Βγαίνοντας στον πεζόδρομο είδα τρεις πιτσιρικάδες γυρω στα δέκα να παίζουν έξω από μια ταβέρνα. Ο ένας παρίστανε τον ζητιάνο: είχε κατεβάσει την κουκούλα, καθόταν με τα πόδια μαζεμένα στο στήθος, λικνιζόταν ρυθμικά με τον τρόπο που η επαιτεία εξυπακούει την ψυχική νόσο και με φωνή κλαψερή επαναλάμβανε μηκυθμούς και τις γνωστές και αναμενόμενες ικεσίες. Αφού βεβαιώθηκα ότι παίζουν (μάλιστα ένας ενήλικος, γονιός ίσως, βγήκε από την ταβέρνα και έδωσε και ένα ευρώ στον μικρό χαμογελώντας) ένιωσα ζαλάδα. Να μια εικόνα του μέλλοντός μας, να μια χαρακτηριστική στιγμή της Ελλάδας της κρίσης, να κάτι για το οποίο πρέπει να γράψει κανείς.
Το σκέφτηκα κανα τέταρτο. Μετά συνειδητοποίησα πόσο χαζοβιόλικη είναι η αντίδρασή μου, πόσο πλανερή είναι η όλη συλλογιστική: τι δηλαδή κι αν κάποιο παιδί παίζει τον ζητιάνο; Αν έπαιζε τον Πλούταρχο θα μίλαγε κανείς για την κοινωνία του θεάματος. Αν έπαιζε πόλεμο για τον φιλειρηνισμό. Αν έπαιζε τον Ζαχαράτο ότι μάς έχουν κατακλύσει οι πούστηδες και η παρενδυσία. Και πάει λέγοντας. Ένα παιδί πρόσεξε κάτι και αποφάσισε να το αναπαραστήσει παίζοντας. Τα παιδιά δεν είναι επεισόδια στη ζωή του κάθε Γκαουτάμα της πλάκας, για να τα προσέξει ο τρυφερός Ινδός πρίγκηψ και να μάθει για τον βίο και τον κόσμο. Τα παιδιά παίζουν με ό,τι βρίσκουν γύρω τους. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι παίζουν: κι εγώ μικρός έχτιζα μνημειώδεις κατασκευές με λέγκο (μέχρι που μου τέλειωναν τα λέγκο) όμως, αλί μου, δεν έγινα Babis Vovos, έγινα Ptoho Sraosha.
Πίσω από την αντίληψη πως ό,τι βλέπουμε γύρω μας είναι επεισόδια σκηνοθετημένα καρμικώς για να τα δούμε εμείς οι Γκαουτάμες και να πάρουμε έναυσμα να διαλογιστούμε, να διδάξουμε και να φωτισθούμε βρίσκεται η παιδική ασθένεια των μπλογκ, η γεροντική ασθένεια των χρονογραφημάτων, η μερική αναπηρία της ελληνικής ειδησεογραφίας και η συγγενής ανίατη (;) καρδιοπάθεια της ελληνικής πεζογραφίας: ο συναισθηματισμός.
Ο συναισθηματισμός, και μάλιστα ο ανεξέταστος περιπτωσιολογικός συναισθηματισμός, θολώνει την αντίληψη του κόσμου και της κοινωνίας, ιδίως όταν τον παντρεύουμε με κάποιο αξιολογικό συμπέρασμα. Επιστρέφω στο παράδειγμα με το παιδάκι που έπαιζε τον ζητιάνο. Τι θα έπρεπε να παίζει για να κάνουμε μια θετική αξιολόγηση; Ίσως τον ευσυνείδητο υπάλληλο. Ακόμα και αν δεν εξετάσουμε το γεγονός ότι, επαναλαμβάνω, το παιδί παίζει, ήδη θα έπρεπε να αισθανόμαστε πώς μ' αυτά και μ' αυτά βουλιάζουμε στη μελάσα ενός συναισθηματισμού συνθηματολογικού όσο και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Και για να εξηγηθώ: ότι η Σταδίου (η Σταδίου, όχι η είσοδος της εκκλησίας του Εσταυρωμένου το Ψυχοσάββατο) είναι γεμάτη ζητιάνους, κάποιοι από τους οποίους είναι ξεθαρρεμένοι επαγγελματίες και κάποιοι εξαθλιωμένοι πρώην εργαζόμενοι, είναι ζήτημα να προβληματιστεί κανείς. Ότι μάθαμε φέτος (άλλες χρονιές δεν υπήρχαν; πολύ αμφιβάλλω) για παιδάκια που τους έκλεψαν τα λεφτά από τα κάλαντα είναι ζήτημα να προβληματιστεί κανείς. Αν ένας από τους συλληφθέντες καλαντοκλέφτες ήταν Έλληνας (άνεργος μνημονιόπληκτος), Πακιστανός (πεινασμένος λαθρομετανάστης) ή Αλβανός (συμμορίτης με καλάσνικοφ σε άδεια) δεν προσφέρεται για τίποτε άλλο παρά για περιπτωσιολογία και συναισθηματικό χρονογραφισμό.
