Όταν ήμουν στο Λύκειο με ρώτησε η μητέρα μου γιατί
δεν θέλω να γίνω γιατρός αφού δεν σιχαίνομαι εύκολα και αφού ούτε με
τρομάζουν τα τραύματα ούτε αποστρέφομαι το αίμα. "Δεν αντέχω να υποφέρει
ο άλλος, ιδίως αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα." Δεν ξαναμίλησε ποτέ για το
θέμα.
Δυστυχώς ίσως, κάθε τι που ζω και παρατηρώ γύρω μου χρωματίζεται πάραυτα από μια πολύ έντονη και ενδεχομένως ιδιαίτερη διάθεση μέσα μου, διάθεση που τονίζει και βγάζει μπροστά το στοιχείο του πόνου, της αγωνίας και της στέρησης. Με ακολουθούνε πάντοτε από κοντά ή από μακριά ο οίκτος κι η συμπόνοια.
Μαθαίνουμε γρήγορα να αντιμετωπίζουμε τα βάσανα των άλλων σαν ιστορίες που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα τελειώσουν. Θα τελειώσουν λοιπόν είτε με το ότι όλα θα πάνε στο τέλος μια χαρά, οπότε βάζουμε τελεία και παύλα εκεί όπου θέλουμε εμείς ή εκεί όπου μας επιτρέπει η περιοδολόγηση της ζωής του άλλου, είτε συνήθως με το αμετάκλητο "πέθανε κι ησύχασε". Κάνουμε τον πόνο των άλλων ιστορία ή παραμύθι γιατί θα συντριβούμε αν δεν αποστασιοποιηθούμε. Όμως ο πόνος, η αγωνία και η δυστυχία των άλλων θα γίνει για τους ίδιους ιστορία -- ή και παραμύθι -- μόνον αφού τελειώσουν όλα, ενώ όσο διαρκούν είναι ακριβώς και κυρίως αυτά: πόνος, αγωνία, δυστυχία.
Δυστυχώς για μένα, δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ από τη φρίκη του παιδιού που βλέπει να ξυλοκοπούν τη μάνα του, από το διαρκές μινύρισμα της στέρησης των απολύτως απαραίτητων, από την ανήκεστη βαρβαρότητα του βιασμού, από τον κακοφορμισμένο ακρωτηριασμό τού να πεθάνει το παιδί σου -- όλα αυτά παίζουνε στο σινεμά μέσα στο κεφάλι μου ξανά και ξανά και κάθε φορά προσέχω μια νέα λεπτομέρεια ή ταυτίζομαι με μια όψη του πόνου καινούργια. Με παραλύει η ύπαρξη και η πραγματικότητα των σφαγών, με νεκρώνει η φρίκη της σκέψης ότι αθώοι πεθαίνουν και πεθαίνουν βίαια και άκαιρα και φρικτά, με βαραίνει η ατελείωτη σκλαβιά μιας ζωής με πάρα πολλή δουλειά και με ελάχιστη χαρά. Δυσκολεύομαι να βάλω στην άκρη την ψυχική χωλότητα καταπιεσμένων και κακοποιημένων παιδιών, την αγωνία και την πίκρα του γονιού για το άρρωστο παιδί του, την ερημιά της μοναξιάς και την εξαθλίωση της χρόνιας ερωτικής στέρησης, τον φόβο της αρρώστειας και την απαράθραυστη αγωνία προαναγγελθέντων θανάτων. Δεν με κάνουν να μελαγχολώ και να λυπάμαι όλα αυτά, και περισσότερα, παρά με βαραίνουν και με πονάνε.
Όλα αυτά βρίσκονται εντός μου αισθητά και αιχμηρά· ευτυχώς υπάρχουν οι νευρώσεις μου για να με προστατεύουν από τη διαρκή υπενθύμισή τους ή, καλύτερα, από την αδιάλειπτη παρουσία τους μέσα στο σινεμά που στεγάζει το κρανίο μου.
