Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Αστακός

Όταν ήμουν στο Λύκειο με ρώτησε η μητέρα μου γιατί δεν θέλω να γίνω γιατρός αφού δεν σιχαίνομαι εύκολα και αφού ούτε με τρομάζουν τα τραύματα ούτε αποστρέφομαι το αίμα. "Δεν αντέχω να υποφέρει ο άλλος, ιδίως αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα." Δεν ξαναμίλησε ποτέ για το θέμα.

Δυστυχώς ίσως, κάθε τι που ζω και παρατηρώ γύρω μου χρωματίζεται πάραυτα από μια πολύ έντονη και ενδεχομένως ιδιαίτερη διάθεση μέσα μου, διάθεση που τονίζει και βγάζει μπροστά το στοιχείο του πόνου, της αγωνίας και της στέρησης. Με ακολουθούνε πάντοτε από κοντά ή από μακριά ο οίκτος κι η συμπόνοια.

Μαθαίνουμε γρήγορα να αντιμετωπίζουμε τα βάσανα των άλλων σαν ιστορίες που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα τελειώσουν. Θα τελειώσουν λοιπόν είτε με το ότι όλα θα πάνε στο τέλος μια χαρά, οπότε βάζουμε τελεία και παύλα εκεί όπου θέλουμε εμείς ή εκεί όπου μας επιτρέπει η περιοδολόγηση της ζωής του άλλου, είτε συνήθως με το αμετάκλητο "πέθανε κι ησύχασε". Κάνουμε τον πόνο των άλλων ιστορία ή παραμύθι γιατί θα συντριβούμε αν δεν αποστασιοποιηθούμε. Όμως ο πόνος, η αγωνία και η δυστυχία των άλλων θα γίνει για τους ίδιους ιστορία -- ή και παραμύθι -- μόνον αφού τελειώσουν όλα, ενώ όσο διαρκούν είναι ακριβώς και κυρίως αυτά: πόνος, αγωνία, δυστυχία.

Δυστυχώς για μένα, δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ από τη φρίκη του παιδιού που βλέπει να ξυλοκοπούν τη μάνα του, από το διαρκές μινύρισμα της στέρησης των απολύτως απαραίτητων, από την ανήκεστη βαρβαρότητα του βιασμού, από τον κακοφορμισμένο ακρωτηριασμό τού να πεθάνει το παιδί σου -- όλα αυτά παίζουνε στο σινεμά μέσα στο κεφάλι μου ξανά και ξανά και κάθε φορά προσέχω μια νέα λεπτομέρεια ή ταυτίζομαι με μια όψη του πόνου καινούργια. Με παραλύει η ύπαρξη και η πραγματικότητα των σφαγών, με νεκρώνει η φρίκη της σκέψης ότι αθώοι πεθαίνουν και πεθαίνουν βίαια και άκαιρα και φρικτά, με βαραίνει η ατελείωτη σκλαβιά μιας ζωής με πάρα πολλή δουλειά και με ελάχιστη χαρά. Δυσκολεύομαι να βάλω στην άκρη την ψυχική χωλότητα καταπιεσμένων και κακοποιημένων παιδιών, την αγωνία και την πίκρα του γονιού για το άρρωστο παιδί του, την ερημιά της μοναξιάς και την εξαθλίωση της χρόνιας ερωτικής στέρησης, τον φόβο της αρρώστειας και την απαράθραυστη αγωνία προαναγγελθέντων θανάτων. Δεν με κάνουν να μελαγχολώ και να λυπάμαι όλα αυτά, και περισσότερα, παρά με βαραίνουν και με πονάνε.

Όλα αυτά βρίσκονται εντός μου αισθητά και αιχμηρά· ευτυχώς υπάρχουν οι νευρώσεις μου για να με προστατεύουν από τη διαρκή υπενθύμισή τους ή, καλύτερα, από την αδιάλειπτη παρουσία τους μέσα στο σινεμά που στεγάζει το κρανίο μου.

Κι όλα συμπυκνωμένα επέστρεψαν και φανερώθηκαν αστραπιαία καθώς Κυριακή απόγευμα έβλεπα έναν αστακό μοναχό του με τις δαγκάνες δεμένες, ως είθισται, να περιμένει ακίνητος σε ένα ενυδρείο πότε θα φαγωθεί.

GatheRate

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Τρεις άθλιοι καφέδες της ζωής μου


Έκλεισε η καντίνα στη δουλειά λόγω ανακαίνισης. Την καφετιέρα στο γραφείο μου τη χάρισα πριν 3-4 χρόνια σε κάτι παιδιά που χρειάζονται καφέ περισσότερο κι από εμένα, άλλωστε συνήθως σταματάω και παίρνω καφέ από τον δρόμο πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά. Τις προάλλες όμως χρειαζόμουν καφέ κατά τις 11 και, κάτι που συνήθως δεν μου συμβαίνει. Σκέφτηκα ότι η κοντινή καφετέρια, περί τα 6+6 λεπτά περπάτημα αλέ ρετούρ, χρεώνει για καπουτσίνο μια βλακόσουπα με γάλα που φτιάχνει μηχάνημα. Σταμάτησα λοιπόν να πάρω καφέ από το φορτηγάκι που έχει σταθμεύσει δίπλα στην κλειστή καντίνα.

Βεβαιώθηκα ότι δεν θα έπινα ζεστό αχτύπητο νες, που είναι το εθνικό τους αφέψημα εδώ, και έδωσα το 1,60. Έβαλα το χάρτινο ποτήρι κάτω από το στόμιο, πάτησα το κουμπί και το τουρκοζούμι έσταξε. Black coffee, έγραφε δίπλα από το κουμπί.

Ο καφές ήτανε προσβολή, βεβαίως. Όμως αν και ήτανε τραχύς στο στόμα μου, μου ανέβασε μια γλύκα μικρή στην καρδιά. Σε μια στιγμή μαντλέν ανακάλεσα τον καφέ μηχανής στη Ρεν το '95 και τους αμερικάνικους καφέδες του '13.

Όταν αναζητούσα καφέ τον υγρό Σεπτέμβρη του '95 στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών, μας έστελναν στον αυτόματο πωλητή του εντευκτηρίου. Γενικά τρελαίνομαι για αυτόματους πωλητές, ιδίως σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, για να μην πω για εκείνους που πουλάνε θανατηφόρο τηγανητό τζανκ στην Ολλανδία: βάζεις ευρώ, ανοίγεις γυάλινο πορτέλι, τρως λιπαρά. Στη Ρεν λοιπόν έβαζες δίφραγκο (γαλλικό, πριν το ευρώ αυτά, παιδιά μου) έπεφτε πλαστικό (πριν την αειφόρο μας, ναι) ποτηράκι και ακολουθούσε μέσα του μέλαν ζέον νερόπλυμα. Που μύριζε πρωινό ξύπνημα μέσα σε μικροσκοπικό σταγονίδια υγρασίας που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα μέσα στο χωρίς σκιές πανταχόθεν φως του Βορρά. Που είχε γεύση καβουρντισμένου βακελίτη και εσάνς ξύλου βερνικωμένου που σιγοκαίει στο τζάκι (όπως χρόνια μετά συνειδητοποιήσαμε).

Καμμιά φορά βρίσκαμε και τα 50 centimes εύκαιρα (ρέστα δεν δίνονταν) και έτσι εμπλουτιζόταν το ρόφημα με σοκολάτα (μόκα, και καλά) ή γάλα σκόνη (γάλα ρεζιλέ, γαλλιστί régilait). Είτε σκέτος, είτε με γάλα, είτε μόκα-και-καλά, ο καφές είχε πάντως χαρακτήρα. Καλός δεν ήταν αλλά ήταν χαρακτήρας. Και, δεν κάνω πλάκα, δίπλα στον αυτόματο πωλητή του καφέ υπήρχε άλλος αυτόματος πωλητής-ψυγείο, με βιτρίνα, που πούλαγε ορανζινά, κοκακολά και -- ναι -- μαντλέν σε συσκευασίες των δύο, ιδανικό βούτημα για τον καφέ της διπλανής μηχανής.

