Μιλώντας για το τι μας αρέσει, μιλάμε για τον εαυτό μας. Ο ολντμπόι το έκανε με πολύ θάρρος εδώ, μιλώντας φυσικά για τις αγαπημένες του ταινίες. Βεβαίως, ο άνθρωπος έχει δει περίπου 15 φορές περισσότερες ταινίες από τον μέσο άνθρωπο.
Ωστόσο, ζήλεψα και θέλω να πω κι εγώ για τις αγαπημένες μου ταινίες. Βεβαίως δεν είμαι σινεφίλ, είμαι μάλλον της μουσικής, της ζωγραφικής και των βιβλίων. Άρα δεν έχω με τις ταινίες τη σχέση ενός ανθρώπου που πραγματικά αγαπάει το σινεμά. Επίσης είναι αλήθεια ότι δε βλέπω τόσο σινεμά όσο παλιότερα, ενώ εδώ και πολλούς μήνες έχω κόψει και τα ντιβιντί. Είναι επίσης γεγονός ότι όταν διαλέγεις δέκα ταινίες, αφήνεις έξω πολλές, πάρα πολλές: The Piano, Από την άκρη της πόλης, 9 Songs, Συνήθεις ύποπτοι, A bout de souffle, Brazil, Τα κόκκινα φανάρια, In the Mood for Love, ο Δρακουλας του Κόππολα, Monster's Ball, Στέλλα, Old Boy, Ου μοιχεύσεις, Ου φονεύσεις, Manhattan, Τα 400 χτυπήματα, The Hudsucker Proxy, 25th Hour, Ο Νονός (1, 2, 3), American History X, και πάμπολλες άλλες (θα δίνω τους τίτλους όπως τους θυμάμαι). Επίσης αφήνεις έξω ταινίες που μπήκαν μέσα σου και σε κατέλαβαν, σαν απρόσωπο δαιμόνιο, για μήνες ή και χρόνια και που μετά τις ξόρκισες και τις ξέχασες. Θα φέρω ένα αστείο παράδειγμα: όταν ήμουν 4 ή 5 χρονών είδα τη Μαίρη Πόππινς κι έπαθα πλάκα. Η ταινία που πήρε τη θέση της ήτανε το Footloose, πολλά χρόνια μετά, το 1984. Τέλος, υπάρχουν ταινίες που βρέθηκαν στις δέκα πρώτες σου (κρατάω λίστες σε παμπάλαια ημερολόγια) και απλώς εξαφανίστηκαν γενικώς, αφήνοντας ωραίες αναμνήσεις, ωραιότερες από την ίδια την ταινία: Αμελί, My own private Idaho, Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται, Bowling for Columbine, Μάτριξ κτλ.
Πάμε λοιπόν, χωρίς ιδιαίτερη σειρά:
Αντρέι Ρουμπλιόφ. Ίσως η ουσιαστικότερη ταινία που έχει γίνει ποτέ. Και ανάμεσα στις ομορφότερες. Την είδα για πρώτη φορά στην τότε πρόσφατα αποκατεστημένη εκδοχή της στο Άλφαβιλ όταν ήμουν μαθητής και βγήκα κλαίγοντας. Έκτοτε την ξαναείδα τρεις φορές, κλαίγοντας αλλά αγαλιάζοντας στο τέλος. Μπορώ να πω απίστευτες μεγαλοστομίες για αυτήν την ταινία αλλά προτιμώ, όπως συνήθως τώρα τελευταία, να σιωπήσω και να προτείνω να τη δείτε.
Δαμάζοντας τα κύματα. Την έχω δει μία φορά, στο Renoir στο Λονδίνο, και τη θυμάμαι πεντακάθαρα. Ό,τι έχει να πει κανείς για τον έρωτα. Το αριστούργημα του Φον Τρίερ, μεταξύ των δύο φάσεων του έργου του. Την πήρα σε ντιβιντί πριν πολλά χρόνια, το οποίο όμως δεν έχω δει ποτέ γιατί φοβάμαι ότι τώρα πια η ταινία θα μου φανεί κατώτερη της εμπειρίας του 1996 -- το ντιβιντί είναι δηλαδή λίγο σαν τον δαυλό του Μελέαγρου.
Τα φτερά του έρωτα. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε με την καλύτερη ταινία του Βέντερς (μετά τον κατέστρεψε ανεπιστρεπτί η σχωρεμένη η Σολβέιγ), αλλά την είχα ήδη δει 3-4 φορές. Παραμένει ταινιάρα. Αυτό που λένε "ποιητικός κινηματογράφος", αλλά χωρίς πόζα και ανοησία, χωρίς στόμφο.
Damage. Λουί Μαλ και ξερό ψωμί. Ανεπανάληπτες ερμηνείες, "ισορροπημένο δραματούργημα, η αποθέωση του γαλλικού σινεμά. Όλη η αμηχανία, η ερημιά και η δόξα και του έρωτα σε μια ταινία".
