στην Πράγα οι Τσέχοι το 1968 φώναζαν το σύνθημα "αυτή η άνοιξη μπορεί να κρατήσει για πάντα"· της πήρε 21 χρόνια αλλά η άνοιξη έφτασε
Ξύπνησα στις 7 και μετά το μπάνιο άνοιξα ΝΕΤ. Ένας εκπρόσωπος μικροεπιχειρηματιών εξηγούσε πώς τους πνίγει η ύφεση, ο Αρβανίτης εξαγριωμένος ρωτούσε κάποιον υφυπουργό από πού κι ως πού οι τράπεζες παρακρατούν λεφτά από λογαριασμούς μισθοδοσίας. Η Ξενογιαννακοπούλου μάς έλεγε γλυκά ότι είμαστε δημοκρατία άρα ότι μπορούν οι δημόσιοι υπάλληλοι να υποδεχτούν την τρόικα με καταλήψεις, αρκεί να είναι συμβολικές. Ένας φοροτεχνικός εξηγούσε αγανακτισμένος πραγματική περίπτωση συνταξιούχου που παίρνει 8.000 σύνταξη ΙΚΑ και που του υπολογίστηκε τεκμαρτό εισόδημα 14.500 (από ένα διαμέρισμα κι ένα αμάξι 1600άρι). Κι όλα αυτά στη ΝΕΤ, όχι σε κανα όργανο της παλαβής Αριστεράς. Αλλά πάλιωσαν πια οι κορώνες του κάθε Πάσχου. Η χώρα πλέον είναι υποτελής και μάλιστα σε δυνάμεις ανεύθυνες, άβουλες και ασυνάρτητες. Η υπαγωγή στην τρόικα είναι (πολύ) μακροπρόθεσμα ιδέα με συνέπειες και αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά της ύπαρξης εγγυητριών δυνάμεων στην Κύπρο.
Άλλαξα κανάλι. Νόμος και Τάξη, σαιζόν 11 ή 12. Κάπου εκεί. Έτρωγα πρωινό αφηρημένος. Σκεφτόμουνα μια φίλη μου που μου έλεγε τις προάλλες πόσα και από πού έκοψε για να αναπληρωθεί η μείωση που υπέστη στον μισθό της. Αισθάνομαι αλληλέγγυος μαζί της και λόγω τυπικών προσόντων της, αισθάνομαι ότι είναι ο άνθρωπος που είναι πιο κοντά στο πού θα ήμουν εγώ αν ζούσα και δούλευα στην Ελλάδα τώρα. Της έστειλα μια καλημέρα -- μεγάλη συνεισφορά εκ μέρους μου δηλαδή.
Μετά έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά, ή μάλλον έπεσε η δουλειά με τα μούτρα να με φάει. Το μεσημέρι, ετοιμάζοντας να φάω κι εγώ, σκεφτόμουν ότι είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που μου είπαν: η αγάπη μου για την Αθήνα, το μεράκι μου και η λαχτάρα μου γι' αυτή την πόλη είναι εν μέρει μνήμη του πώς ήταν η πόλη, εν μέρει τα σημεία ευτυχίας που είναι σκορπισμένα σαν καρφίτσες με μεγάλο κόκκινο κεφάλι πάνω στον χάρτη της, εν μέρει η χαρά να γυρνάς στην Αθήνα χωρίς αμάξι (μένω στο κέντρο και είμαι περήφανος γι' αυτό) και για λίγο κάθε φορά. Αυτό που κορόιδευα για την Ιταλία ("από την Ιταλία λ.χ. έρχεσαι πάντα ανανεωμένος, αρκεί να μην παραμείνεις εκεί παραπάνω από 3 εβδομάδες μάξιμουμ") το κάνω εγώ στην Αθήνα. Αυτό που κουβαλάω μέσα μου δεν είναι η Αθήνα του Σεπτεμβρίου του 2011, είναι η ζωή μου στην Αθήνα, είναι η Αθήνα του για λίγο, είναι η Αθήνα από το σπίτι μου κι από την καθημερινή διαδρομή μου προς το κέντρο, που δύσκολα αρρωσταίνει.