Το 2013 πήγα για είκοσι μέρες περίπου στην Αμερική. Δεν ήμουνα και πολύ στα καλά μου εκείνες τις μέρες και αυτό είχε να κάνει και με το γεγονός ότι η δουλειά δεν περπάταγε όπως θα ήθελα πέρα από κάποιες προοπτικές που ανοίχτηκαν και μετά έκλεισαν· εντωμεταξύ έπηζα τόσο πολύ εκεί, που διάβασα μέχρι και τον οκτάτομο Βούδα του Τεζούκα (που δεν μου πολυάρεσε). Ο συνάδερφος που με υποδέχτηκε την πρωτη μέρα με πήγε για φαγητό, εγώ ήμουνα μέσα στη γλυκειά μαστούρα του τζέτλαγκ, μου έδωσε ένα τσαντάκι με κάψουλες Keurig, το αμερικάνικο αντίστοιχο των νεσπρέσσο και των (ανώτερων) Dolce Gusto: "σε ξέρω", μου λέει, "θα τις χρειαστείς". Εγώ ήδη ήξερα ότι έχει στο δωμάτιό μου μηχάνημα και ότι ο καφές στην Αμερική είναι σχεδόν παντού σαν αλογίσιο κάτουρο φιλτραρισμένο μέσα από βαμβακερές κάλτσες πλανόδιου ιεροκήρυκα, ποικιλία robusta γαρ. Δέχτηκα το δώρο με απροσποίητη ευγνωμοσύνη.

Όμως χρειαζόμουν καφέ και εκτός δωματίου κατά τη διάρκεια της μέρας, χρειαζόμουν καφέ και μετά το πρωινό. Δεν πίνω καφέ μόνο για την καφεϊνη, ακόμα και όταν ήμουνα παιδί και σιχαινόμουν τη γεύση του, αγαπούσα το άρωμα του καφέ. Επίσης απαξιώ να δώσω 4 δολάρια και βάλε για κάτι αναίτια περίτεχνο σαν τα κατασκευάσματα των Στάρμπαξ και τα παρόμοια, εκτός αν είναι παγωμένα εκεί γύρω στις 6-7 μμ θερινή και η μόνη εναλλακτική λύση είναι η μπύρα. Για μένα ο καφές πρέπει να είναι κάτι ταπεινό κι αυτονόητο, λαϊκό αλλά υψηλής ποιότητας -- όπως στη Γερμανία και την Ιταλία. Αν θέλω γκουρμεδιές, ασχολούμαι κάλλιστα με τσάγια, όπου η γκουρμεδιά έχει νόημα. Δοκίμαζα λοιπόν διάφορους καφέδες, όλοι ανεξαιρέτως ήταν αλογίσιο κάτουρο φιλτραρισμένο μέσα από βαμβακερές κάλτσες πλανόδιου ιεροκήρυκα, διέφερε μόνον αν το άλογο ήτανε ντοπέ ή και σε οίστρο και ο βαθμός μέριμνας για το σώμα που επιδείκνυε ο ιεροκήρυκας. Τελικά βρήκα έναν καφέ λίγο κυριλέ που λεγότανε Green Mount ή κάτι τέτοιο χωριάτικο, έπαιρνα πάντα την ποικιλία που λεγόταν "ευρωπαϊκό χαρμάνι". Πινόταν.

Και μόλις την προηγούμενη βδομάδα συνειδητοποίησα ότι ο καφές του γαλλικού δίφραγκου και των τριών και πενήντα δολλαρίων δεν διέφερε και τόσο από το ζουμί που προμηθεύεσαι από αυτόματο μηχανάκι μέσα σε ένα φορτηγάκι. Και με αυτό το στιγμιότυπο μαντλέν αποκτάς τρία αυθαίρετα σημεία αναφοράς στη ζωή σου και μεταξύ τους διαγράφεις την αλλαγή και την πρόοδο.

GatheRate

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

" ... and even thou art a little queer"

Πολλές φορές, ως μέρος του αγώνα τους για δικαιώματα, χειραφέτηση και αυτό που λέμε "ορατότητα", δηλαδή αξιοπρέπεια πιο παλιομοδίτικα, πολλοί γκέι καταφεύγουν σε μια σειρά επιχειρημάτων που πάνε ως εξής: όλοι οι στρέιτ άντρες είναι κατά βάθος γκέι ή δοκιμάζουνε σποραδικά τον αντρικό έρωτα ή κατά βάθος θέλουνε να τον δοκιμάσουν αλλά ζορίζονται ή κιοτεύουν. Αυτά συνήθως λέγονται όχι ως μέρος κάποιας στρατηγικής παρά μάλλον αυθόρμητα (και πολλές φορές μετά λόγου γνώσεως): ο γκέι άντρας θα τονίσει σε μια συζήτηση πόσοι κατ' όνομα στρέιτ άντρες ζουνε διπλές ζωές, ή παίρνονται περιστασιακά (προσθέτοντας καλαμπουράκια για το πώς η αντρίλα και το ματσιλίκι τους συνυπάρχουν με πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις και ροπές). Άλλοι, και πάλι συνήθως βασισμένοι στην εμπειρία τους, θα προσπαθήσουνε να καταδείξουν ότι οι περισσότεροι άντρες είναι αμφισεξουαλικοί, όρος που πάντως αντιπαθούν κάποιοι ακραιφνείς queer ακτιβιστές, ή ότι οι περισσότεροι άντρες είναι bicurious και heteroflexible ή δεν ξέρω τι όρο θα χρησιμοποιήσουν προερχόμενο από την πορνογραφία, που τόσο απροκάλυπτα κι απενοχοποιημένα -- μέχρι και σε επίπεδο θεωρητικής συγκρότησης -- στέργει το γκέι κίνημα.

Φρονώ ότι ελάχιστοι άντρες δεν έχουν επιθυμήσει, έστω και μια φορά, κάποιον άντρα, ότι ελάχιστοι άντρες δεν έχουν έστω μισοκαυλώσει στην όψη άλλου αντρικού σώματος. Όταν λοιπόν δω τέτοια σχόλια να αντιμετωπίζονται με αγανάκτηση συνήθως συμπεραίνω είτε ότι έπεσα στην περίπτωση είτε ότι τέτοιες επιθυμίες μάλλον καταπιέζονται απηνώς. Σε γενικές γραμμές, δεν ξετρελαίνομαι για στεγανά και, όπως είπα αλλού, "νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες".

Ωστόσο το επιχείρημα "όλα τα αγοράκια κατά βάθος είμαστε λίγο αδερφές, άρα αποδεχτείτε εμάς τα εντελώς γκέι αγόρια" πάσχει βαριά· μιλάω για τα αγόρια επειδή με τα κορίτσια που θέλουνε (και) κορίτσια τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, βασικά λόγω πατριαρχίας: οι αδερφές είναι εξωμότες, οι λεσβίες είναι κάτι βλαμμένες που είτε δεν βλέπονται είτε δεν τους κόβει να βρουν άντρα είτε δεν έχουνε κανονιστεί δεόντως ακόμα.

Γιατί όμως "πάσχει" το επιχείρημα;

Πρώτον, κανένας αγώνας δεν κερδήθηκε με το να πείσεις τον προνομιούχο (τον στρέιτ άντρα στην περίπτωσή μας) ότι μετέχει της φύσης σου. Το ζήτημα των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων είναι πολιτικό, δεν είναι πρόβλημα του να νιώσουμε όλοι την αγάπη (ή τον φαλλό). Αν οι αγώνες κερδίζονταν με το επιχείρημα "είσαι κι εσύ, προνομιούχε, λιγάκι σαν κι εμένα που με στιγματίζεις", το ισχυρότερο επιχείρημα του φεμινισμού θα ήταν οι μαντράχαλοι που ντύνονται "γυναίκες" (πουτάνες συνήθως) τις Απόκριες.