Intimacy. "Αριστούργημα. Σπαρακτική αλλά ψύχραιμη ματιά στον έρωτα και στις ανθρώπινες σχέσεις, χαμηλών τόνων ωστόσο, με φόντο το Λονδίνο όπως το έζησα." Όταν όμως λέμε "σπαρακτική", εννοούμε σπαρακτική. Επίσης, η μόνη ταινία που μπορώ να μυρίσω.
Blade Runner. Τι να πω. Αναρωτιέμαι πώς ένας τόσο κουτός σκηνοθέτης κατάφερε τόσα πολλά και τόσο άρτια στην εποχή του Star Wars. Εδώ δε χρειάζεται να μυρίσεις το Νέο Λος Άντζελες, χώνεσαι μέσα του. Και δεν είναι μόνον το όραμα, όραμα έχει και ο υπερφίαλος Κιούμπρικ (ο πιο υπερτιμημένος σκηνοθέτης όλων των εποχών), όραμα έχει κι ο Τεό. Εδώ όμως το όραμα ζει κι ανασαίνει κινηματογραφικά, παρότι -- σημειωτέον -- η ταινία πάσχει σεναριακά ακόμα και στην περίφημη βερσιόν του σκηνοθέτη.
Πολίτης Κέιν. Ταινία του '41. Τόσο λιβανισμένη, τόσο αναλυμένη, που κάθησα να τη δω με τη χειρότερη δυνατή διάθεση κριτικά. Ηττήθηκα κατά κράτος. Τι να πω. Τι δεν έχει αυτή η ταινία; Δεν ξέρω, χρώμα. Όλα τα άλλα τα έχει.
Trainspotting. Δεν ξέρω. Την έχω τέσσερις ή πέντε φορές. Κάθε φορά μου αρέσει εξίσου. Περνάω καλά. Τη χαίρομαι. Ταυτίζομαι και με τον ήρωα, αφού δεν είμαι του αυτοελέγχου και της αυτοκυριαρχίας, εκτός όταν είμαι. Κι έχει πελώριο σάουντρακ. Είναι ακριβώς η εποχή της. Μ' αρέσει.
Μπλε Ταινία. Ιστορία μου αμαρτία μου. Είχα δει τη Βερόνικα. Είχα πάθει απόλυτη πλάκα. Απόλυτη. Εντάξει, φοιτητής ήμουνα, μην έχουμε κι απαιτήσεις. Πήγαινα στα δισκάδικα και παρακαλούσα για το σάουντρακ: "μόνο σε σιντί", "μα δεν έχω σιντί". Μετά βγήκε η Μπλε. Την είδα μια κρύα βραδιά στην Έλλη με την κοπέλα μου. Έπαθα απολυτότερη πλάκα. Ωστόσο, μου είχε φανεί σαν Γκρήναγουεη, ένα ρηχό εστέτ-εικαστικό πράμα, εναλλαγή υπέροχων (κυρίως μπλε) κάδρων, πολλών με τη Μπινός, την οποία δυστυχώς δεν κατάφερα να παντρευτώ. Μου άφησε ανεξίτηλες εντυπώσεις και μια δυο σκηνές που θα ήθελα να ήμουν σκηνοθέτης και να είχα γυρίσει. Ξηλώθηκα και πήρα το σάουντρακ εισαγωγής, σε βινύλιο. Πίστευα ωστόσο ότι δεν έχει στόρυ η ταινία, ότι η συσχέτιση με την Ελευθερία ήταν μπουρμπούτσαλο. Ήμουνα βλήτο. Την ξαναείδα πολλά χρόνια ύστερα, με τη συμβία, αφού μου είπε τρεις κουβέντες: κατάλαβα ότι η ταινία έχει αμέτρητο βάθος, ότι πραγματικά μιλάει για την πιο δύσκολη ελευθερία και τη διαδικασία απελευθέρωσης από την ενοχή και το πένθος. Πήγα και την αγόρασα. Σε ντιβιντί.
Zoolander. την έχω δει 7-8 φορές, την ξέρω απ' έξω. Η πιο αστεία κωμωδία.
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
Κυριακή 27 Μαρτίου 2011
Σάββατο 26 Μαρτίου 2011
Αθήνα
Εικόνες εδώ. Τα παρακάτω αποσπάσματα από εδώ:
Προσπαθούσα να καταλάβω την πόλη, να μάθω τις οδούς, τις γειτονιές και τις συνοικίες. Κάθε περιοχή με το δικό της φως, το δικό της χρώμα, τις δικές της μυρωδιές. Το ωχρό Γαλάτσι, η ήρεμη Λαμπρινή, τα φωτεινά Πατήσια, τα γκρίζα Εξάρχεια, η θαλπωρή της Πλάκας, η γλύκα του Πειραιά, η καμαρίλα των βορείων προαστίων, η σύγχυση των δυτικών κλπ.
[...]
Κι η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι στην Αθήνα (οι γηγενείς) μου μοιάζανε λίγο διαφορετικοί. Περισσότερο “υποψιασμένοι”, πιο ήπιοι, προσηνείς, με ευρύτερη σκέψη, με λιγότερη έπαρση και λιγότερη αλαζονεία από μας τα βλαχαδερά [...]. Άλλαξα πολλά σπίτια όλα αυτά τα χρόνια. Όπου κι αν έμενα αυτοί που συνήθως δημιουργούσαν προβλήματα στην πολυκατοικία, στην γειτονιά, ήταν κάτι επαρχιώτες καρτσαπλιάδες, σαν την αφεντιά μου, χωρίς κοινωνική συνείδηση που επιζητούσαν να κάνουν υποφερτή την ανυπαρξία τους με φωνές και φασαρίες.
Και την αγάπησα πολύ την Αθήνα. Με τις ομορφιές και τις ασχήμιες της. Με τις αντιφάσεις και τα στραβά της…
Καταλαβαίνω σε ένα βαθμό τους ανθρώπους που “παίρνουν τα βουνά”. Μπορεί το lifestyle κίνημα “επιστροφή στις ρίζες” ή όπως αλλιώς το λένε, που θέλει την αναπαλαίωση εγκαταλελειμμένων σπιτιών σε χωριά και ραχούλες (συνήθως από μεγαλοαστούς με λυμένο το οικονομικό), να με βρίσκει αισθητικά αντίθετο, αλλά δεν παραγνωρίζω ότι μπορεί έστω και κατ’ ελάχιστο να είναι επωφελές για την Αθήνα (αν και συνήθως στο τέλος αυτά τα σπίτια δεν καταλήγουν να είναι η κύρια κατοικία αλλά απλά ένα ακόμη εξοχικό). Απ’ την άλλη οι επαρχιώτες που δεν μπόρεσαν να αφομοιωθούν και πάντα διατηρούσαν την σπίθα της επιστροφής πολύ καλά κάνουν και επιστρέφουν στις πόλεις και τα χωριά τους (όσοι επιστρέφουν). Η περιφέρεια πρέπει να “γεμίσει” ξανά. Η ζωή πρέπει να επιστρέψει εκεί όπου η αστυφιλία των προηγούμενων δεκαετιών την στράγγιξε.
Δεν δικαιολογώ όμως κανέναν που κατηγορεί την Αθήνα. Δεν αντιλέγω πως σίγουρα υπάρχουν πόλεις στο εξωτερικό που σου προσφέρουν πολύ καλύτερες συνθήκες διαβίωσης όμως κακά τα ψέματα. Αυτά που σε δένουν με ένα μέρος υπερβαίνουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Και βλέπεις πόσο ευλογημένος είναι αυτός ο τόπος όταν παρά το ότι έχουν ασελγήσει ασύστολα πάνω του για δεκαετίες ολόκληρες κυβερνήσεις, εργολάβοι, βιομήχανοι και εφοπλιστές (είναι οι ίδιοι που σήμερα το παίζουν οικολόγοι και κάνουν καμπάνιες από τα κανάλια τους για δεντροφυτεύσεις, καθαρισμούς ακτών κλπ.) σου προσφέρει ακόμα και σήμερα απλόχερα τα δώρα του: το εξαιρετικό κλίμα, το μοναδικό φως, τα προϊόντα της γης, το όμορφο φυσικό τοπίο (όπου δεν έχει κυριαρχήσει το τσιμέντο) κλπ.
Οι αναφορές μου στα άυλα (φως, κλίμα) δεν είναι ούτε ποιητικές ούτε μεταφυσικές. Δεν θα ‘ταν του χαρακτήρος μου άλλωστε (εξάλλου άλλες είναι οι “ερωτικές” κατά τα άλλα πόλεις με την αποπνικτική υγρασία και το διαπεραστικό κρύο). Έχουν απλά να κάνουν με την τοποθεσία και το ανάγλυφο. [...]
Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011
The wasted life of Brian
"Βγήκε ταινία για τον Γρηγορόπουλο", είπε η συμβία. Πήγα να τη δω. Πήρα και τον έρμο τον Βυτίο, τον καλό νέο, μαζί μου.
Η ταινία Wasted Life έχει τόση σχέση με τη χαμένη ζωή του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου όση σχεση έχει το Life of Brian με τη ζωή του Χριστού. Πολύ μεγάλη, δηλαδή, αν είσαι από την Τούβα, τη Δυτική Νέα Γουινέα, ή την Εσωτερική Μογγολία. Αν αφήσει κανείς στην άκρη την εξαιρετική ερμηνεία και τον πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα του βασανισμένου και δυστυχισμένου μπάτσου (που τελικά δεν ξέρουμε τι μας κόφτει η ζωή του, αφού το χαζοτσογλανάκι που βρίσκεται in loco ΑΓ το σκοτώνει ένας άλλος, αυτός που βλέπει τσόντες στο iPhone εν ώρα υπηρεσίας ντε, χωρίς ακριβώς να καταλάβουμε γιατί).
