Πρέπει όποιος γράφει να έχει υπόψη του τη βιασύνη του αναγνώστη: ο Μίλοραντ Πάβιτς στην εισαγωγή του Λεξικού των Χαζάρων λέει ότι ο συγγραφέας πρέπει να γράφει πριν το γεύμα, για να μη φλυαρεί, και ο αναγνώστης πρέπει να διαβάζει χορτάτος, για να μη βιάζεται. Ωστόσο, ο αναγνώστης θα βιάζεται πάντα.
Πρέπει όταν γράφεις να έχεις επίγνωση ότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα σε παραναγνώσουν ή θα σε υπερερμηνεύσουν. Όχι το κείμενό σου, εσένανε. Θα διαβάσουνε κείμενό σου και θα προσπαθήσουν να μάθουνε κάτι για σένα τον ίδιο. Για να πάρεις μια εικόνα πιο σαφή: φαντάσου τι μπορεί να περάσει από το μυαλό του αναγνώστη σχετικά μ' εσένα όταν διαβάζει το κείμενό σου, φαντάσου το πιο τρελό. Αντιλήψου ότι το συζητούν ήδη, και λένε κι από πάνω και κάτι χειρότερο, που δε φαντάζεσαι. Μετά αγνόησέ το.
Αυτολογοκρινόμαστε, και καταλήγουμε να γράφουμε σουπίτσες. Εμείς οι ενοχικές γραφές που νιώθουμε πως τζάμπα φορτωνόμαστε στον αναγνώστη. Τα παιδιά του sic et non. Αυτολογοκρινόμαστε και φτιάχνουμε σουπίτσες. Εμείς λοιπόν πρέπει να διώχνουμε τα κείμενα μόλις τα νιώσουμε έτοιμα. Τα αποκηρύσσουμε μετά, αν χρειαστεί, έχει και η αποκήρυξη τη γοητεία της: λες "ακόμα μπορώ να γίνομαι καλύτερος". Άλλωστε, δε βαριέσαι, στον κόσμο αυτόν διαβάζουν άλλους κι άλλους, κι εμάς σχεδόν κανείς: λίγοι θα τα δουν, λιγότεροι θα τα καταλάβουν.
Υπάρχουνε βέβαια κι εκείνοι που έχουνε φιμώσει τον επιμελητή μέσα τους, έχουν εξορίσει τον έσω κριτικό στην Αλμυρά Έρημο και νομίζουν ότι ο αναγνώστης είναι δεμένος πισθάγκωνα σε μια καρέκλα με τα βλέφαρα ανοιχτά α λα Κουρδιστό Πορτοκάλι, μόνο και μόνο για να τους διαβάζει νυχθημερόν κι απρόσκοπτα. Για αυτούς ισχύει το μισό χεμινγουεϊανό ρητό, write drunk, συμπληρωμένο από κάτι σαν "and get yourself a ruthless editor". Θυμηθείτε τον Έζρα Πάουντ τον Κόφτη, ω κύριοι που γράφετε όπως χύνατε (γιατί κυρίως κύριοι είστε).
Για τα τοτέμ της γραφής θα μιλήσουμε άλλη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου