Αυτό τo καθήκι που ήρθε από το πουθενά και μου έφαγε κανονικά τη γυναίκα πρέπει να το έσπειραν το '71. Η το '70. Τον καριόλη. Τον θυμάμαι την πρώτη φορά. Χαμογελαστός κι άνετος, αιθέριος που λένε, ανέμελος κι έτσι και μια χαρά. Αν και ζουμπάς. Τον έβλεπες τον παλιόπουστα από τη γωνία, πριν στρίψει τη γωνία τον έβλεπες, από πίσω από τον τοίχο, τη μάνα του μέσα, τη χίπισσα ή χωριάτισσα ή τι διάολο μουνί τον πέταγε: χωρίς αρχές και τέτοια, αρχή από μόνος του, άνετος, ασκάλωτος τελείως: ανεμπόδιστος και σένιος. Το κέντρο του κόσμου, η μισοριξιά. Χειραψίες και χαμόγελα. Μνημόνιο, αντιμνημόνιο, κυβερνώσα αριστερά, δεξιά της αριστείας και της προόδου -- πού να ξεχωρίσεις. Οι καριόληδες είναι ίδιοι παντού. Την πάρτη και τον πούτσο τους κοιτάνε μόνο, πάντα υπεράνω και λάθος δεν κάνουν ποτέ.
Ήρθε και στρώθηκε μέσα στην παρέα. Τον κοίταγε η άλλη, η δικιά μου. Σπουδαίος τής φάνηκε και περιωπής. Αλλά εγώ, σιγά μην πάρω πρέφα. Και μη φανταστείς καμμιά ιστορία ή καναν άντρακλά δυο μέτρα: ένα εβδομηνταφεύγα είναι, κοκκινοτρίχης, σκατόφατσα αλβανική που παριστάνει τον λεβέντη βλάχο από τη Φιλιππιάδα, δηλαδή και καλά "η καταγωγή του", το μούτρο, με το μαλλί το ίσιο το άχυρο και το αραιό, υποψήφια φαλάκρα η δασική έκταση στο κρανίο του. Και χαμόγελα και σεμνές ματιές και βλέμματα, σαν γκόμενα. Χωρίς τσαγανό, χωρίς τίποτα. Σχεδόν πουστράκι τον έβγαζες, σαρανταφεύγα χρονών λίγδας. Έλεγες σιγά την πετρελαιοκίνηση, δίχρονο παπί είναι ο μαλάκας. Κι αυτός τα έλεγε και τα σπρεχάριζε τα δικά του και ήρθε κι έκατσε δίπλα μου μετά και φάτσα στη βλαμμένη και με χτύπαγε και στον ώμο ο παπάρας και σκεφτόμουν, πούστρα είναι και με χουφτώνει στο φιλικό ή ψάχνει να μου κάνει τον φίλο και τ' αδέρφι να νιώσει κι αυτός έτσι λίγο σπουδαίος κι αντράκι; Τόσο μαλάκας κι εγώ. Κι εκείνος έλεγε τα δικά του στην παρέα, και δώσε να κατεβάζει τα τσίπουρα. Όχι ότι κέρναγε, σκώληκας ήταν. Υπολόγιζε, μην κεράσει καμμιά γύρα παραπανίσια. Και μίλαγε. Αργά και στοχαστικά κοιτώντας το τραπέζι. Ο κοκκινοτρίχης. Η σκατόφατσα. Μίλαγε αργά και χαμηλά, να σωπαίνουν όλοι για να κάνει παράσταση, περφόρμανς που λένε. Η Ελλάδα έτσι κι η ιστορία αλλιώς κι ο Έλληνας αλλιώτικα. Και κουβέντα να γίνεται. Κοίταζε την άλλη στο μεταξύ αλλά πού να καταλάβουμε κι εμείς, λογάς είναι, λες, δεν παίζει, δεν σκαμπάζει, δεν χαλεύει -- πώς το λένε. Αλλά αυτός έκανε ματάκια. Κι εγώ χαμπάρι. Κι έτσι την πάτησα. Και πληρώσαμε την ταβέρνα και με έβαλε εμένα και την άλληνε σε ταξί και όλα καλά και να τα ξαναπούμε.
