χρόνους με τον τάχα θάνατο της γειτονίτσας και του χωριού.
Εγώ όμως δε θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Ούτε σκοπεύω να ασχοληθώ με βαθυστόχαστες ανατομίες της ανθρώπινης μικρότητας, ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές ή πολιτικές ερμηνείες της -- δεν έχω την κατάλληλη αποσκευή, άλλωστε. Απλώς θέλω να σταθώ σε ένα πολύ μικρό πράγμα, έναν από τους πολλούς τρόπους που μπορείς να αποκτήσεις εχθρούς στα σοσιαλμήντια αλλά και εκτός: να αφήσεις τους ανθρώπους να σε εμπιστευθούν, να σου εκμυστηρευτούν κάτι δικό τους.
Στα σοσιαλμήντια ο κανόνας είναι οι τυχαίες συναντήσεις. Ακόμα και οι πολύ πουριτανοί κι ακυρωμένοι, οι πολύ κλειδωμένοι, οι πολύ συνεσταλμένοι ανταλλάσσουν τουλάχιστον κουβέντες με αγνώστους: είτε γιατί ταυτίστηκαν, είτε γιατί τσαντίστηκαν. Ενίοτε γιατί καύλωσαν -- αν και οχι τόσο συχνά όσο θρυλείται. Αυτό που ακολουθεί μετά δεν είναι συνήθως ή απαραιτήτως κλινοπάλες κι όργια και άγριες νύχτες, παρά κάποιας μορφής εκμυστήρευση: δύο ουσιαστικά άγνωστοι άνθρωποι ανταλλάσσουν, με περισσότερη ή λιγότερη αμοιβαιότητα, μυστικά.
Και φυσικά, τα ακριβότερα και βαρύτερα μυστικά είναι αυτά που είτε περιέχουνε μια κάποια δόση ατιμίας, είτε μιλάνε για "the awful daring of a moment's surrender". Και αφού κάποιος μας τα καταθέσει, δεν ξεχνάει ποτέ ότι πια τα μοιραζόμαστε μαζί του. Κι ενδεχομένως θα έρθει κάποια στιγμή στη ζωή του, συνήθως δεν αργεί αν είναι να 'ρθει, που αυτό δε θα μας το συγχωρήσει. Κι εκεί βρίσκεται ακόμα ένα παράδοξο: ένα διαβρωτικό μυστικό, μια μικρή ατιμία, ένα λίγο πιο αυχμηρό κουτσομπολιό που ο άλλος σου εμπιστεύθηκε οικειοθελώς και ως δείγμα εμπιστοσύνης και -- ενδεχομένως -- εκτίμησης, πιθανόν εκτονώνοντας και κάποια δική του ανάγκη (γιατί ποιος δε θέλει να φωνάξει τα μυστικά του στο πηγάδι;), μετατρέπεται σταδιακά σε δικό σου πρόβλημα, σε δικό σου σφάλμα, σε κάτι που εσύ φέρεις και που κηλιδώνει εσένα. Εσύ που μοιράζεσαι το ενδεχομένως εντελώς ανθρώπινο μυστικό (τη στιγμή αδυναμίας του άλλου εν πάση περιπτώσει) γίνεσαι ξαφνικά επικίνδυνος. Γίνεσαι κάποιος που θα μπορούσε να αμαυρώσει υπολήψεις ή που, χειρότερα, υπενθυμίζει στον εκμυστηρευθέντα το μυστικό του, την ατιμία του, την αδυναμία του. Κι επειδή απαιτεί μεγάλη δύναμη να αναγνωρίζεις τις αδυναμίες σου, ή έστω την ύπαρξή τους, από αυτό το σημείο μέχρι να σου κατακυρωθεί το μένος του άλλου, εκείνου που σε εμπιστεύτηκε, η διαδρομή είναι σύντομη και κατωφερής.
Αν δε θέλετε να δημιουργείτε εχθρούς, μην αφήνετε να σας εμπιστεύονται μυστικά τους, και δη μικρές ατιμίες. Θα σας νιώσουν επικίνδυνους. Θα σας το προσάψουν.