Δεύτερον, οι δεινότεροι και πιο ακατάβλητοι πολέμιοι των δικαιωμάτων των γκέι αντρών (για να το περιορίσω σε αυτούς) είναι ακριβως κάτι ενοχικές κρυφές αδερφές, αφού "μισούμε με πάθος και εμμονικά ό,τι ποθούμε ανεξέλεγκτα, ό,τι ξέρουμε πως θα μας απορροφήσει, θα μας εξουθενώσει και ίσως θα μας αφανίσει εάν του αφεθούμε. [...] μισούμε όχι τόσο γιατί φοβόμαστε αλλά γιατί φθονούμε". Δεν ξέρω λοιπόν τι εξυπηρετεί να πείσεις ακόμα περισσότερους άντρες ότι θα ήθελαν να παίρνονται κυρίως ή αποκλειστικά με άντρες, μήπως τελικά μάλλον στρατολογείς εχθρούς των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων; -- δεν χρησιμοποιώ τον όρο "ομοφοβία" γιατί όπως δεν είπε ο Μόργκαν Φρήμαν: "Δεν είναι φοβία. Δεν είσαι φοβισμένος, αρχίδι είσαι."

GatheRate

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Έργα και λόγια, στοχασμοί

Ο παππούς μου, όχι ο Πολίτης, ο άλλος, ήταν ένας σιωπηλός άνθρωπος. Μίλαγε ελάχιστα· όταν αποφάσιζε να μιλήσει έλεγε λίγα. Ζύγιζε πάρα πολύ τις κουβέντες του, κι αυτό αναδεικνυόταν ως φρόνηση, σχεδόν στο ύψος αφανούς και χαμηλόφωνης σοφίας, μέσα στη μικρή κοινωνία όπου ζούσε με τις δυνατότητες που αυτή παρείχε για σαχλαμάρα κι αδολεσχία. Ακόμα και όταν -- σπάνια -- πήγαινε στο καφενείο του Κ, δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό, μίλαγε ελάχιστα.

Από τον παππού αυτόν πήρα τα μαλλιά. Μικρός ήμουν γλωσσοκοπάνα και μυθομανής. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μη με αποπαίρνουν δημοσία και να μη με χαντακώνουν που έλεγα πολλά και χαζά αλλά κάποτε δεν άντεχαν κι αυτοί: πρέπει να ήμουν εφτά-οχτώ χρονών, όταν μετά από επική ουζοκατάνυξη στο Τηνιακό στην Αλεξάνδρας οι γονείς μου μού εξήγησαν ότι δεν γίνεται να λέω ιστορίες που βγάζω από το κεφάλι μου (τη συγκεκριμένη τη θυμάμαι) μπροστά σε συνάξεις μεγάλων. Η μυθομανία κόπηκε όταν πήγα Α' Γυμνασίου. Δεν ήθελα πια ούτε να λέω χαζές ιστορίες βγαλμένες από το κεφάλι μου, ποτέ δεν το είχα με την πλοκή, ούτε να είμαι πολυλογάς. Προειδοποιούσε ο παππούς ο άλλος, ο Σταμπουλιώτης, ότι οι Εβραίοι της Σαλονίκης, τους οποίους πρόλαβε όσο έζησε εκεί, είχανε το "πόκος παλάβρας" για απόφθεγμα και προτροπή· έμαθα και στο κατηχητικό πως ο Χριστός προειδοποιεί ότι "πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ λαλήσουσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσιν περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως". Τα πράγματα ήταν επιεικώς ζόρικα.

Βεβαίως σαν τον παππού τον σιωπηλό δεν έγινα ποτέ. Αδυνατώντας να σωπαίνω, είπα να το καλλιεργήσω το χάρισμα. Ξεκίνησα να διαβάζω συστηματικά, όσο μπορούσα, και σιγά σιγά να απογαλακτίζομαι από τις εγκυκλοπαίδειες, τις οποίες χαριτολογούσαν οι συγγενείς ότι έτρωγα σελίδα σελίδα, σε εποχές αθώες: πριν τον τυφλό φονιά στο Όνομα του Ρόδου.

Όταν τελικά ήρθε ο έρωτας, συνέβησαν δύο πράγματα. Αφενός μού άρεσε πολύ. Μου άρεσε τόσο πολύ που δεν μπόρεσα ποτέ να τον βάλω απέναντι και να τον ενατενίζω ψυχρά και χρηστικά. Κριτικά, ναι, περιδεής και πανικόβλητος, ναι -- ψυχρά και χρηστικά ποτέ. Αν δεν μπορώ να είμαι τρυφερός, είμαι ευγενικός και τίμιος, αν δεν είναι για πολύ τιμώ και σέβομαι το λίγο, αν είναι βαθύ δεν το ονομάζω, αν είναι ρηχό ίσως θα πω για τον ιριδισμό του (όπως της λιμνοθάλασσας στον Σολωμό). Αποφεύγω να διεκτραγωδώ τις υπεραναλύσεις εντός μου, εκτός αν με πνίγουν, αποφεύγω τις περιγραφές και τις παραινέσεις και τα "έλα να σου πω". Δεν λέω λέξη παραπάνω από όσα έχω επίγνωση ότι αισθάνομαι. Κι εκεί, ιδίως εκεί, πασχίζω να ακριβολογώ. Ασιανός μεν ενίοτε, ακριβολόγος δε πάντοτε. Κομματάκι φλερύ αλλά κοφτερός σαν ατσάλι γιαπωνέζικο που μας έμαθε ο Ταραντίνο.

Κάπου εκεί κατάλαβα ότι δεν δικαιούμαι να λέω τζάμπα λόγια, όμορφα και παχιά, για να γαμήσω. Κάπου εκεί αποφάσισα ότι δεν θα χειριστώ και δεν θα πειθαναγκάσω ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή μπορώ, ίσα ίσα για να με καβαλάν οι όμορφες και να πέφτουνε στο στέρνο μου τα μαλλιά τους. Κάπου εκεί κατάλαβα ότι θα ζοριστώ αλλά θα ευτυχήσω αν λέω μόνον αυτό που έχω κι αν μολογάω μόνον ό,τι είμαι. Αυτά ρυθμίστηκαν νωρίς και έτσι έμειναν, είναι οι δικές μου παραδόσεις και τα όσια και τα ιερά μου, που λέμε.

Και βεβαίως ευτύχησα. Αλλά γιατί τα λέω αυτά;

Επειδή σκεφτόμουν ότι ο παππούς ο σιωπηλός έκανε τον βίο του λόγο. Δεν μίλαγε είτε γιατί δεν μπορούσε, σφηνωμένος καθώς ήταν μεταξύ τουρκικών και καθαρεύουσας και της διαλέκτου των καραγκούνηδων που δεν πολυεκτιμούσε, είτε γιατί εμποδιζόταν, καθώς είχε οικογένεια και παιδιά και στον κάμπο τα πράγματα γίνονταν κάθε τόσο πολύ βάρβαρα, είτε γιατί αυτός ήταν. Λόγος του παππού ήταν ο βίος του, ότι δεν μπήκε στο μπουρδέλο κι ας του πέταξαν μέσα το καπέλο μέσα κι ότι προτίμησε να πάει σπίτι ασκεπής. Λόγος του ήταν ότι σιώπησε και δεν το διαλάλησε στον καφενέ όταν ενδεχομένως πήγε -- όλοι οι άντρες παν αργά ή γρήγορα, έτσι λένε. Λόγος του ήταν το μαντικώς λοξό και πρωτεϊκώς απρόθυμο βλέμμα του όταν τον ρωτάγαμε αν είναι αριστερός ή τι ψηφίζει. Λόγος του ήταν όταν σκυθρώπιασε σαν έμαθε που κάποιο παιδί του δυσαρεστήθηκε με το πώς ρύθμισε τα κληρονομικά.