Κι αυτά τα λέω γιατί το πού θα πάει η δράση μας και ο πολιτικός αγώνας μας να επιβιώσουμε διαμορφώνεται από το τι διαβάζουμε και το τι βλέπουμε, και μάλιστα σε μια χώρα όπου τα δελτία ειδήσεων είναι μαθήματα υποτέλειας σε συνέχειες, Λινγκουαφόν και έτσι. Και όσοι παραπονιόμαστε για την αφέλεια των πολιτικών αγώνων των πολλών (λ.χ. των Αγανακτισμένων της Πλατείας Συντάγματος) καλά θα είναι να σκεφτούμε τι διαβάζουν αυτοί οι άνθρωποι και -- πριν από όλα -- να σκεφτούμε τι γράφουμε. Κι εγώ μέσα.
Μιλώντας για αιτήματα, για πολιτική και για Αγανακτισμένους, κι έχοντας κατά νου (και τις δικές μου τότε) αντιρρήσεις για τον Δεκέμβρη του 2008, παραπέμπω σε αυτό και αντιγράφω ένα σχόλιο της Μ. Φώτου από το φέισμπουκ σχετικά με αυτό, γιατί είναι κρίμα να μείνει εκεί:
Νίκο Ξυδάκη, ο Τόμας Τζέφερσον δεν ήταν πουριτανός. Ούτε κυριολεκτικά (τρελός γκομενάκιας ο σχωρεμένος) ούτε ακυρολεκτικά (πολιτικώς δηλαδή): διαφωτιστής ήταν. Πολιτικά πουριτανούς άντε να πεις τους Κουάκερους (...). Και για να το χοντρύνω και λίγο, ό,τι κοινωνική πρόοδος έχει συντελεστεί τους τελευταίους δυόμισυ αιώνες, έχει συντελεστεί μετά από διάλογο με τον Διαφωτισμό. Όσοι τον εναγκαλίστηκαν τυφλά, έφεραν γκιλοτίνες. Όσοι τον αρνήθηκαν και τον απέρριψαν a priori (ίσως επειδή έψαχναν πάθος και συναίσθημα στον δημόσιο βίο και όχι στις ανθρώπινες σχέσεις, που θα έλεγε (;) κι ο Μαρκούζε ή ο Ράιχ), διέπραξαν πολλά και φρικτότερα, μεταξύ των οποίων και όσα ο Νόμος του Γκόντουιν δε μου επιτρέπει να ονομάσω...
Επιστρέφω στη δουλειά γιατί ο κόκορας δεν αντέχει άλλο το φορτίο.
Το σκέφτηκα κανα τέταρτο. Μετά συνειδητοποίησα πόσο χαζοβιόλικη είναι η αντίδρασή μου, πόσο πλανερή είναι η όλη συλλογιστική: τι δηλαδή κι αν κάποιο παιδί παίζει τον ζητιάνο; Αν έπαιζε τον Πλούταρχο θα μίλαγε κανείς για την κοινωνία του θεάματος. Αν έπαιζε πόλεμο για τον φιλειρηνισμό. Αν έπαιζε τον Ζαχαράτο ότι μάς έχουν κατακλύσει οι πούστηδες και η παρενδυσία. Και πάει λέγοντας. Ένα παιδί πρόσεξε κάτι και αποφάσισε να το αναπαραστήσει παίζοντας. Τα παιδιά δεν είναι επεισόδια στη ζωή του κάθε Γκαουτάμα της πλάκας, για να τα προσέξει ο τρυφερός Ινδός πρίγκηψ και να μάθει για τον βίο και τον κόσμο. Τα παιδιά παίζουν με ό,τι βρίσκουν γύρω τους. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι παίζουν: κι εγώ μικρός έχτιζα μνημειώδεις κατασκευές με λέγκο (μέχρι που μου τέλειωναν τα λέγκο) όμως, αλί μου, δεν έγινα Babis Vovos, έγινα Ptoho Sraosha.