Μετά δουλειά πάλι, μετά μια στιγμή φωτισμού και επιφάνειας εκεί την ώρα που πέφτει ο ήλιος: θυμήθηκα έναν ωραίο πλάτανο στην Κρήτη, μέσα σε έναν τόπο γαλήνης, έναν πλάτανο που είχα να θυμηθώ από το 1993, όταν τον είδα για λίγο μέσα από τζάμι ενός ΚΤΕΛ που έκανε στάση. Το ίδιο 1993, όταν μέρες πριν έβλεπα τη Σούδα να πλησιάζει μέσα στην νύχτα από το κατάστρωμα του Άπτερα (νομίζω) και έλεγα πως βλέπω τον Κάνωπο χαμηλά στον ορίζοντα στα νότια πλάτη, αλλά μάλλον πλανήτης ήταν. Ένιωσα τότε μια αίσθηση πεπρωμένου, μια αίσθηση που έσβησε αλλά ξανάζησε. Εκεί λοιπόν που θυμήθηκα τον πλάτανο, καπως σαν να ξανάρθε μια τέτοια αίσθηση, λίγο σαν αστραπή: ακατάληπτα αλλά ξεκάθαρα. Αλλάζει μέσα μου η ζωή γενναία αλλά λεπτά και αδιόρατα, όμως εξωτερικά δε φαίνεται τίποτα, δε βλέπει τίποτα κανένας.
Μετά ο ήλιος κάπως πασαλείφτηκε κάτι σύννεφα, έρχεται επιτέλους η εποχή που μπορώ να ανασαίνω, η εποχή που νιώθω δυνατός και σε εγρήγορση, που η νύχτα κρατάει πολύ. Έρχεται, επιτέλους ρε γαμώτο, έρχεται. Στο κομμάτι του δρόμου όπου μου είχε σερβιριστεί το So Young, ποιος ξερει πόσες ζωές πριν, την ημέρα των χιλιάδων δακρυγόνων, το iPod έριξε κάτι Cocteau Twins. Χαμογέλασα. Ανάσανα βαθιά. Λίγο πικρά, αλλά χωρίς φόβο: βαθιά. Λίγο με προσμονή αλλά ξέροντας πια: Μόνον ομορφιά, ρε: καμμιά μιζέρια. Έστω και μετανάστες.
Ξύπνησα στις 7 και μετά το μπάνιο άνοιξα ΝΕΤ. Ένας εκπρόσωπος μικροεπιχειρηματιών εξηγούσε πώς τους πνίγει η ύφεση, ο Αρβανίτης εξαγριωμένος ρωτούσε κάποιον υφυπουργό από πού κι ως πού οι τράπεζες παρακρατούν λεφτά από λογαριασμούς μισθοδοσίας. Η Ξενογιαννακοπούλου μάς έλεγε γλυκά ότι είμαστε δημοκρατία άρα ότι μπορούν οι δημόσιοι υπάλληλοι να υποδεχτούν την τρόικα με καταλήψεις, αρκεί να είναι συμβολικές. Ένας φοροτεχνικός εξηγούσε αγανακτισμένος πραγματική περίπτωση συνταξιούχου που παίρνει 8.000 σύνταξη ΙΚΑ και που του υπολογίστηκε τεκμαρτό εισόδημα 14.500 (από ένα διαμέρισμα κι ένα αμάξι 1600άρι). Κι όλα αυτά στη ΝΕΤ, όχι σε κανα όργανο της παλαβής Αριστεράς. Αλλά πάλιωσαν πια οι κορώνες του κάθε Πάσχου. Η χώρα πλέον είναι υποτελής και μάλιστα σε δυνάμεις ανεύθυνες, άβουλες και ασυνάρτητες. Η υπαγωγή στην τρόικα είναι (πολύ) μακροπρόθεσμα ιδέα με συνέπειες και αποτελέσματα συγκρίσιμα με αυτά της ύπαρξης εγγυητριών δυνάμεων στην Κύπρο.