Εγώ όμως δε θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Ούτε σκοπεύω να ασχοληθώ με βαθυστόχαστες ανατομίες της ανθρώπινης μικρότητας, ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές ή πολιτικές ερμηνείες της -- δεν έχω την κατάλληλη αποσκευή, άλλωστε. Απλώς θέλω να σταθώ σε ένα πολύ μικρό πράγμα, έναν από τους πολλούς τρόπους που μπορείς να αποκτήσεις εχθρούς στα σοσιαλμήντια αλλά και εκτός: να αφήσεις τους ανθρώπους να σε εμπιστευθούν, να σου εκμυστηρευτούν κάτι δικό τους.
Στα σοσιαλμήντια ο κανόνας είναι οι τυχαίες συναντήσεις. Ακόμα και οι πολύ πουριτανοί κι ακυρωμένοι, οι πολύ κλειδωμένοι, οι πολύ συνεσταλμένοι ανταλλάσσουν τουλάχιστον κουβέντες με αγνώστους: είτε γιατί ταυτίστηκαν, είτε γιατί τσαντίστηκαν. Ενίοτε γιατί καύλωσαν -- αν και οχι τόσο συχνά όσο θρυλείται. Αυτό που ακολουθεί μετά δεν είναι συνήθως ή απαραιτήτως κλινοπάλες κι όργια και άγριες νύχτες, παρά κάποιας μορφής εκμυστήρευση: δύο ουσιαστικά άγνωστοι άνθρωποι ανταλλάσσουν, με περισσότερη ή λιγότερη αμοιβαιότητα, μυστικά.
Και φυσικά, τα ακριβότερα και βαρύτερα μυστικά είναι αυτά που είτε περιέχουνε μια κάποια δόση ατιμίας, είτε μιλάνε για "the awful daring of a moment's surrender". Και αφού κάποιος μας τα καταθέσει, δεν ξεχνάει ποτέ ότι πια τα μοιραζόμαστε μαζί του. Κι ενδεχομένως θα έρθει κάποια στιγμή στη ζωή του, συνήθως δεν αργεί αν είναι να 'ρθει, που αυτό δε θα μας το συγχωρήσει. Κι εκεί βρίσκεται ακόμα ένα παράδοξο: ένα διαβρωτικό μυστικό, μια μικρή ατιμία, ένα λίγο πιο αυχμηρό κουτσομπολιό που ο άλλος σου εμπιστεύθηκε οικειοθελώς και ως δείγμα εμπιστοσύνης και -- ενδεχομένως -- εκτίμησης, πιθανόν εκτονώνοντας και κάποια δική του ανάγκη (γιατί ποιος δε θέλει να φωνάξει τα μυστικά του στο πηγάδι;), μετατρέπεται σταδιακά σε δικό σου πρόβλημα, σε δικό σου σφάλμα, σε κάτι που εσύ φέρεις και που κηλιδώνει εσένα. Εσύ που μοιράζεσαι το ενδεχομένως εντελώς ανθρώπινο μυστικό (τη στιγμή αδυναμίας του άλλου εν πάση περιπτώσει) γίνεσαι ξαφνικά επικίνδυνος. Γίνεσαι κάποιος που θα μπορούσε να αμαυρώσει υπολήψεις ή που, χειρότερα, υπενθυμίζει στον εκμυστηρευθέντα το μυστικό του, την ατιμία του, την αδυναμία του. Κι επειδή απαιτεί μεγάλη δύναμη να αναγνωρίζεις τις αδυναμίες σου, ή έστω την ύπαρξή τους, από αυτό το σημείο μέχρι να σου κατακυρωθεί το μένος του άλλου, εκείνου που σε εμπιστεύτηκε, η διαδρομή είναι σύντομη και κατωφερής.
Αν δε θέλετε να δημιουργείτε εχθρούς, μην αφήνετε να σας εμπιστεύονται μυστικά τους, και δη μικρές ατιμίες. Θα σας νιώσουν επικίνδυνους. Θα σας το προσάψουν.
Κι όμως, έτσι είναι. Συμφωνώ
ΑπάντησηΔιαγραφή