Εγώ πάλι μιλάω. Δεν ξέρω αν ο βίος μου θα μπορούσε να γίνει λόγος μου, ενδεχομένως όχι. Ο βίος μου στην καλύτερη περίπτωση οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει. Δεν ξέρω καν τι θα έλεγε ο βίος μου. Εντάξει, και ο λόγος μου επίσης σημαίνει: δεν με ξετρελαίνει το εξώφθαλμο και το προφανές, ενώ η συνθηματολογία με κάνει και φαγουρίζομαι τρελά. Όμως πολλές φορές αισθάνομαι ότι ο λόγος μου είναι η αλήθεια, όχι ο βίος μου. Κι εν πάση περιπτώσει, ο λόγος μου σημαίνει όπως θέλω εγώ. Γιατί μιλάω επειδή μπορώ να μιλάω και παραιτούμαι από το παραμύθιασμα και την απάτη επειδή έτσι θέλω. Κι όθεν η ζωή μου είναι ο λόγος μου: όσα "ναι" έχω πει και οπωσδήποτε όσα "σ' αγαπώ" και κάθε παίνεμα και κάθε παράπονο και όλα όσα επιλέγω να φανερώσω μα και κάθε μισοφανερωμένο μυστικό και όλα μα όλα τα παραληρήματα πόθου, οργής, τρυφερότητας, απογοήτευσης και ευγνωμοσύνης.

Κι έτσι μιλάω στον έρωτα σαν φιλαλήθης και σχολαστικός αναλυτικός, κι έτσι μιλάω στη δουλειά και στο κουρμπέτι σαν δειλά ερωτευμένος. Και αυτή είναι η ζωή μου.

GatheRate

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Μπαομπάμπ

Οι ιστορίες που μου λένε οι άλλοι (και οι άλλοι εύκολα μού εκμυστηρεύονται τις ιστορίες και τα μυστικά τους) αποτελούν το σφιχτό ζυμάρι με το οποίο φτιάχνω τις φρατζόλες μου. Προσθέτω αναπόφευκτα το ξινούτσικο προζύμι δικών μου εμπειριών και δικών μου μυστικών, ή τη μαγιά της ενσυναίσθησης και της διαίσθησης. Αλλά το ζυμάρι μού το παρέχουν οι άλλοι, απλόχερα και δωρεάν.

Σε κάποιες από αυτές τις ιστορίες διακρίνω μια τάση, ίσως αυξανόμενη, να σκηνοθετούν και να στήνουν πολλοί την ερωτική τους ζωή με βάση τις τσόντες που βλέπουν, οι οποίες βεβαίως βρίσκονται εύκολα πια και σε αφθονία. Δεν σχολιάζω τη σεξουαλική προσήλωση κάποιων σε (πάρα) πολύ συγκεκριμένες πρακτικές και διαδικασίες -- ανθρώπινα είναι και αυτά. Επίσης δεν αναθεματίζω γενικώς και συλλήβδην την ερωτογραφία και την πορνογραφία, ούτε καν ως πηγή ιδεών και λύσεων για την ερωτοπραξία. Με απασχολεί κάτι γενικότερο: η μανία της ταύτισης, η ανάγκη να κάνουμε αυτά που βλέπουμε και να τα κάνουμε όπως τα βλέπουμε, αλλά και η έπειξη να συμμετάσχουμε κι εμείς σε κάτι σαν κι αυτό που βλέπουμε.

Φυσικά, το πρόβλημα πάει πολύ παραπέρα από το να θέλουμε να οργανώσουμε τις λαγνουργίες μας σαν να είναι τσόντες ή να σκηνοθετήσουμε όσους συμμετέχουνε σε αυτές σαν πορνοστάρ. Στο κάτω κάτω έχει κι αυτό την πλάκα του, όταν δεν γίνεται ζακόνι και καταναγκασμός.

Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η κοινωνία μάς τσιγκλάει ασταμάτητα και επίμονα να κάνουμε δύο πράγματα, τα οποία αλληλοτροφοδοτούνται: το πρώτο, να κάνουμε τη ζωή μας τσόντα, ρομαντική κομεντί, μυθιστόρημα, υλικό για ανέβασμα στο facebook και στο ίνστα· το δεύτερο, να βρούμε σώνει και καλά τρόπους να ταυτιστούμε, αρνητικά ή θετικά, με αυτό που παρακολουθούμε -- ό,τι και να παρακολουθούμε.

Προφανή παραδείγματα της μανίας να ταυτιστούμε προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την πίεση που ασκούν σε όλους μας να σχετιστούμε με ό,τι βλέπουμε, συνήθως σχολιάζοντάς το. Παράλληλα, περιμένουμε από ταινίες και βιβλία να μας πούνε κάτι για τη ζωή μας και μάλιστα με τον τρόπο που θέλουμε εμείς να μας το πουν.

Αυτό το δεύτερο σύμπτωμα της έπαξης να σχετιστούμε, να ταυτιστούμε με κάτι αλλά με τους δικούς μας όρους, σκιαγραφεί πολύ ωραία σε ένα κείμενό της η Rebecca Mead στον New Yorker. Μιλώντας για τη λογοτεχνία και το σινεμά, διαχωρίζει την ταύτιση που αισθανόμαστε με κάποιον λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό ήρωα από τη σχετισιμότητα ('relatability'), δηλαδή από την προσδοκία ή και απαίτηση το ίδιο το έργο "να χωράει στην εμπειρία του αναγνώστη ή να την αντανακλά". Συμπεραίνει η Mead ότι αν η ταύτιση, δυναμική και ενεργητική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα του να χρησιμοποιεί ο αναγνώστης ή θεατής το έργο σαν καθρέφτη του, η σχετισιμότητα μοιάζει με σέλφι: επιβεβαιώνει κολακευτικά τον σολιψισμό του θεατή ή αναγνώστη, του λέει αυτό που θέλει να ακούσει και του δείχνει τον εαυτό του με τον τρόπο που θέλει να τον βλέπει.

Από τη μια λοιπόν θέλουμε να κάνουμε τη ζωή μας, ή μέρος της ζωής μας, κάτι σαν κι αυτό που παρακολουθούμε, από την άλλη έχουμε την προσδοκία αυτό που παρακολουθούμε να λέει κάτι σχετικό με τη δικιά μας ζωή και μέσα από τη δική μας ματιά.

Και πάλι, αυτό εικονογραφείται ιδανικά στις αυτοσχέδιες τσόντες που ζευγάρια (ή ομάδες) ανεβάζουν στο ίντερνετ: θέλουνε να μεταφερουνε το είδος, το genre, της τσόντας στη δική τους ερωτοπραξία, την οποία κατόπιν απαθανατίζουν ως μία τσόντα με την οποία θα μπορούνε να σχετιστούν: το ζητούμενο είναι και η εισαγωγή του "ιδανικού" σεξ ως είδους απ' έξω και η πραγμάτωσή του σε θέαμα με το οποίο οι πρωταγωνιστές του θα μπορούνε να ταυτιστούν.

Άλλο πεδίο στο οποίο εικονογραφείται αυτός ο φαύλος κύκλος είναι η κακή ποίηση: πολλή ποίηση απηχεί ακριβώς τη διάθεση να καταστεί ο βίος του γράφοντος ή της γράφουσας υλικό για ποίηση, η οποία με τη σειρά της θα γραφτεί με αυτοβιογραφισμό και σολιψιστικώς ώστε να μπορεί να σχετιστεί μαζί της ο ίδιος ο γράφων ή η γράφουσα (και μόνο).