Άλλαξα κανάλι. Νόμος και Τάξη, σαιζόν 11 ή 12. Κάπου εκεί. Έτρωγα πρωινό αφηρημένος. Σκεφτόμουνα μια φίλη μου που μου έλεγε τις προάλλες πόσα και από πού έκοψε για να αναπληρωθεί η μείωση που υπέστη στον μισθό της. Αισθάνομαι αλληλέγγυος μαζί της και λόγω τυπικών προσόντων της, αισθάνομαι ότι είναι ο άνθρωπος που είναι πιο κοντά στο πού θα ήμουν εγώ αν ζούσα και δούλευα στην Ελλάδα τώρα. Της έστειλα μια καλημέρα -- μεγάλη συνεισφορά εκ μέρους μου δηλαδή.
Μετά έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά, ή μάλλον έπεσε η δουλειά με τα μούτρα να με φάει. Το μεσημέρι, ετοιμάζοντας να φάω κι εγώ, σκεφτόμουν ότι είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που μου είπαν: η αγάπη μου για την Αθήνα, το μεράκι μου και η λαχτάρα μου γι' αυτή την πόλη είναι εν μέρει μνήμη του πώς ήταν η πόλη, εν μέρει τα σημεία ευτυχίας που είναι σκορπισμένα σαν καρφίτσες με μεγάλο κόκκινο κεφάλι πάνω στον χάρτη της, εν μέρει η χαρά να γυρνάς στην Αθήνα χωρίς αμάξι (μένω στο κέντρο και είμαι περήφανος γι' αυτό) και για λίγο κάθε φορά. Αυτό που κορόιδευα για την Ιταλία ("από την Ιταλία λ.χ. έρχεσαι πάντα ανανεωμένος, αρκεί να μην παραμείνεις εκεί παραπάνω από 3 εβδομάδες μάξιμουμ") το κάνω εγώ στην Αθήνα. Αυτό που κουβαλάω μέσα μου δεν είναι η Αθήνα του Σεπτεμβρίου του 2011, είναι η ζωή μου στην Αθήνα, είναι η Αθήνα του για λίγο, είναι η Αθήνα από το σπίτι μου κι από την καθημερινή διαδρομή μου προς το κέντρο, που δύσκολα αρρωσταίνει.
Μετά δουλειά πάλι, μετά μια στιγμή φωτισμού και επιφάνειας εκεί την ώρα που πέφτει ο ήλιος: θυμήθηκα έναν ωραίο πλάτανο στην Κρήτη, μέσα σε έναν τόπο γαλήνης, έναν πλάτανο που είχα να θυμηθώ από το 1993, όταν τον είδα για λίγο μέσα από τζάμι ενός ΚΤΕΛ που έκανε στάση. Το ίδιο 1993, όταν μέρες πριν έβλεπα τη Σούδα να πλησιάζει μέσα στην νύχτα από το κατάστρωμα του Άπτερα (νομίζω) και έλεγα πως βλέπω τον Κάνωπο χαμηλά στον ορίζοντα στα νότια πλάτη, αλλά μάλλον πλανήτης ήταν. Ένιωσα τότε μια αίσθηση πεπρωμένου, μια αίσθηση που έσβησε αλλά ξανάζησε. Εκεί λοιπόν που θυμήθηκα τον πλάτανο, καπως σαν να ξανάρθε μια τέτοια αίσθηση, λίγο σαν αστραπή: ακατάληπτα αλλά ξεκάθαρα. Αλλάζει μέσα μου η ζωή γενναία αλλά λεπτά και αδιόρατα, όμως εξωτερικά δε φαίνεται τίποτα, δε βλέπει τίποτα κανένας.
Μετά ο ήλιος κάπως πασαλείφτηκε κάτι σύννεφα, έρχεται επιτέλους η εποχή που μπορώ να ανασαίνω, η εποχή που νιώθω δυνατός και σε εγρήγορση, που η νύχτα κρατάει πολύ. Έρχεται, επιτέλους ρε γαμώτο, έρχεται. Στο κομμάτι του δρόμου όπου μου είχε σερβιριστεί το So Young, ποιος ξερει πόσες ζωές πριν, την ημέρα των χιλιάδων δακρυγόνων, το iPod έριξε κάτι Cocteau Twins. Χαμογέλασα. Ανάσανα βαθιά. Λίγο πικρά, αλλά χωρίς φόβο: βαθιά. Λίγο με προσμονή αλλά ξέροντας πια: Μόνον ομορφιά, ρε: καμμιά μιζέρια. Έστω και μετανάστες.