Αυτά. Μην τη δείτε. Αν είστε γνωστός ή συγγενής του Γρηγορόπουλου, αποφύγετε την ταινία σαν τον διάολο: είναι επιεικώς υβριστικό που αυτό το χάλι λανσαρίστηκε σεμνότυφα ως μια ταινία όχι εμπνευσμένη από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Αν σας αρέσει το σινεμά, αποφύγετε την ταινία σαν τον διάολο: παλιό κακό ελληνικό σινεμά με ολίγο εικαστικό πασάλειμμα από Σπιρτόκουτο (και γκεστ σταρ τον ίδιο τον Γιάννη τον Οικονομίδη!).
Είμαι επιεικής με τον ολντμπόι γιατί έχει και παιδί.
Η ταινία Wasted Life έχει τόση σχέση με τη χαμένη ζωή του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου όση σχεση έχει το Life of Brian με τη ζωή του Χριστού. Πολύ μεγάλη, δηλαδή, αν είσαι από την Τούβα, τη Δυτική Νέα Γουινέα, ή την Εσωτερική Μογγολία. Αν αφήσει κανείς στην άκρη την εξαιρετική ερμηνεία και τον πολύ ενδιαφέροντα χαρακτήρα του βασανισμένου και δυστυχισμένου μπάτσου (που τελικά δεν ξέρουμε τι μας κόφτει η ζωή του, αφού το χαζοτσογλανάκι που βρίσκεται in loco ΑΓ το σκοτώνει ένας άλλος, αυτός που βλέπει τσόντες στο iPhone εν ώρα υπηρεσίας ντε, χωρίς ακριβώς να καταλάβουμε γιατί).
Αυτά. Μην τη δείτε. Αν είστε γνωστός ή συγγενής του Γρηγορόπουλου, αποφύγετε την ταινία σαν τον διάολο: είναι επιεικώς υβριστικό που αυτό το χάλι λανσαρίστηκε σεμνότυφα ως μια ταινία όχι εμπνευσμένη από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Αν σας αρέσει το σινεμά, αποφύγετε την ταινία σαν τον διάολο: παλιό κακό ελληνικό σινεμά με ολίγο εικαστικό πασάλειμμα από Σπιρτόκουτο (και γκεστ σταρ τον ίδιο τον Γιάννη τον Οικονομίδη!).
Είμαι επιεικής με τον ολντμπόι γιατί έχει και παιδί.
Κυριακή 20 Μαρτίου 2011
εκ Δυτικής Λιβύης
Αυτή τη φορά οι επιδρομές έχουν νομιμοποίηση, όχι όπως στην περίπτωση της Σερβίας, όταν το ΝΑΤΟ υποκατέστησε το Συμβούλιο Ασφαλείας. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ιταλία δίστασαν να επέμβουν γιατί κόπιασαν τόσο να πιάσουν φιλίες με τον σκηνίτη αρχικαθήκη δολοφόνο.
Διάβασα λοιπόν αυτό το σχόλιο του Δύτη.
α) Όλο και περισσότερο σχηματίζω την εντύπωση ότι στη Λιβύη δεν έχουμε χαρακτηριστικά τόσο εξέγερσης τυνησιακού ή αιγυπτιακού στυλ, όσο φυλετικού εμφυλίου.Ιδίως το α) με ξένισε. Όλες οι επαναστάσεις (Γαλλική, Οκτωβριανή κτλ) και όλοι οι εμφύλιοι (αγγλικός, ελληνικός επί επαναστάσεως, ο πόλεμος που οδήγησε στη διάλυση της Μεγάλης Κολομβίας, ισπανικός, ελληνικός '46-'49, λιβανέζικος, όλοι οι αφρικανικοί κτλ) έχουν εντονότατα τοπικά και "φυλετικά" χαρακτηριστικά. Αυτό είναι συνέπεια και του ότι τα εθνικά κράτη είναι ιστορικά ατυχήματα και (γεω)πολιτικά κατασκευάσματα που στιβάζουν μαζί τόσες διαφορετικές ομάδες (εθνοτικές, θρησκευτικές κτλ κτλ κτλ). Άλλωστε, απ' όσα λίγα μάθαμε, και στην Τριπολίτιδα υπήρχαν εξεγερμένοι.
β) Δεν νομίζω ότι οι νίκες του Καντάφι μέχρι τώρα βασίστηκαν στην αεροπορία του. Ως εκ τούτου, ζώνη απαγόρευσης πτήσεων είναι ίσως μια τρύπα στο νερό όσον αφορά τον αγώνα για την τελική επικράτηση στη Βεγγάζη.
γ) Ο πόλεμος στη Σερβία (και, επίσης, στο Ιράκ) έδειξε ότι ο μόνος τρόπος να νικήσεις έναν πόλεμο από αέρος είναι να ισοπεδώσεις τις υποδομές της χώρας. Ως εκ τούτου, η δυτική επέμβαση ή θα πρέπει να βομβαρδίσει δικαίους και αδίκους ή να συμπληρωθεί με χερσαίες επιχειρήσεις.