Πίσω από την αντίληψη πως ό,τι βλέπουμε γύρω μας είναι επεισόδια σκηνοθετημένα καρμικώς για να τα δούμε εμείς οι Γκαουτάμες και να πάρουμε έναυσμα να διαλογιστούμε, να διδάξουμε και να φωτισθούμε βρίσκεται η παιδική ασθένεια των μπλογκ, η γεροντική ασθένεια των χρονογραφημάτων, η μερική αναπηρία της ελληνικής ειδησεογραφίας και η συγγενής ανίατη (;) καρδιοπάθεια της ελληνικής πεζογραφίας: ο συναισθηματισμός.
Ο συναισθηματισμός, και μάλιστα ο ανεξέταστος περιπτωσιολογικός συναισθηματισμός, θολώνει την αντίληψη του κόσμου και της κοινωνίας, ιδίως όταν τον παντρεύουμε με κάποιο αξιολογικό συμπέρασμα. Επιστρέφω στο παράδειγμα με το παιδάκι που έπαιζε τον ζητιάνο. Τι θα έπρεπε να παίζει για να κάνουμε μια θετική αξιολόγηση; Ίσως τον ευσυνείδητο υπάλληλο. Ακόμα και αν δεν εξετάσουμε το γεγονός ότι, επαναλαμβάνω, το παιδί παίζει, ήδη θα έπρεπε να αισθανόμαστε πώς μ' αυτά και μ' αυτά βουλιάζουμε στη μελάσα ενός συναισθηματισμού συνθηματολογικού όσο και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Και για να εξηγηθώ: ότι η Σταδίου (η Σταδίου, όχι η είσοδος της εκκλησίας του Εσταυρωμένου το Ψυχοσάββατο) είναι γεμάτη ζητιάνους, κάποιοι από τους οποίους είναι ξεθαρρεμένοι επαγγελματίες και κάποιοι εξαθλιωμένοι πρώην εργαζόμενοι, είναι ζήτημα να προβληματιστεί κανείς. Ότι μάθαμε φέτος (άλλες χρονιές δεν υπήρχαν; πολύ αμφιβάλλω) για παιδάκια που τους έκλεψαν τα λεφτά από τα κάλαντα είναι ζήτημα να προβληματιστεί κανείς. Αν ένας από τους συλληφθέντες καλαντοκλέφτες ήταν Έλληνας (άνεργος μνημονιόπληκτος), Πακιστανός (πεινασμένος λαθρομετανάστης) ή Αλβανός (συμμορίτης με καλάσνικοφ σε άδεια) δεν προσφέρεται για τίποτε άλλο παρά για περιπτωσιολογία και συναισθηματικό χρονογραφισμό.
Κι αυτά τα λέω γιατί το πού θα πάει η δράση μας και ο πολιτικός αγώνας μας να επιβιώσουμε διαμορφώνεται από το τι διαβάζουμε και το τι βλέπουμε, και μάλιστα σε μια χώρα όπου τα δελτία ειδήσεων είναι μαθήματα υποτέλειας σε συνέχειες, Λινγκουαφόν και έτσι. Και όσοι παραπονιόμαστε για την αφέλεια των πολιτικών αγώνων των πολλών (λ.χ. των Αγανακτισμένων της Πλατείας Συντάγματος) καλά θα είναι να σκεφτούμε τι διαβάζουν αυτοί οι άνθρωποι και -- πριν από όλα -- να σκεφτούμε τι γράφουμε. Κι εγώ μέσα.