Φυσικά πολλοί θέλουμε και τις ιστορίες μας να πούμε και τις σέλφι μας να βγάλουμε. Οπωσδήποτε έχουμε ζήσει στιγμές που αισθανόμασταν ότι ζούμε μέσα σε μια αφήγηση ή σε κάποιο ιδανικά (ο καθείς κατά τα γούστα του) στημένο πλάνο. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν γίνονται απόλυτες και εμμονικώς απαραίτητες αφενός η διάθεση να βγάζουμε σέλφι και να σχετιστούμε με αυτό που βλέπουμε ή διαβάζουμε και αφετέρου η αίσθηση ότι η ζωή μας όλη, ή στην ιδανική της εκδοχή, (πρέπει να) μιμείται την "τέχνη" (η οποία είναι μίμηση της ζωής;).

Φρονώ ότι πρέπει να ξαναβρούμε τη δύσκολη χαρά να ταυτιζόμαστε με καταστάσεις, ήρωες και ιδέες με τις οποίες δεν μπορούμε με τίποτε να σχετιστούμε, με καταστάσεις, ήρωες και ιδέες που δεν είναι ούτε μέσα από τη ζωή μας ούτε εντός της δικής μας ματιάς και νοοτροπίας. Αυτό θαύμασα και χάρηκα στο 2666, αυτό προσπάθησα να κάνω στα Πορτραίτα, αυτό απολαμβάνω (κάποτε με παιδεμό) διαβάζοντας την ποίηση του George Le Nonce.

GatheRate

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ογδόη του Χεστηριώνος

Urbi et orbi: στην σοσιαλμηντιακή πόλη και στον κόσμο του Πολιτικού. Στον Κάπα Κάπα Μοίρη, που το παρήγγειλε.

Urbi

Γράμματα ξέρουμε. Λίγα ή πολλά, ξέρουμε. Επίσης, όλο και κάποιος γονιός ή δάσκαλος, κάποιο αφεντικό, αγαπημένο ή μη, κάποτε μας κόντυνε ή και μας ταπείνωσε. Που σημαίνει ότι έχουμε εξασκηθεί να λέμε τη γνώμη μας χωρίς να βρίσουμε. Ναι, μπορούμε. Δεν χρειάζεται να διανθίζεις με ωραίες δικές σου σαιξπηριανές βρισιές τους μαλάκες με τους οποίους διαφωνείς: πες πρώτα πού και γιατί διαφωνείς ρε άρχοντα κι αρχόντισσα.

Βεβαίως και θα βρίσουμε, αν χρειαστεί. Όλα για τους ανθρώπους είναι. Και το σιχτίρισμα επίσης. Όταν έρθει η ώρα του. Αλλά δεν ξεκινάς με μπινελίκια. Όταν μιλάς με ανθρώπους ξεκινάς με ερωτήσεις. Ξεκινάς με τη γαμημένη τη γαμοαμφιβολία, τη γαμοδιερώτηση. Πες, γαμώ τον αντίθεο μου τον Οδυσσέα μέσα, ρώτα: "Γιατί αυτό; Πώς εκείνο; Τι το άλλο;". Εκτός αν μιλάς με φασίστες, οπότε ξεκινάς κατευθείαν βρίζοντας.

Βεβαίως, αυτό λες κι εσύ: όλοι τους είναι φασίστες, μουσολίνια, σκατοχίτωνες, φαιούληδες διαφόρων αποχρώσεων. Όλοι. Όλοι. Όλοι όμως. Άρα, μπα, δεν υπάρχει γλυτωμός.

Εσένα πάλι, άλλος είσαι εσύ, σε πνίγει το δίκιο. Είσαι ανώτερος. Χάρη κάνεις που απευθύνεσαι σε γίδια / σε τσιράκια / σε βλάκες / σε δεξιούς / σε συριζαίους κτλ. Χάρη κάνεις, ποινήν εκτίεις. Ή μπορεί να βγάζεις και μεροκάματο ή μπορεί να χτίζεις και βάση φίλων, υποστηρικτών ή και οπαδών. Ελάχιστες είμαστε οι Πόντιες πουτάνες εδώ μέσα και, για να τα λέμε κι αυτά, οι περισσότερες έχουμε άλλα πράματα να μας φτιάχνουν ή και να μας πληρώνουν τα κομμωτήρια.

Θες να μας πεις ότι αν δεν έχουμε τα διαβάσματα και τα ακούσματα και την γερακίσια την αντίληψή σου να μη σε διαβάσουμε, να μη δούμε το βίντεο που ανέβασες, ασ' το να πάει, ασ' το, ασ' το πονάει, ασ' το. Μας το λες. Κι εγώ λέω: όποιος είναι Καλ Ελ, υπεράνθρωπας και καινή κτίσις αυτοπροσώπως, κάθεται στο σαλόνι τού Fortress of Solitude και παίζει γκαζές με τους πεθαμένους θεούς του και τους πολύτιμους προγόνους του· όποιος όμως θέλει να σώσει τον κόσμο βάζει το κόκκινο σώβρακο πάνω από το κολάν το πρόστυχο το καμπ και βουτάει να σώσει τον κόσμο faster than a speeding bullet κτλ. ενώ ενίοτε παριστάνει και τον βλάκα τον Κλαρκ τον Κεντ, μην κομπλάρουν οι θνητοί.

Εσύ τώρα πρέπει οπωσδήποτε να μας πεις κάτι αλλά πρέπει να εντυπωσιάσεις και τα γκομενάκια. Και ζουραρίζεις μέχρι μυριοχαύνωσης, μας φλομώνεις στο αποσιωπητικό, στον ποιητισμό και στην καλλιέπεια, διακοσμείς το λέγει σου με κειμενική μυρτιά και πικροδάφνη και της Φραγκογιαννούς τ' αδράχτι. Κι εγώ λέω ώπα και κάλμα: τρεις μέρες τη βδομάδα αφιέρωσέ τες στα γκομενάκια, τρεις στην άποψή σου -- την οποία οπωσδήποτε μπορείς να γράψεις πολύ πιο στρωτά χωρίς να χάσεις σε τσαχπινιά και αγγελόκρουσμα. Την Κυριακή θα ανεβάζεις φωτό με ταψιά παστίτσιο ή από μισοάδεια πιάτα με κοκκινιστό ή σναψότ της ροδιάς της τετράκλωνης της μάνας σου.

Που η άποψή σου, εταίρε σύ έτερε, είναι νά με το συμπάθειο, σαν αλογίσια, δεν το συζητάμε. Αυτά πάνε με το μέσο. Αφύ μπορείς να έχεις άποψη (ως πολυπράγμον έλλογο όν) και μπορείς να την εκφράσεις (ως σοσιαλμηντιάκι), θα την πεις και θα την πεις με μπρίο και ορμή. Αν μπορείς, θα θέλεις, το λέει κι ο Θ. Μόδης στις "Προβλέψεις".

Κι εσύ, που σε πάω κιόλας, μην παίρνεις τον εαυτό σου στα σοβαρά. Μόνο το έργο σου να παίρνεις στα σοβαρά, όποιο κι αν είναι και ας μην είναι γκλαμουράτο -- ιδίως τότε. Αλλά όχι τον εαυτό σου. Και μην προσπαθείς να αντισταθμίσεις το ότι παίρνεις τον εαυτό σου πολύ στα σοβαρά με ψευτοσεμνότητες, με αυτοσαρκασμό μεσοβέζικο και με ντεγκραντέ ταπεινολογίες: σε κάνουνε να φαίνεσαι μαλάκας / μαλάκω.