Το να επικαλούμαστε "τις φυλές" και να μιλάμε για "φυλετικό εμφύλιο" (τι παράδοξος όρος!) στην περίπτωση της Λιβύης ενδεχομένως μαρτυρεί ότι βλέπουμε τους Λίβυους ως γραφικά ημιάγρια γιάχαλλα-μπάχαλα, που δεν μπορεί να έχουνε πολιτικές επιδιώξεις, έστω και αν είναι απλούστατες: να διώξουν τον στυγερό δικτάτορα. Οριενταλισμός όζει, θαμμένος βεβαίως βαθιά στο ασυνείδητο στην περίπτωση του Δύτη (θα ήτανε γελοίο να προσάψει κανείς έστω και υποσυνείδητο οριενταλισμό στον Δύτη).
Τέλος, ο Καντάφι αποκαλείται κάπου "ημιπαράφρων". Δεν ξέρω τι χρειάζεται για να αποκαλέσουμε κάποιον 100% παράφρονα αν ο Μουαμάρ είναι στο ντεμί.
Γενικά, με ενοχλεί βαθιά η υπόγεια συμπάθεια σε αυτόν το υπερτσαουσέσκου, μεγαλουκασένκο, κιμτζονγκιλικό φρανκόσκυλο. Ιδίως η σύγκριση με τον σκατόψυχο είναι ενδιαφέρουσα: δε δίστασε να στρέψει ξένους μισθοφόρους εναντίον αμάχων που έβγαιναν από προσευχή. Όπως και ο Caudillo, σφάζει μέχρι την υστάτη. Υποψιάζομαι ότι η πηγή της ένοχης, και πια ενοχοποιημένης, συμπάθειας στον Ηγέτη της Πράσινης Επανάστασης είναι η εξής: στην Ελλάδα οι πολιτικές ιδεολογίες έχουνε μικρή σημασία, τουλάχιστον μικρότερη από την έννοια της αντιαμερικανικής συμπαράταξης. Έτσι, στην Ελλάδα υποστηρίξαμε, καλωσορίσαμε και ασπαστήκαμε διάφορους δικτάτορες και τυράννους , προσχηματικά σοσιαλιστές αλλά και καθόλου σοσιαλιστές, με γνώμονα όχι μόνον το συμφέρον της χώρας μας (όπως όλοι, στο κάτω κάτω,) αλλά κυρίως με γνώμονα το αν ενοχλούνε τους αμερικάνους -- για οποιονδήποτε λόγο κι αν ενοχλούσαν τους αμερικάνους, εξισώνοντάς τους με λαϊκούς ηγέτες. Έτσι, δίπλα στο λαϊκό κίνημα τον Σαντινίστας, λατρεύουμε τον ύστερο Κάστρο, δίπλα στον λαοπρόβλητο και γενναίο Μοράλες των φτωχών γηγενών, βάζουμε μετάνοια στον διαστροφέα της (έτσι κι αλλιώς άρρωστης στη Βενεζουέλα) δημοκρατίας Τσάβες. Πιο κοντά δεν πλησιάζω -- γνωστά πράγματα.
Ανάμνηση
(με ευχαριστίες στον κύριο Φώλιο, που με έκανε να την ανασύρω)
Καλά παιδιά οι ρηγάδες, μου άρεσαν. Εγώ ήμουνα μικρός τότε.
Ωστόσο, με τραβολογούσε ο πατέρας μου σε φεστιβάλ πολιτικών νεολαιών όταν ήμουν μικρός "για να σχηματίσω άποψη". Εκεί μεταξύ 9 και 13 ετών. Τα φεστιβάλ και οι προφεστιβαλικές εκδηλώσεις της ΚΝΕ με ψυχοπλάκωναν, του Ρήγα ήταν ωραία τα φεστιβάλ, ενώ της ΟΝΝΕΔ ήταν αηδία (οι γονείς μου κορόιδευαν: "αντιγράφουν την ΚΝΕ", έλεγαν).
Θυμάμαι που είχε πάρει η μάνα μου κάτι πορσελάνινα περιστέρια από παλαιστίνιους φοιτητές (μάλλον υπότροφους του αστικού ελληνικού κράτους -- άσχετο) από ένα φεστιβάλ της ΚΝΕ κι εξ αφορμής είχε μια έντονη συζήτηση με τον πατέρα μου διότι ο πατέρας μου (ΚΚΕ εσ. τότε) δεν ήθελε να δώσει λεφτά στο ΚΚΕ. Η μάνα μου έλεγε ότι τα λεφτά θα τα πάρουν οι Παλαιστίνιοι που αγωνίζονται. Δεν πείστηκε ο πατέρας μου. Τοτε η μάνα μου είπε ότι είναι κρίμα τα καημένα τα παιδακια που τα πουλάνε. Ε, στο τέλος είπε ότι θα τα πάρει γιατί τα θέλει. Πρέπει να τα έχουν ακόμα στο σαλόνι, εκτός κι αν τα κατάπιαν τίποτε ανήψια μου.
Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011
Στραγάλια
Πάει κι ο Ρασούλης. Μεγαλείο ο σχωρεμένος: πώς γίνεται να γράφεις τραγούδια που απηχούν σε ερωτόληπτο κουλτουριάρη έφηβο, σε εράσμια φοιτήτρια ψαγμένη, σε μπουζουκονταγλάν κυρία εξηντάρα, σε σαραντάρη γκομενιάρη (αλλά με μεγάλη καρδιά), σε βαριά κι ασήκωτα διανοούμενο -- και πάει λέγοντας. Πώς γίνεται να καλύψεις τόσο διαφορετικούς ανθρώπους;
Τεμπέληδες κειμενοκόποι, σκέφτεστε καθόλου προτού γράψετε; Όταν πεθαίνουμε δε φεύγουμε. Δεν πάμε πουθενά. Παραμένουμε κοκκαλωμένοι και ακίνητοι, ολοκληρωτικά πλέον στο έλεος των άλλων, των ζωντανών. Δεν πάμε ταξίδι, γαμώ τη στραβομάρα σας και τις ωραίες εκθέσεις που γράφατε στο Λύκειο. "Καλό ταξίδι" για πού; "Για τη γειτονιά των αγγέλων"; Όπου θα παίζουν άρπα, λύρα και κιθαρίτσα (άντε, τζουρά ο Ρασούλης) πάνω στα σύννεφα στους αιώνας των αιώνων; Αν δεν κοιμόσασταν στα Θρησκευτικά, θα ξέρατε ότι ψοφάμε και παραμένουμε πεθαμένοι "επ' ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου". Αλλά μάλλον κάποιο ωραίο κοσμητικό σχήμα ψάχνετε, χεστήκατε για τα δόγματα της Εκκλησίας. Γιατί λοιπόν όχι κάτι σαν "καλό κουτρουβάλημα στον Κάτω Κόσμο"; "είθε οι τσέπες σου να είναι γεμάτες ναύλα για τον Χάροντα"; "καλή αντάμωση στα Ηλύσια Πεδία"; Αλλά τι λέω, μιλάμε για τους ίδιους γραφιάδες που αποκαλούν τις πόρνες "ιερόδουλες" και που προσπαθούν να επιβάλουν το χυδαίο ψέμα "άνθρωποι με ειδικές ικανότητες" για τους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες.
Ας πούμε ότι αυτό το διάγραμμα είναι ακριβές. Περιγράφει τι πάθαμε στην Ελλάδα με την κρίση. Χρειαζόμασταν λεφτά. Από πού θα τα βρίσκαμε, κόβοντας την αριστερή στήλη ή τη δεξιά; Κόψαμε την αριστερή, άλλωστε αυτό είναι το ντάρμα του ΔΝΤ. Μα, θα μου πείτε, έχουμε δεξιά στήλη, φοροαπαλλαγές για τους πλουσίους, στην Ελλάδα; Όχι. Έχουμε φοροδιαφυγή, διαφθορά και εξοπλιστικά. τα οποία δεν πρόκειται να θιγούν, ακόμα και οι συμπαθείς Φ. Γεωργελές και Π. Δούκας πρέπει να το έχουνε καταλάβει αυτό. Άσε που τα έσοδα του κράτους μειώνονται έτσι κι αλλιώς.
Και, λυπάμαι που θα το πω, αλλά έχουμε πάθει σκλήρυνση, με τη βιβλική έννοια: γκρεμίζεται, καίγεται και πνίγεται η Ιαπωνία και εμάς μας απασχολεί αν θα ανακάμψει η ιαπωνική οικονομία: τα δελτία ειδήσεων μέχρι πρόσφατα έβλεπαν όλον τον κόσμο χρωματισμένο από την εθνικιστική ιδεολογία, πλέον τα γυαλιά που φοράμε έχουνε το χρώμα του χρήματος. Επίσης ο καθηγητής Βαρουφάκης μάς εξηγεί στη ΝΕΤ ότι με τις καταστροφές αυξάνεται το ΑΕΠ. Το είχε πει κάποτε ο Τσόμσκυ στο Τορόντο και γελούσα, έλεγα ότι ο ζαμπόνηρος αναρχόγερος θέλει να κάνει όλους τους νεοφιλελεύθερους να μοιάζουνε με σκουληκαντέρες τύπου Άυν Ραντ: είπε ότι οι λακκούβες στους δρόμους αυξάνουν το ΑΕΠ γιατί μετά δουλεύει η οδική βοήθεια, ο φαναρτζής, το συνεργείο κτλ. Αλλά το είπε κι η μάνα μου: ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι.
Στο μεταξύ ο αιμοσταγής καραγκιόζης ούτε ξεκουμπίζεται, ούτε ψοφάει. Κι ο διαλλακτικός Βασιλεύς του Μπαχρέιν εκμεταλλεύεται την αναμπουμπούλα για να φέρει στρατό κατοχής από το καθηκέστερο κράτος της Μέσης Ανατολής (όχι το Ισραήλ βρε, το Ισραήλ έχει κοινοβούλιο, εκλογές και ανεξιθρησκία· το άλλο, το μοναδικό κράτος στον κόσμο που ονοματίστηκε από τον φύλαρχο που το κυβερνούσε και που κατάργησε τη δουλεία το 1962).
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Ωστόσο, μέσα μου χαμογελάω
Νίκη (ναι, έστω: του αυτονόητου και της στοιχειώδους ανθρωπιάς).