Και δεν τα ξανάπαμε, αλλά τα ξανάπε με την άλληνα. Τη δικιά μου. Το ήξερα κιόλας. Θα πήγαιναν λέει θέατρο. Το έχαψα κι εγώ, σιγά το ανθρωπάκι το ταλαίπωρο. Να πάνε. Δεν βαριέσαι κιόλας. Πήγα κι εγώ κι είδαμε το Τσάμπιος Λιγκ στου Πάνου, ήπιαμε και τις μπύρες μας και μου έδειχνε στο ημίχρονο κι ο λιγούρης ο άλλος, ο κατά φαντασία γουσταρλής, κάτι τσόντες αηδία στο κινητό του· ρε μαλάκα Πάνο πώς έχουνε γίνει έτσι οι τσόντες, του έλεγα, όλο αιμομιξίες (και καλά!), πέντε μαζί να παίρνουνε μια γκόμενα νουμεράδα σαν να είναι μισθοφόροι των Κόντρας μέσα στη ζούγκλα, σάλια και κάτι φίστιγκ -- σιγά ρε φίλε μη χώσουμε και κανα λαμπατέρ μέσα. Αηδίες ρε φίλε, αηδίες: ξερνάς προτού καυλώσεις. Κι η άλλη στο θέατρο με το καθήκι, τον κακομοίρη τον μονουχισμένο, τον βλάκα του βιβλίου τον δικολάβο. Ετσι έλεγα. Να δούνε τον Χειλάκη, τον Μαρκουλάκη ή τον άλλονα, πώς τον λένε, τον Σερβέτ Αλή και τον δεν ξέρω ποιον να παίζουνε τα βάσανα Ρώσων αλκοολικών που τους φάγανε τα χρέη κι η γκαντήφλα του κωλόκαιρου. Κι αυτοί χαμουρευόντουσαν. Μπορεί και να γαμήθηκαν κι από κείνη τη φορά, πού να ξέρω. Κι ήρθε η άλλη σπίτι πριν από μένα κι όλα μια χαρά. Μέλι γάλα. Και μου έλεγε πώς της έλεγε ο χατζηπαπάρας γιατί δεν θα τελειώσει η κρίση ποτέ. Σου είπα, ή αριστερός διανοούμενος ή δεξιός στοχαστής ήταν. Τι στοχαστής, γαμιστής ήτανε. Κωλοδικηγόρια. Σκώληκες. Σκαθάρια. Στο γραφείο του την πήγαινε. Γραφείο, ράφια, ντουλάπι, καναπές -- αυτά από έπιπλα. Στην Κολοκοτρώνη. Μέσα στη μαύρη νύχτα. Τέταρτος όροφος. Εμπορικό δίκαιο. Να σου ξηγήσω το σκεπτικό, την υπόθεση, την κατάσταση και τ' όνειρο. Το διά ταύτα.
Κι εντάξει, ο κοκκινοτρίχης ο σπανός, ο ένα ογδόντα με το ζόρι, ο κοκκαλιάρης, η μισοριξιά· αυτός ας πούμε ότι ψαχνότανε. Νταξ, παίκτωρ, μπλα μπλα είχε, μπλα μπλα δειγμάτιζε. Μια χαρά γι' αυτόν οι παντρεμένες. Ήθελε να κάνει παιχνίδι, βρήκε τη δικιά μου. Η δικιά μου δεν καταλαβαίνω τι του βρήκε. Αυτή είναι του γυμναστηρίου. Αυτό το πράμα περίμενε για να με κερατώσει; Αυτόν τον έρμο τον κακομοίρη; Κάτι κλαρίνα στο γυμναστήριο που έχω δει να κυκλοφορούν τον έπιαναν τον τυπάκο και τον έκαναν δέμα και τον έστελναν συστημένο. Εγώ με κανέναν από εκεί μέσα, από το γυμναστήριο, φοβόμουν μη μου τα φορέσει, που έζεχναν όλοι με τα κολλητά τα φανελάκια βαρβατίλα κι ιδρώτα και τη χούφτωναν για να της δείξουνε της γυναίκας πώς να πιάνει τη λαβή για να τραβάει τα βάρη και πώς να μη γλυστράει ο κώλος της πάνω στη σέλλα του μηχανήματος όταν έπαιρνε τις επαναλήψεις. Αυτούς τους είχα λίγο από φόβο, φουσκωτούς και γραμμωμένους, ιδίως τους γραμμωμένους, και πήγαινα απροειδοποίητα με το αμάξι πού και πού και την έπαιρνα κι αυτή τους κοίταγε -- γιατί κόβει το μάτι μου εμένα, μην κοιτάς που την πάτησε με τον φλώρο, τον κωλόπουστα -- όπως κοιτάω εγώ τα τιμολόγια. Κι ούτε είχε τίποτα ιδιαίτερες εξάψεις μετά -- γιατι κι αυτό είναι ένδειξη, σημάδι. Και πήγε λοιπόν η δικιά μου η λαμπάδα με τον κώλο σκέτη ποίηση και του κάθησε του κοκκινοτρίχη του σπανού με την προσεχώς φαλάκρα και τις πλατούλες Γραφέως Β'. Που μας έλεγε για την κρίση. Και που έπινε τσίπουρα κι έκλειναν τα μάτια του από τη ζάλη. Η λούγκρα του κερατά. Αλλά η δικιά μου αυτόνανε γούσταρε. Άβυσσος, περί ορέξεως και τα λοιπά. Τι να πεις.