Et orbi

Αριστερά χωρίς κινήματα και χωρίς σταθερή και διαρκή πίεση προς το σύστημα είναι φαντασίωση. Ναι, η αιχμή του δόρατος σε οποιοδήποτε κοινωνικό κίνημα είναι οι συνειδητοποιημένες ομάδες που κινητοποιούν, ερμηνεύουν, μπλαμπλαμπλά, αλλά η αιχμή του δόρατος χωρίς το υπόλοιπο δόρυ (κινήματα, συνδικάτα, δυναμικές συλλογικότητες) είναι καλή μόνο για μανικιούρ, και πάλι λίγο άγαρμπο. Δεν έχει νόημα να συζητάμε τι να κάνουμε αν δεν το κάνουμε και αν δεν μπορούμε να το κάνουμε γιατί δεν υπάρχει κανένας να το κάνει μαζί μας. Δηλαδή έχει νόημα η θεολογική συζήτηση περί Επανάστασης κι Αριστεράς και διαφόρων γεύσεων αναρχισμού, αλλά στο ίδιο επίπεδο με συζητήσεις όπως "γιατί είμαι γαύρος", "η καλύτερη ταινία του Ταραντίνο", "κέτσαπ, τζατζίκι ή γιαούρτι στον γύρο".

Μην ξεχνάμε: η Δεξιά είναι σε όλα ανώτερη και κωλοπετσωμένη, η Δεξιά είναι πολυώνυμη. Τι άλλο είναι πολυώνυμο; Ο θεός των μονοθεϊστικών θρησκειών, όλων τους, έχει πολλά ονόματα ώστε να δίνεται στους πιστούς του η επίφαση πολυπρισματικότητας και πολυφωνίας. Στην πραγματικότητα, παρά τις όποιες θεωνυμίες, αυτή είναι, η μία, η Δεξιά και τα έχει όλα καβατζωμένα. Η Δεξιά έχει πάντα δίκιο. Όταν κλάνεις εσύ, είσαι κλανιάρης και μπίχλας. Όταν κλάνει η Δεξιά, υπάρχει λόγος: TINA, Realpolitik, ανθρώπινη φύση σκολιά και διεστραμμένη, περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι συνθήκες κτλ. Η Δεξιά έχει πάντα δίκιο, είπαμε.

Η Αριστερά είχε μόνο το ηθικό πλεονέκτημα: τη μέριμνα για εκείνους για τους οποίους δεν μεριμνά κανείς, μέριμνα ταξική και όχι φιλάνθρωπη, που χτίζει αλληλεγγύη ή τίποτα. Όπου έχασε το ηθικό αυτό πλεονέκτημα, στις χώρες της σοβιετικής γραφειοκρατίας, στη Γαλλία και στην Ελλάδα π.χ., η Αριστερά ψόφησε από μόνη της. Οπουδήποτε αλλού τρώει γερό βρωμόξυλο από τη Δεξιά η οποία, είπαμε, έχει την μπάνκα, τα μέσα, τις καβάτζες και απαράμιλλη πείρα. Κι έχει πάντα δίκιο.

Η αγανάκτηση, η οργή και η καταγγελτικότητα δεν έχουνε περιεχόμενο και νόημα όταν δεν αποσκοπούν στο να δημιουργήσουν ή να χτίσουν κάποιο κίνημα. Η αγανάκτηση για την προδοσία, η οργή για την ορρωδία και η καταγγελία της παλινωδίας και της κοροϊδίας (καλή ώρα σαν κι αυτές που υφιστάμεθα από τον ΣΥΡΙΖΑ) απλώς επαναβεβαιώνουνε σε εμάς και στην τρελοπαρέα μας ότι βρισκόμαστε στο "σωστό" στρατόπεδο και ότι μας διακρίνει "ορθή σκέψη". Είναι δηλαδή κνιτισμός. Η αγανάκτηση, η οργή και η καταγγελία είναι παραγωγικές μόνον όταν κινητοποιούν και όταν χρησιμεύουν για κριτική του συστήματος και για την ανάδειξη του πόσο αυθαίρετη είναι η ιδεολογία που το νοηματοδοτεί· καταγγέλλω μόνον αν έτσι αναδεικνύω το όποιο ηθικό πλεονέκτημα του αγώνα μας και -- κυρίως -- το όραμα που ζωογονεί την όποια δράση.

Άρα να σιωπήσει κανείς; Όχι. Ενώ περιμένει να "ωριμάσουν οι συνθήκες" ή -- καλύτερα -- ενώ εργάζεται προς την κατεύθυνση του να ωριμάσουν, συλλογικά όσο γίνεται, πρέπει να έχει επίγνωση του εξής: η Ιστορία είναι αδυσώπητη σχεδόν όσο η Φύση. Η Ιστορία συντρίβει χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά, ανθρώπους συνήθως που κανείς δεν ακούει, με τρόπους ανεπαίσθητους, δίπλα μας και στον Τρίτο Κόσμο, στις ΗΠΑ και στη γειτονιά μας, μέσα στην οικογένεια και μέσα στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Αντί να ονειρευόμαστε μόνο Μεγάλες Επαναστάσεις και πόλεις αναρχικές, μπορούμε στο μεταξύ να σώσουμε οτιδήποτε αν σώνεται, να μπλοκάρουμε εξουσιαστικές λειτουργίες (από την καταπίεση της δεσποτικής μάνας μέχρι τον αναντίλεκτο λόγο του εργοδότη) και να ελέγξουμε την κάθε εξουσία που μας καπακώνει χρησιμοποιώντας ό,τι έχουμε: τα όποια προνόμια και την όποια θέση και τα όποια λεφτά ή τουλάχιστον τη μία φωνή που έχουμε όλοι.

GatheRate

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Ο ρυθμός των κειμένων



Νομίζω ότι υπάρχει μια σοβαρή παρανόηση στο πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση κίνησης και εκφοράς λόγου.

Όταν ο λόγος οδηγεί το σώμα, τότε έχουμε ρητορική. Σίγουρα πάντως δεν πρόκειται για "θέατρο" ή υποκριτική. Μέρος της εκφοράς του λόγου δι' απαγγελίας είναι και πώς περνάει αυτή η εκφορά μέσα από το σώμα του ομιλητή.

Όταν το σώμα που δρα οδηγεί τον λόγο, τότε και μόνον τότε έχουμε υποκριτική. Γι' αυτό και βεβαίως υπάρχει καίρια και καθηλωτική υποκριτική χωρίς ομιλία και χωρίς κείμενο. Γι' αυτό και το θέατρο είναι πιο δύσκολο υποκριτικά από το σινεμά, όπου η κάμερα διαλέγει και αποκλείει: το θέατρο είναι ένα ατελείωτο μονοπλάνο και η μόνη εφικτή εστίαση είναι αυτή που ο ηθοποιός θα επιβάλει με σώμα και φωνή.

Ένα από τα αποτελέσματα της παραπάνω παρανόησης είναι κι ότι πολλοί ηθοποιοί αντιμετωπίζουν την υποκριτική περίπου σαν να κάνουν θεατρικό αναλόγιο, ιδίως αν εκτελούν μονολόγους ή αν πρέπει να περάσει από μέσα τους κάποιο μεγάλο κείμενο. Αυτό είναι καταστροφή: η μίμηση της πράξης καθηλώνεται, στολάρει μάλλον, και ο ηθοποιός μεταμορφώνεται σε ρήτορα.

Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν ο ηθοποιός, όπως υπερβολικά πολλοί Έλληνες ηθοποιοί, δεν μπορεί να ελέγξει τη φωνή του και δεν ξέρει να ακολουθήσει σημεία στίξης, στίχωση, τομές, όρια φράσεων και προτάσεων. Για παράδειγμα, το να λες "Και τότε έρχομαι από. Το δωμάτιο." είναι τουλάχιστον άγαρμπο αν δεν γίνεται επίτηδες, λ.χ. με σκοπό να αποδώσει κάποιο ψυχικό πάθος. Όταν παρακολουθείς τέτοιους ηθοποιούς για παραπάνω από 15-20 λεπτά, η κόπωση είναι αφόρητη: ο θεατής πρέπει να κάτσει να αποκωδικοποιήσει σχεδόν αυτό που ακούει.

