Κατάφερα να δω και τις δύο πολυσυζητημένες ελληνικές ταινίες, τη Στρέλλα και τον Κυνόδοντα. Αν δεν τις έχετε δει, σταματήστε να διαβάζετε και πηγαίνετε να τις δείτε.
Γενικά δε μου αρέσει ο ελληνικός κινηματογράφος από σεναριακής και θεματολογικής άποψης. Νομίζω ότι έχω ξαναγράψει για το θέμα, αλλά αντί να ψάχνω τον σύνδεσμο, μπορείτε να τον βρείτε εσείς στο νέο μπλογκ που περιλαμβάνει (σχεδόν) όλα όσα έχω γράψει κι ό,τι θα γράφω στο εξής. Ωστόσο, πρόσφατα έχουν εμφανιστεί ελληνικές ταινίες (να θυμηθώ πολύ πρόχειρα την Ιστορία 52) που είναι πολύ διαφορετικές: χωρίς ποιητισμούς, χωρίς τάχα μου γκονταρικούς διαλόγους, χωρίς σχηματικά "συμβολικά" σενάρια που τα τραβάει η διακειμενικότητα στον πάτο, χωρίς αφέλειες κτλ.
Ο Κυνόδοντας δεν είναι καθόλου ευχάριστη ταινία. Είναι βεβαίως άψογα γυρισμένη και πάρα πολύ δυνατή. Μάλιστα είναι τόσο δυνατή, που σε βαράει στο κεφάλι διακριτικά αλλά πάρα πολύ σφοδρά.
Λειτουργεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα.
Πρώτα-πρώτα είναι μια ακραία αλλά λεπτομερής και πολύ αποτελεσματική σάτιρα της (ελληνικής) οικογένειας, τουλάχιστον όπως τη γνώρισε η γενιά μας. Πόσοι από εμάς δε φαντάστηκαν ή δε φοβήθηκαν ότι οι γονείς μας θα ήθελαν κατά βάθος να μας απομονώσουν εντελώς από τον έξω κόσμο και τις κακές επιρροές: τη σατανική τηλεόραση, τις καφετέριες κι όλα τα άλλα που βλέπαμε σε αριστουργήματα όπως τα Τσακάλια ότι ρίχνουνε τη νεολαία στον βούρκο.
Δεύτερον, η ταινία αποτελεί ένα ενδιαφέρον πείραμα σκέψης σχετικά με τα όρια του κοινωνικού μπιχεβιορισμού: μπορείς να διαμορφώσεις τη συμπεριφορά του ανθρώπου κατά βούληση ελέγχοντας τα ερεθίσματα που δέχεται; Γίνεται να παρακάμψεις ή να ανασκευάσεις την ανθρώπινη φύση ώστε τελικά να πείσεις για την επικινδυνότητα της γάτας ή να αποσβέσεις το ταμπού της αιμομιξίας; Είναι εφικτό να πείσεις ανθρώπινα όντα ότι "πληκτρολόγιο" σημαίνει μουνί; (αν κι εντάξει, σχετικά με αυτό το τελευταίο, σε μπλογκάδες απευθύνομαι)
Τρίτον, ο Κυνόδοντας είναι η ουσιαστικότερη, αν και αλληγορική, κριτική της κλειστής κοινωνίας: απομόνωση, αυτάρκεια, προπαγάνδα, ψέμα, παραπληροφόρηση, περιχαράκωση και δαιμονοποίηση του "έξω κόσμου", τρομολαγνία, έμφαση και πρωτείο στην κοινότητα-οικογένεια, πλήξη, βία, εκπόρνευση και -- σε πολλά επίπεδα -- αιμομιξία. Η κατάσταση στο απομονωμένο σπίτι θυμίζει ιστορίες από ορεινές κοινότητες της Ευρώπης αλλά κι από ολόκληρες κοινωνίες (Βουλγαρία, Ανατολική Γερμανία, Βόρεια Κορέα κτλ.).
Με το να επιτίθεται μετωπικά και σαδιστικώς ανελέητα στην οικογένεια, στην (μπιχεβιοριστική) Παιδεία και στα αντανακλαστικά της (ενίοτε θεόκλειστης) κοινωνίας μας, ο Κυνόδοντας ήδη πρωτοπορεί. Το γράμμα το πάει ακόμα παραπέρα η ταινία με την τεχνική και αισθητική της ματιά και το ολοκληρωμένο όραμά της.
Η ενδιαφέρουσα συγκυρία βρίσκεται στο ότι η άγρια σκυλίσια κριτική του Κυνόδοντα συνυπάρχει με τη μη-τραγική κατάληξη της Στρέλλας. Η Στρέλλα πρωτοπορεί με την απουσία ενοχής και τιμωρίας για ανομολόγητα πράματα και (σε ένα επίπεδο κάπως πιο προφανές) στο ότι είναι η πρώτη (ή η δεύτερη) ελληνική ταινία στην οποία οι τραβεστί δεν είναι θλιβερά κουρέλια, τραγικά ερείπια, τελειωμένα τζάνκι που σφάζονται ή που τα πυροβολεί κάποιος μουστακαλής λαϊκός πασοκόμορφος τύπος. Τα υπόλοιπα για τη Στρέλλα θα τα διαβάσετε εδώ.
Αν η Στρέλλα εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, ο Κυνόδοντας μας πάει πέρα από αυτήν για να φωτίσει κάποια από τα στρεβλά συλλογικά οράματά μας. Και οι δυο ταινίες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, κάνουν πολύ ενδιαφέρον και πολύ δύσκολο σινεμά -- μέσα σε έναν πραγματικό κόσμο τυράννων αιμομικτών πατεράδων, σαν εκείνους τους αυστριακούς.