Μιλώντας για αιτήματα, για πολιτική και για Αγανακτισμένους, κι έχοντας κατά νου (και τις δικές μου τότε) αντιρρήσεις για τον Δεκέμβρη του 2008, παραπέμπω σε αυτό και αντιγράφω ένα σχόλιο της Μ. Φώτου από το φέισμπουκ σχετικά με αυτό, γιατί είναι κρίμα να μείνει εκεί:
τσάρλαταν, ξετσάρλαταν ο ζίζεκ, αυτό το κομμάτι που επαναλαμβάνει συνεχώς τους τελευταίους μήνες είναι εξαιρετικά εύστοχο, όχι μόνο για τα κινήματα διαμαρτυρίας: «Μα τι θέλετε;» τους ρωτάµε. «Ποια είναι τα συγκεκριµένα αιτήµατά σας;». Αυτό είναι το αρχέτυπο ερώτηµα που θέτει ένας άνδρας αφεντικό σε µια υστερική γυναίκα, µια σκηνή από ηµέρες που έχουν παρέλθει: «Ολο γκρίνια και παράπονα είσαι – ξέρεις τι θες πραγµατικά;». Μια τέτοια ερώτηση στοχεύει ακριβώς στον αποκλεισµό της αληθινής απάντησης. Στην ουσία λέει «Πες το µε τους δικούς µου όρους ή βούλωσέ το!». Είναι ένα ερώτηµα που, στην πραγµατικότητα, αποτρέπει τη διαδικασία της µετάφρασης µιας ατελούς διαµαρτυρίας σε συγκεκριµένο σχέδιο.Κλείνοντας, και επιστρέφοντας στον συναισθηματισμό ως αφορμή για δράση (και των χρυσαυγιτών, έτσι; έχουμε και ακροδεξιούς ακτιβιστές πια) και ως απόηχος της εκπομπής στο Radiobubble:
Νίκο Ξυδάκη, ο Τόμας Τζέφερσον δεν ήταν πουριτανός. Ούτε κυριολεκτικά (τρελός γκομενάκιας ο σχωρεμένος) ούτε ακυρολεκτικά (πολιτικώς δηλαδή): διαφωτιστής ήταν. Πολιτικά πουριτανούς άντε να πεις τους Κουάκερους (...). Και για να το χοντρύνω και λίγο, ό,τι κοινωνική πρόοδος έχει συντελεστεί τους τελευταίους δυόμισυ αιώνες, έχει συντελεστεί μετά από διάλογο με τον Διαφωτισμό. Όσοι τον εναγκαλίστηκαν τυφλά, έφεραν γκιλοτίνες. Όσοι τον αρνήθηκαν και τον απέρριψαν a priori (ίσως επειδή έψαχναν πάθος και συναίσθημα στον δημόσιο βίο και όχι στις ανθρώπινες σχέσεις, που θα έλεγε (;) κι ο Μαρκούζε ή ο Ράιχ), διέπραξαν πολλά και φρικτότερα, μεταξύ των οποίων και όσα ο Νόμος του Γκόντουιν δε μου επιτρέπει να ονομάσω...
Επιστρέφω στη δουλειά γιατί ο κόκορας δεν αντέχει άλλο το φορτίο.
Από τα καλύτερα ποστ (αυτό και το προηγούμενο) που έχω διαβάσει σε αυτό το μπλοκ,τα σέβη μου κύριε Sraosha.
ΑπάντησηΔιαγραφή(Κι ένα σκόρπιο και άτακτο σχόλιο: γυρνώντας την κλεψύδρα ανάποδα Θυμάμαι που πιτσιρίκια όταν ήμασταν,το παιχνίδι το παίρναμε πολύ στα σοβαρά. Φτιάχναμε τον κόσμο από την αρχή το τίποτα και την φαντασία και τον παίζαμε.
Μετά μεγαλώσαμε και μάθαμε να λέμε *παίξε-γέλασε* για να δείξουμε το ασήμαντο κι εγώ έμεινα να απορώ τι μεσολάβησε.
(ένας ενήλιξ 34 μαΐων)
Ανώνυμε. Ο Μούζιλ κάπως το είπε. Δεν μεσολαβεί τίποτα από την ομίχλη της νεανικής ηλικίας ως την απολίθωση της ωριμότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνώνυμε 9:56 Ο Μούζιλ μας είπε ψέματα
ΑπάντησηΔιαγραφή(ο των 34 Μαΐων)
Εξαιρετικό ποστ. Η κοινωνία (όχι μόνο η Ελληνική όμως φαντάζομαι) συχνά υπακούει σε ρήσεις πλασμένες από καθαρό συναισθηματισμό. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν (για διάφορα ζητήματα) από αναλύσεις και ακούγονται από τηλεοπτικούς "ειδικούς" είναι συχνά από γελοία και παιδαριώδη, μέχρι και άκρως επικίνδυνα. Παρόλα αυτά πολλές φορές γίνονται δεκτά "πατώντας" πάνω σ'αυτόν ακριβώς το συναισθηματισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥσ. Θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός πως το ποστ αυτό έχει δύο μόλις σχόλια ενώ το ακριβώς από κάτω ήδη δέκα τη στιγμή που γράφω. Ίσως τελικά πάνω από όλα, πέρα από όλα και σε απόσταση από όλα, αυτό που πάντα ενδιαφέρει είναι το επί προσωπικού. Σχέσεις, σχέσεις, σχέσεις. Τελικά θέμα ίσως όχι και τόσο τετριμμένο. :)
(δεν ξέρω τι να απαντήσω: απολαμβάνω τη συζήτηση)
ΑπάντησηΔιαγραφήομοίως...
ΑπάντησηΔιαγραφή