Ένα πιο σοβαρό πρόβλημα από το παραπάνω στοιχειώδες, αν και διαδεδομένο (μάστιγα θα το έλεγα), είναι ο σεβασμός του εσωτερικού ρυθμού του κειμένου. Τα κείμενα τείνουν να έχουνε δικό τους ρυθμό, ακόμα και τα μη έμμετρα, ακόμα και όταν δεν είναι κρυπτοέμμετρα όπως ο Δρόμος του Εμπειρίκου. Στα πεζά δεν τον δίνει μόνον η στίξη τον ρυθμό, την οποία ο ηθοποιός και ο ρήτορας πρέπει να ακολουθούν τυφλά ακόμα και αν τους χτυπάει κάπως λ.χ. η κατ' αυτούς κατάχρηση κομμάτων, κώλων και τελειών. Τον ρυθμό τον φτιάχνει π.χ. η θέση των χασμωδιών, ο ρυθμός των λέξεων, πόσο πυκνό είναι το συντακτικό, αλλά και η διάθεση του κειμένου. Για παράδειγμα, ένα κείμενο υπεραναλυτικό στα νοήματά του και ενδοσκοπικό σε διάθεση δεν γίνεται να εκφέρεται όπως ένα κείμενο σκωπτικό και πνευματώδες· η ξηρή αποφθεγματικότητα ακόμα και αν μακρηγορεί απαιτεί άλλο παίξιμο και άλλο τέμπο από κάτι διαλογικότερο ως διάθεση που θέλει να βγει προς τα έξω ως πηγαίο και αυθεντικό.

GatheRate

Che figura facciamo?


Νάπολη

Στη Νάπολη κάνει ζέστη το καλοκαίρι. Δυο ταξιτζήδες ψιλοβρίζονται έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό για το ποιος θα πάρει έναν πελάτη από την Παβία. Οι μόνοι ήμεροι ταξιτζήδες του κόσμου είναι οι Πορτογάλοι, αλλά αυτοί είναι πανεθνικώς ήμεροι. Ένας τρίτος ναπολιτάνος ταξιτζής κοιτάει με νόημα τον βορειοϊταλό υποψήφιο πελάτη και επιπλήττει τους δύο: Che figura facciamo?

Μου έκανε εντύπωση η εσωτερίκευση του "τι εντύπωση θα κάνουμε στον καλό τον κόσμο", η άμεση επίκληση του τι θα πουν οι άλλοι για εμάς. Γιατί έχει σημασία η εντύπωση που θα κάνει ο ναπολιτάνος ταξιτζής στον πελάτη από την Παβία αλλά όχι στους ναπολιτάνους που περίμεναν στην ουρά;

Πρόκειται βεβαίως για μια εκδοχή του οριενταλισμού, του κεμαλισμού, του βαλκανισμού. Μόνο που η Νάπολη, πρωτεύουσα κράτους για αιώνες, δεν βρίσκεται ούτε στο Λεβάντε ούτε στη Μέση Ανατολή, ούτε κατοικείται από Τούρκους ενώ τα Βαλκάνια είναι μακριά της. Εντάξει, πρόκειται για μια ντόπια εκδοχή πατερναλισμού: ιταλικός Βορράς (τάξη, πρόοδος, πολιτισμός, τέχνη, λευκές σάλτσες, ρυζότο, κρέας) και ιταλικός Νότος (χάος, μαφία, ρουσφέτι, ολιγαρχία, πάπες και Βουρβώνοι, κόκκινες σάλτσες, ζυμαρικά, θαλασσινά). Αφήνοντας στην άκρη τα γαστρονομικά, στα οποία ο Νότος νικάει κατά κράτος, πάντα με εντυπωσίαζε πόσο έτοιμοι είναι οι Ιταλοί να δαιμονοποιήσουν (δικαίως) τα δεινά της απολυταρχίας των Βουρβώνων και τη διαφθορά της Μαφίας του Νότου τους, ενώ καταφέρνουν να παραγνωρίσουν τα δεινά της απολυταρχίας των Αυστριακών και τη διαφθορά των μικροηγεμόνων και ολιγαρχιών του Βορρά τους.

Το ενδιαφέρον είναι ότι όταν πήγα στη Νάπολη, προετοιμασμένος να βρεθώ σε μια ευρωπαϊκή εκδοχή της Βομβάης, δεν βρήκα χάος και χαμό και αναρχία, όχι περισσότερο από άλλες πόλεις στο μέγεθός της· είδα όμως τρομακτική και απροκάλυπτη φτώχεια.

Ένα το κρατούμενο.

Ο πεφωτισμένος Έλληνας στην Ελλάδα

Μια διευκρίνιση: είμαι παιδί του Διαφωτισμού και δεν βλέπω άλλον τρόπο να πάμε μπροστά πέρα από την επεξεργασία και την ανάπτυξη των αρχών και των επιτευγμάτων του Διαφωτισμού. Ας τελειώνουμε λοιπόν: άλλο Διαφωτισμός, άλλο όσοι πεφωτισμένοι αστοιχείωτα συζητούνε ποιος τον πέρασε και ποιος όχι -- στην πραγματικότητα όντας οι ίδιοι εμβολιασμένοι κατά του Διαφωτισμού.

Ο πεφωτισμένος Έλληνας λοιπόν είναι μια προσωπικότητα που, όπως ο κεμαλικός Τούρκος, ο μεταποικιακός Ινδός και ο βαλκανιστής Βαλκάνιος, διακατέχεται από διαρκές αίσθημα μειονεξίας και ταραχής. Ο πεφωτισμενος Έλληνας βιώνει την καθημερινότητα αλλά και τα μεγάλα ζητήματα του βίου και (ενίοτε) του πνεύματος σε διαρκή σύγκριση με ένα ιδανικό ευρωπαϊκό ιδεώδες που δεν υπάρχει. Θυμηθείτε λ.χ. το χαρακτηριστικό κείμενο της κυρίας Χ. Ταχιάου πριν τέσσερα χρόνια.

Πιο αναλυτικά, ο πεφωτισμένος Έλληνας θέλει να είναι εδώ αλλά να μην είναι εδώ, θέλει να φέρει το εκεί εδώ αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρος πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό: ο πεφωτισμένος Έλληνας εμφορείται από την επιθυμία να γίνουμε περισσότερο "Ευρωπαίοι" και η Ελλάδα να γίνει περισσότερο "Ευρώπη". Παράλληλα,διαπιστώνει ξανά και ξανά την απόσταση, αβυσσαλέα συνήθως, που κατ' αυτόν χωρίζει την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους από την Ελλάδα και τους Έλληνες. Επιθυμεί να κρατήσει πολιτικά στην Ευρώπη μια χώρα και έναν λαό που θεωρεί ότι δεν ανήκουν στην Ευρώπη, τουλάχιστον όχι ακόμα. Η αντίφαση είναι εξαρχής ολοφανέρη, ακόμα και αν παραβλέψει κανείς τον αφελή επαρχιωτισμό του αιτήματος να παραμείνει μια ενότητα (η Ελλάδα) μέσα σε ένα όλον (την Ευρώπη) στο οποίο δεν ανήκει.

Ο πεφωτισμένος Έλληνας ανιχνεύει τον χώρο γύρω του για συμπεριφορές που υπογραμμίζουν το χάσμα αυτό μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης, αναζητεί με επιμέλεια ειδοποιούς διαφορές μεταξύ μιας πραγματικότητας, της ελληνικής, και του πλατωνικού κόσμου της Ευρώπης του. Ωστόσο, αυτή η Ευρώπη (καθαρή και πολιτισμένη κι εύτακτη κι ευνομούμενη) υπάρχει στη φαντασία κυρίως δύο ομάδων ανθρώπων: των παντοειδώς αταξίδευτων ή όσων γεύτηκαν μια περιορισμένη dégustation φοιτητικής ή μεγαλοαστικής ζωής, σε κάποια πόλη της Μεσευρώπης συνήθως. Αυτοί θεωρούν ότι δεν είμαστε Ευρωπαίοι και επιθυμούν να μας κάνουν Ευρωπαίους μεταρρυθμίζοντας το Ελληνικό κράτος σε κάτι το οποίο αντιλαμβάνονται ως "κανονικό ευρωπαϊκό κράτος". Στο πλευρό τους βρίσκονται οι πανταχού παρόντες και ακάματοι ρήτορες των πατερναλισμών και του κομιλφώ.