Γενικά δε μου αρέσει ο ελληνικός κινηματογράφος από σεναριακής και θεματολογικής άποψης. Νομίζω ότι έχω ξαναγράψει για το θέμα, αλλά αντί να ψάχνω τον σύνδεσμο, μπορείτε να τον βρείτε εσείς στο νέο μπλογκ που περιλαμβάνει (σχεδόν) όλα όσα έχω γράψει κι ό,τι θα γράφω στο εξής. Ωστόσο, πρόσφατα έχουν εμφανιστεί ελληνικές ταινίες (να θυμηθώ πολύ πρόχειρα την Ιστορία 52) που είναι πολύ διαφορετικές: χωρίς ποιητισμούς, χωρίς τάχα μου γκονταρικούς διαλόγους, χωρίς σχηματικά "συμβολικά" σενάρια που τα τραβάει η διακειμενικότητα στον πάτο, χωρίς αφέλειες κτλ.
Ο Κυνόδοντας δεν είναι καθόλου ευχάριστη ταινία. Είναι βεβαίως άψογα γυρισμένη και πάρα πολύ δυνατή. Μάλιστα είναι τόσο δυνατή, που σε βαράει στο κεφάλι διακριτικά αλλά πάρα πολύ σφοδρά.
Λειτουργεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα.
Πρώτα-πρώτα είναι μια ακραία αλλά λεπτομερής και πολύ αποτελεσματική σάτιρα της (ελληνικής) οικογένειας, τουλάχιστον όπως τη γνώρισε η γενιά μας. Πόσοι από εμάς δε φαντάστηκαν ή δε φοβήθηκαν ότι οι γονείς μας θα ήθελαν κατά βάθος να μας απομονώσουν εντελώς από τον έξω κόσμο και τις κακές επιρροές: τη σατανική τηλεόραση, τις καφετέριες κι όλα τα άλλα που βλέπαμε σε αριστουργήματα όπως τα Τσακάλια ότι ρίχνουνε τη νεολαία στον βούρκο.
Δεύτερον, η ταινία αποτελεί ένα ενδιαφέρον πείραμα σκέψης σχετικά με τα όρια του κοινωνικού μπιχεβιορισμού: μπορείς να διαμορφώσεις τη συμπεριφορά του ανθρώπου κατά βούληση ελέγχοντας τα ερεθίσματα που δέχεται; Γίνεται να παρακάμψεις ή να ανασκευάσεις την ανθρώπινη φύση ώστε τελικά να πείσεις για την επικινδυνότητα της γάτας ή να αποσβέσεις το ταμπού της αιμομιξίας; Είναι εφικτό να πείσεις ανθρώπινα όντα ότι "πληκτρολόγιο" σημαίνει μουνί; (αν κι εντάξει, σχετικά με αυτό το τελευταίο, σε μπλογκάδες απευθύνομαι)
Τρίτον, ο Κυνόδοντας είναι η ουσιαστικότερη, αν και αλληγορική, κριτική της κλειστής κοινωνίας: απομόνωση, αυτάρκεια, προπαγάνδα, ψέμα, παραπληροφόρηση, περιχαράκωση και δαιμονοποίηση του "έξω κόσμου", τρομολαγνία, έμφαση και πρωτείο στην κοινότητα-οικογένεια, πλήξη, βία, εκπόρνευση και -- σε πολλά επίπεδα -- αιμομιξία. Η κατάσταση στο απομονωμένο σπίτι θυμίζει ιστορίες από ορεινές κοινότητες της Ευρώπης αλλά κι από ολόκληρες κοινωνίες (Βουλγαρία, Ανατολική Γερμανία, Βόρεια Κορέα κτλ.).
Με το να επιτίθεται μετωπικά και σαδιστικώς ανελέητα στην οικογένεια, στην (μπιχεβιοριστική) Παιδεία και στα αντανακλαστικά της (ενίοτε θεόκλειστης) κοινωνίας μας, ο Κυνόδοντας ήδη πρωτοπορεί. Το γράμμα το πάει ακόμα παραπέρα η ταινία με την τεχνική και αισθητική της ματιά και το ολοκληρωμένο όραμά της.
Η ενδιαφέρουσα συγκυρία βρίσκεται στο ότι η άγρια σκυλίσια κριτική του Κυνόδοντα συνυπάρχει με τη μη-τραγική κατάληξη της Στρέλλας. Η Στρέλλα πρωτοπορεί με την απουσία ενοχής και τιμωρίας για ανομολόγητα πράματα και (σε ένα επίπεδο κάπως πιο προφανές) στο ότι είναι η πρώτη (ή η δεύτερη) ελληνική ταινία στην οποία οι τραβεστί δεν είναι θλιβερά κουρέλια, τραγικά ερείπια, τελειωμένα τζάνκι που σφάζονται ή που τα πυροβολεί κάποιος μουστακαλής λαϊκός πασοκόμορφος τύπος. Τα υπόλοιπα για τη Στρέλλα θα τα διαβάσετε εδώ.
Αν η Στρέλλα εξετάζει τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, ο Κυνόδοντας μας πάει πέρα από αυτήν για να φωτίσει κάποια από τα στρεβλά συλλογικά οράματά μας. Και οι δυο ταινίες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, κάνουν πολύ ενδιαφέρον και πολύ δύσκολο σινεμά -- μέσα σε έναν πραγματικό κόσμο τυράννων αιμομικτών πατεράδων, σαν εκείνους τους αυστριακούς.