Πάντως, δεν ξέρω για την εργατική τάξη, για να το πω ευγενικά κι εκτός αν 'η εργατική τάξη' είναι μια αφαίρεση όπως 'το έθνος', αλλά πιο περήφανοι πρέπει να είναι οι λιγοστοί "αλληλέγγυοι" κουλτουριάρηδες, μερικοί "ακτιβιστές του διαδικτυακού καναπέ', εφτά σαμουράι-δημοσιογράφοι, και κυρίως όσοι άνθρωποι (υπο)στήριξαν αυτούς τους ανθρώπους.
Και για να μη χαλαρώνουμε, παίδες:
Πάντως, δεν ξέρω για την εργατική τάξη, για να το πω ευγενικά κι εκτός αν 'η εργατική τάξη' είναι μια αφαίρεση όπως 'το έθνος', αλλά πιο περήφανοι πρέπει να είναι οι λιγοστοί "αλληλέγγυοι" κουλτουριάρηδες, μερικοί "ακτιβιστές του διαδικτυακού καναπέ', εφτά σαμουράι-δημοσιογράφοι, και κυρίως όσοι άνθρωποι (υπο)στήριξαν αυτούς τους ανθρώπους.
Και για να μη χαλαρώνουμε, παίδες:
Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011
On repart à zéro
Και φυσικά η Επανάσταση ήρθε, ένα νέο 1989 των λαών (ή 1848; δεν ξέρω). Όχι όμως στην Ευρώπη, που μάλλον τον έχει πιει στο ουζοπότηρο πανταχόθεν, αλλά στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά (μέσω Μισιριού), στο άγνωστο πετρελαιοφόρο κρατίδιο του Μπαχρέιν, στην άγρια Υεμένη. Εξού και κανείς μας δεν τη συμπαθεί πραγματικά: αντί για εράσμιες Ουκρανές και καπάτσες Ουγγροπολωνέζες, έχεις πισώβαρες Αράβισσες (κάποιοι φυσσικά δεν τις έβλεπαν καθόλου), αντί για τη Βατσλάβσκα Ναμέστι, τον σταθμό της Φρίντριχστράσε, τους μεσευρωπαϊκούς καθεδρικούς του Κούντερα και τις χαύνες και άτεγκτα ευθείες λεωφόρους του Βουκουρεστίου (που τόσο είχε θαυμάσει η Έλλη Αλεξίου στο ταξιδιωτικό της για τη Ρουμανία που διαβάζαμε μικροί), έχεις σκόνη, μεταλικούς ουρανούς και τον βορειοαφρικανικό μπρουταλισμό του μπετού. Αντί για λαούς με τσαλαπατημένη αξιοπρέπεια, την οποία εξ ορισμού έχουμε οι Ευρωπαίοι και η οποία τελειώνει εκεί που δένουν τα βαπόρια του Βοσπόρου, έχεις κάτι χαχόλους, λαούς-παιδιά, που δεν ψέλνουν πατριωτικά άσματα χαϋντνικά, να δακρύσεις κι εσύ, παρά κάτι γηπεδικά συνθήματα στην όλο πνίγες γλώσσα τους. Κι έχουνε και πετρέλαια.
Κι εγώ αισθάνομαι πολύ κουρασμένος. Η κατάσταση στην Ελλάδα δε μου δημιουργεί πια φρίκη, μου μοιάζει πια εφιαλτική. Μου έρχεται να παρακαλέσω όποιον με παίρνει τηλέφωνο να μου λέει μόνο κουτσομπολιά, γκομενικά κουτσομπολιά. Άντε, να μου πούνε για ταινίες και βιβλία. Και τίποτε άλλο. Δεν έχει κάποιο βαθύ νόημα αυτό που λέω, είναι το ζωώδες μουγκρητό κάποιου που βασανίζουν και θέλει να πει "σταματήστε, δεν αντέχω", αλλά δεν μπορεί πια να μιλήσει γιατί είναι πρησμένος μέσα κι έξω. Εδώ κανονικά θα απαριθμούσα, με τον προσφιλή μου τρόπο της λίστας σε ασύνδετο σχήμα, τα στοιχεία του εφιάλτη: αυτό, αυτό, αυτό και άλλα πολλά. Αλλά κι αυτό είναι ακκισμός πια. Τι κουβέντες να πεις πια. Το πολιτικό πρόβλημα υπήρχε και παραμένει (μία λέξη, συμβολική: Πάγκαλος), το επιδεινώνει ότι στα πράγματα είναι όχι πια οι απλώς πανηλίθιοι και κυνικοί, παρά λαμπροί ιδεολόγοι, πλην όμως "πραγματιστές" και άρα ανενδοίαστοι· το κοινωνικό-πνευματικό-ηθικό πρόβλημά μας διογκώθηκε εκθετικά, αφού λ.χ. πια η δημόσια επίδειξη αναλγησίας και απροκάλυπτης απανθρωπιάς απέναντι σε κολασμένους απεργούς πείνας, για τους ομοίους των οποίων φυσικά κάποτε δακρύζαμε τζάμπα, αποτελεί μέτρο πολιτικής υπευθυνότητας -- εκτός φυσικά και αν ανήκεις στους πεφωτισμένους που φρονούν ότι πρέπει να θεριστούν οι μπάτσοι (λες και ωρίμασαν ποτέ). Όλα όσα έκαναν την κοινωνία μας, "πρωτοπόρα και προοδευτική", ωραία σαν Έλληνα, ήταν απλώς καιροσκοπικά φτιασίδια ή περασμένα μεγαλεία στην καλύτερη περίπτωση. On repart à zéro.