Για τη γενιά των πεφωτισμένων Ελλήνων, για τα απόπαιδα του Διαφωτισμού και τους ανορθόγραφους του Ορθολογισμού, ο Καραγκιόζης (ο Χατζηαβάτης πάλι, όχι και τόσο πολύ) ευθύνεται που "φτάσαμε εδώ που φτάσαμε". Για όλα. Φταίει η ιστορία του, φταίει κι η γεωγραφία του, φταίει η Ορθοδοξία ή η Δύση ή και οι δυο μαζί. Φταίει το δημοσιονομικά υπερτροφικό Κράτος (που παρατάιζε, λέει, τον Καραγκιόζη) και το πολιτικά ισχνό Κράτος (που δεν τον καρπαζώνει όσο πρέπει όταν ανομεί). Πάνω απ' όλους φταίει η μπανάλ Αριστερά, που παραχαϊδεύει τον Καραγκιόζη και δεν τον αφήνει να βάλει καμπούρα να βγούμε από την κρίση. Τέλος, φταίει ο φτωχός που δεν έμεινε όπου κι η μοίρα του και πού και πού διαμαρτύρεται, αναγκάζοντας τους δυστυχείς ή πονηρούς πολιτικούς να λαϊκίσουν. Αυτό που μας χωρίζει από την Ευρώπη, από το να είμαστε κανονικό κράτος και κανονικός λαός, είναι η φτώχεια.

Δύο τα κρατούμενα.

Ο πεφωτισμένος Έλληνας στην Εσπερία

Ο πεφωτισμένος Έλληνας πάει στην Ευρώπη. Εκεί πιστεύει ότι ανήκει άλλωστε. Όπως είπα, συνήθως περιορίζεται στο να περιηγηθεί αξιοθέατα, καλές μεγαλοαστικές γειτονιές, τη βιτρίνα κάθε πόλης, γραφικά τοπία κτλ. Ο πεφωτισμένος Έλληνας, επαναλαμβάνω, πάει στη Μεσευρώπη, στο Παρίσι και στο κεντρικό Λονδίνο -- αλλά και στη Σκανδιναβία και σε νησίδες της Ανατολικής Ευρώπης τα τελευταία χρόνια -- και επιστρέφει με τις καλυτερες εντυπώσεις.

Εκτός όταν τον υπερχρεώσουν ή άμα στριμωχτεί σε κάποιο τρένο, ή όταν του κλέψουνε το πορτοφόλι ή τη φωτογραφική μηχανή, ή αν βρεθεί μάρτυρας σε καναν καβγά μεθυσμένων και του έρθει κανα μπουκάλι ξώφαλτσα. Τότε ζορίζεται κάπως ο πεφωτισμένος Έλληνας: δεν μπορεί να αναφωνήσει "δεν υπάρχει κράτος" και να λοιδωρήσει την ανομία και το μπάχαλο, αφού επισκέπτεται κανονικά κράτη (πόσο και με ποιους τρόπους είναι ένα κράτος "κανονικό", άλλο θέμα). Δεν μπορεί να οιμώξει "δεν είμαστε λαός", γιατί εξ ορισμού (και για λόγους μάλλον ανεξιχνίαστους) οι Αυστριακοί, οι δικοινοτικοί Βέλγοι, οι δεκαπέντε λογιών Γερμανοί, οι τετράγλωσσοι Ελβετοί ή κι οι Εσθονοί είναι λαός, και δη ευρωπαϊκός.

Και τότε καταλαβαίνει ο πεφωτισμένος Έλληνας ότι παρότι στην Ευρώπη και λαός είναι και κράτος υπάρχει, υπάρχουνε δυστυχώς ξένοι: μετανάστες, πρόσφυγες, γκασταρμπάιτερ κτλ. Μπορεί να είναι δύο και τριών και τεσσάρων γενεών, αλλά παραμένουνε ξένοι κι αναφομοίωτοι. Αυτοί φταίνε. Κουβαλήθηκαν από τις χώρες τους στην Ευρώπη για να βρούνε τα εύκολα λεφτά στις φάμπρικες, χτίζοντας και βάφοντας, μεγαλώνοντας παιδιά, στα συνεργεία καθαρισμού και στα μπουρδέλα της, αντί να καθήσουνε στα αβγά τους και να εργαστούν και να αναπτύξουν τις πατρίδες τους· έφεραν μαζί τους τα βάρβαρα έθιμά τους και τη γενικότερη βρωμιά και φασαρία τους. Μπορεί να είναι Αφρικανοί, μπορεί και Πορτογάλοι· άλλοι είναι Άραβες κι άλλοι Πολωνοί (αν και οι Πολωνοί είναι λαός όταν είναι στην Πολωνία, που είναι κανονική χώρα)· ίσως είναι Ανδαλουσιανοί ή και Τούρκοι· Ρουμάνοι αλλά και λατινοαμερικάνοι· Σιτσιλιάνοι και Μαγκρέμπ. Αυτοί χαλάνε τα κανονικά κράτη. Αυτοί όταν δεν θέλουνε να ενταχθούν κλειδώνονται από μόνοι τους στο γκέτο, ενώ όταν το προσπαθούν γίνονται γραφικοί.

Βεβαίως το ζήτημα δεν βρίσκεται ακριβώς στο ότι είναι ξένοι. Το Λονδίνο είναι γεμάτο Ρώσους ολιγάρχες, το Παρίσι φίσκα στους Κινέζους (όχι από αυτούς τους απαίσιους της Βαρκελώνης και της Αθήνας, για πλούσιους μιλάμε), η Ελβετία μέχρι εδώ στους Σαουδάραβες, το Ντύσελντορφ έχει δεκάδες χιλιάδες Γιαπωνέζους και η Ανδαλουσία μέθυσους αλλά σε καθεστώς ευμάρειας Βρετανούς συνταξιούχους. Ναι γίνονται λίγο θορυβώδεις και χυδαίοι και αυτοί, ναι κάνουνε τον βίο αβίωτο των ντόπιων λ.χ. ανεβάζοντας τις τιμές της γης, ναι αλλά είναι πλούσιοι.

Πριν τους φτωχούς ξένους, το πρόβλημα των κανονικών χωρών με κανονικούς λαούς ήταν οι φτωχοί: έπιναν, έβριζαν, μύριζαν απλυσιά, ήτανε κακόγουστοι. Και σήμερα ακόμα: π.χ. η εργατική τάξη στην Αγγλία, ιδίως τα φτωχότερα στρωμάτά της, ευθύνεται για ένα σωρό κακοδαιμονίες -- άλλωστε είναι πλέον άκομψο στη Βρετανία να κακολογείς τους ξένους, κι ας κουβαλήθηκαν μαζικά χωρίς κανέναν λόγο. Ακόμα καλύτερα, η ίδια η εργατική τάξη έχει εσωτερικεύσει τον πατερναλισμό που υφίσταται και μέλη της παραδέχονται ασμένως ότι στους κόλπους της ευδοκιμούν yobs, benefit cheats, αλκοολικοί, bloody chavs, πρεζόνια και χασικλήδες, underage mums κτλ

Γενικότερα, η Ευρώπη είναι ένα ωραίο πράγμα αν δεν λάβεις υπόψη τους φτωχούς ξένους και τους φτωχούς γενικότερα.

Τρία τα κρατούμενα.

Στη φωτογραφία η είσοδος του σταδίου Philips, έδρας της PSV Eindhoven: "Ισχύς εν τη ενώσει".

GatheRate