Ήτανε και προσεκτική στο μεταξύ. Δεν τον έβλεπε συνέχεια. Όχι. Στη χάση και στη φέξη. Πονηριά. Σύστημα. Στο σπίτι του λέει δεν πήγανε ποτέ. Ο μαλάκας, πήγαινε με τους κανονισμούς, με το βιβλίο: "δεν γαμάμε σπίτι μας ούτε μισή φορά" κι έτσι. Κι ας είναι εργένης. Αλλά βέβαια κι είναι εργένης: ανθρωπάριο. Μισοριξιά. Ποια να τον παντρευτεί τον ζαβλακωμένο, το ζαβό. Εκεί, τις παραμυθιάζει και του κάθονται μέχρι να τονε βαρεθούν κι αυτόν και την μπάμια που θα έχει για καυλί. Γιατί μέχρι πού να σε πάει το ψηστήρι, η καυλάντα και το μπλα μπλα, η φιλοσοφική η συζήτηση και οι κουβέντες της κουλτούρας; Δεν ζουν οι σχέσεις χωρίς καύλα. Λίγη καύλα, όχι πολλή. Αλλά αυτός τι καύλα; Αυτός κουβέντες και μπούρδου μπούρδου: μέχρι εκεί. Για 2-3 μήνες το πολύ και άντε. Εκτός απ' τη δική μου φυσικά, που τραβιότανε μαζί του 6 χρόνια. Έξι χρόνια ρε φίλε. Έξι. Κι όλα ρολόι. Κι εγώ μέσα σε αυτά τα χρόνια τον είδα μια φορά στην αρχή, που έγινε το κοννέ στα τσίπουρα, μια στα Βλάχικα με τον μαλάκα τον ξάδερφό μου που ήτανε πελάτης του (ανάθεμα τους δικηγόρους και τα πελατάκια τους και τον Έλληνα τον δικομανή), μια για καφέ στη Μητροπόλεως που τον είδαμε τυχαία και είπαμε να κάτσει μαζί μας και μια ακόμα την τελευταία. Στην όπερα.
Πάμε στην όπερα έλεγε η άλλη, καμμιά αντίρρηση εγώ, ήτανε κι ιταλική που μου αρέσουν. Θα είναι και ο Μαλάκας, εντάξει, μας βρήκε εισιτήρια. Ντυνόμαστε και πάμε· προσέκκο και εφέ στο φουαγιέ, όλα ωραία, κοιτάμε τις κάσες τις κολωνακιώτικες που περπάταγαν και νιώθανε να τους ανήκε η όπερα, λες κι ήτανε Κερκυραίες, κοίταγα τους κολωνακιώτες τους ξεπεσμένους, σαν μαδημένες νερόκοτες. Καταφθάνει και ο αρχιπαπάρας καθυστερημένος λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, μπαίνουμε μέσα, ωραία η Λουτσία, μια χαρά, καλές φωνές, παραγωγή κιμπάρικη. Στο διάλειμμα στο φουαγιέ με κοιτάει και μου λέει ο κοκάκιας (γιατί ήτανε και κοκάκιας, όλα τα κακά τα είχε το παπάρι το μαραμένο) με το μάτι να γυαλίζει σαν γυάλινο κι έτσι μοχθηρό: "Δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει" -- ναι έτσι μιλάει ο Χάρης Πάτσης, το κωλόφυτο η Δομή -- "δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει γυναίκα σαν τη Μάνια".
Και ξαφνικά αστράφτουν όλα μπροστά μου. Όλα. Και βλέπω ότι είναι φτιαγμένος και καταλαβαίνω τι παίζει μπροστά στα μάτια μου, όχι πίσω από την πλάτη μου, εδώ και μια εξαετία, αυτό το γαμημένο το 2010-2016 που μηδένισε τα κοντέρ ολωνών και μας πέταξε στην αφετηρία και γέμισε την πόλη τραμπούκους να κυνηγάνε πεινασμένους και που μας έκλεισε τα μαγαζιά και μας γάμησε τα μυαλά. Καταλαβαίνω τότε τι γίνεται και κόβονται τα πόδια μου κι έτρεμαν και τα γόνατά μου λίγο και βλέπω από μακριά τη δικιά μου, τη μαλάκω τη Μάνια που με κεράτωνε με αυτόν τον μπαγιάτικο κουραμπιέ, τον κοκκινιτρίχη με φωνή σαν καραμούζα αποκριάτικη, να έρχεται από την τουαλέτα που πούδραρε τη μύτη της ή δεν ξέρω τι. Προλαβαίνω λοιπόν και του λέω "Το ξέρω, φίλε. Δεν υπάρχει." Και παίρνω τη Μάνια από το μπράτσο, την τραβάω μπροστά και πάμε και καθόμαστε στις θέσεις μας και βλέπουμε ήσυχα ήσυχα την τελευταία πράξη, όπου πεθαίνουν όλοι, ως συνήθως. Μετά πήγαμε σπίτι μας.