Έτσι, τι να γράψει και τι να διαγνώσει κανείς και τι να σαρκάσει κανείς πια. Πόσα λόγια πια. Μένει μόνο η κούραση και η αρχή της απελπισίας.
Να ευχηθώ "Καλή Σαρακοστή" θα ήταν μάλλον ανεπίτρεπτος σαρκασμός.
Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011
Παρενθέσεις από μια κηδεία
Προσπαθώ να γράψω αυτό το σημείωμα από χτες. Αν αποτύχω, θα είναι γιατί απέτυχα, όχι γιατί δε μ' ένιαξε.
Χτες κηδέψαμε έναν γλυκό και χαρούμενο άνθρωπο, μια συνάδερφο εξαιρετική στη δουλειά της. Νέα από τις περισσότερες απόψεις. Ας πούμε ότι πέθανε από μαράζι. Εντάξει, δεν είναι ιατρικώς ορθή η αιτιολογία, αλλά ας πούμε ότι το βλέπω έτσι. Ο Σραόσα είμαι, ό,τι θέλω γράφω.
Στην κηδεία τη σκεφτόμουν, σκεφτόμουν τους δικούς της. Όταν ήμουνα μικρός, φοβόμουν μην πεθάνουν όσοι μ' αγαπάνε, μετά έτρεμα μην πεθάνω εγώ, τώρα διώχνω με φρίκη τη σκέψη ότι θα πεθάνουν όσοι αγαπώ. Από την πένθιμη διάθεση για την εκλιπούσα (θα πω "αδικοχαμένη", αν και δε θεωρείται δόκιμος ο όρος όταν ο φυσικός αυτουργός είναι ο καρκίνος που όλοι φοβόμαστε ή τα καρδιακά, από τα οποία έχουμε ακόμα περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουμε) με έβγαζε πότε ο θλιβερός ψάλτης με τη σοβαρή διαταραχή ομιλίας (τι διασυρμός των νεκρών αυτοί οι ψαλτάδες στις κηδείες, πάντα οι τελευταίοι), πότε το εκνευριστικά ιουδαΐζον-στωικίστικο κείμενο της νεκρώσιμης ακολουθίας (Ανάσταση; ποια Ανάσταση;). Μετά ξανακαταλάγιαζα στην ενατένιση δύο φαρμακωμένων ανθρώπων στα στασίδια φάτσα στο φέρετρο ή των θλιμμένων προσώπων μας. Κάποιου τα δάκρυα στα δεξιά μου έσταζαν στο πάτωμα σα λασκαρισμένη βρύση, χωρίς να κυλήσουν καθόλου στο πρόσωπό του. Η μέρα έξω είχε λοξό και άτρωτο φως, βαρύ ουρανό και υπέρλαμπρα ανοιξιάτικα λιβάδια, κίτρινα και πράσινα, αλλά κυρίως κίτρινα.
Μετά, καθώς έβγαζα το κουστούμι, τα παπούτσια (πασπαλισμένα με χώμα), τη μαύρη γραβάτα που είχα αγοράσει για μια άλλη κηδεία πάρα πολύ μακριά αλλά ποτέ δεν είχα φορέσει, ένιωσα περίεργα. Πένθος αλλά όχι μελαγχολία, οργή αλλά όχι θυμό, πίκρα αλλά όχι θλίψη. Σκεφτόμουν ότι ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη και κέφι και μπρίο για τη δουλειά (ακόμα κι όταν την είδα διασωληνωμένη για τελευταία φορά στο νοσοκομείο), πέθανε με πίκρα και με την αίσθηση ότι αδικήθηκε. Αυτό με βάρυνε περισσότερο απ' όλα. Πολύ. Η αγάπη που δίνουμε δεν μπορεί να μας σώσει, σκέφτηκα. Αφοριστικά και μελοδραματικά ίσως, αλλά το σκέφτηκα. Και όταν λέμε να μας σώσει, δε μιλάμε για τον Θεό και τον Γιο Του, μιλάμε να μπορέσεις να φύγεις ήσυχα χωρίς να πονάς για τις αδικίες που υπέστης. Η αγάπη δεν μπορεί να μας λυτρώσει, δεν μπορεί καν να μας γιάνει.
Αργότερα, μιλώντας με έναν φίλο για να ξεπλύνω από τη σκέψη μου τη στιφάδα και τη γλυφή διάθεση, του το είπα: η αγάπη δε θα σε σώσει, αλλά θα σώσει τους γύρω σου που θα την δεχτούν από σένα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)