Κι όλα συμπυκνωμένα επέστρεψαν και φανερώθηκαν αστραπιαία καθώς Κυριακή απόγευμα έβλεπα έναν αστακό μοναχό του με τις δαγκάνες δεμένες, ως είθισται, να περιμένει ακίνητος σε ένα ενυδρείο πότε θα φαγωθεί.
Δυστυχώς ίσως, κάθε τι που ζω και παρατηρώ γύρω μου χρωματίζεται πάραυτα από μια πολύ έντονη και ενδεχομένως ιδιαίτερη διάθεση μέσα μου, διάθεση που τονίζει και βγάζει μπροστά το στοιχείο του πόνου, της αγωνίας και της στέρησης. Με ακολουθούνε πάντοτε από κοντά ή από μακριά ο οίκτος κι η συμπόνοια.
Μαθαίνουμε γρήγορα να αντιμετωπίζουμε τα βάσανα των άλλων σαν ιστορίες που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα τελειώσουν. Θα τελειώσουν λοιπόν είτε με το ότι όλα θα πάνε στο τέλος μια χαρά, οπότε βάζουμε τελεία και παύλα εκεί όπου θέλουμε εμείς ή εκεί όπου μας επιτρέπει η περιοδολόγηση της ζωής του άλλου, είτε συνήθως με το αμετάκλητο "πέθανε κι ησύχασε". Κάνουμε τον πόνο των άλλων ιστορία ή παραμύθι γιατί θα συντριβούμε αν δεν αποστασιοποιηθούμε. Όμως ο πόνος, η αγωνία και η δυστυχία των άλλων θα γίνει για τους ίδιους ιστορία -- ή και παραμύθι -- μόνον αφού τελειώσουν όλα, ενώ όσο διαρκούν είναι ακριβώς και κυρίως αυτά: πόνος, αγωνία, δυστυχία.
Δυστυχώς για μένα, δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ από τη φρίκη του παιδιού που βλέπει να ξυλοκοπούν τη μάνα του, από το διαρκές μινύρισμα της στέρησης των απολύτως απαραίτητων, από την ανήκεστη βαρβαρότητα του βιασμού, από τον κακοφορμισμένο ακρωτηριασμό τού να πεθάνει το παιδί σου -- όλα αυτά παίζουνε στο σινεμά μέσα στο κεφάλι μου ξανά και ξανά και κάθε φορά προσέχω μια νέα λεπτομέρεια ή ταυτίζομαι με μια όψη του πόνου καινούργια. Με παραλύει η ύπαρξη και η πραγματικότητα των σφαγών, με νεκρώνει η φρίκη της σκέψης ότι αθώοι πεθαίνουν και πεθαίνουν βίαια και άκαιρα και φρικτά, με βαραίνει η ατελείωτη σκλαβιά μιας ζωής με πάρα πολλή δουλειά και με ελάχιστη χαρά. Δυσκολεύομαι να βάλω στην άκρη την ψυχική χωλότητα καταπιεσμένων και κακοποιημένων παιδιών, την αγωνία και την πίκρα του γονιού για το άρρωστο παιδί του, την ερημιά της μοναξιάς και την εξαθλίωση της χρόνιας ερωτικής στέρησης, τον φόβο της αρρώστειας και την απαράθραυστη αγωνία προαναγγελθέντων θανάτων. Δεν με κάνουν να μελαγχολώ και να λυπάμαι όλα αυτά, και περισσότερα, παρά με βαραίνουν και με πονάνε.
Όλα αυτά βρίσκονται εντός μου αισθητά και αιχμηρά· ευτυχώς υπάρχουν οι νευρώσεις μου για να με προστατεύουν από τη διαρκή υπενθύμισή τους ή, καλύτερα, από την αδιάλειπτη παρουσία τους μέσα στο σινεμά που στεγάζει το κρανίο μου.
Κι όλα συμπυκνωμένα επέστρεψαν και φανερώθηκαν αστραπιαία καθώς Κυριακή απόγευμα έβλεπα έναν αστακό μοναχό του με τις δαγκάνες δεμένες, ως είθισται, να περιμένει ακίνητος σε ένα ενυδρείο πότε θα φαγωθεί.