Η Βρετάνη ήταν ο πρώτος προορισμός εκτός Ελλάδος. Μια χώρα καταπράσινη και παχειά, που μύριζε βροχή, τηγανίδια, παλιά ξύλα, μουστάρδα ντιζόν και μακρινή αλμύρα.
Όταν πήγαμε την πρώτη εκδρομή στο Mont St. Michel και στο Saint Malo, τη μαύρη πολιτεία των ναυτών και της μαρινιέρας που πλούτισε από το δουλεμπόριο, ξεραμε ότι βρισκόμασταν στη Νορμανδία. Κοίταγα απέναντι μέσα στη θολούρα της Μάγχης πασχίζοντας να πειστώ ότι βλέπω την Αγγλία, εκεί όπου ήξερα πως βρίσκεται το πεπρωμένο μου. Ούτε την Αγγλία έβλεπα όμως, ούτε καν τα Αγγλονορμανδικά νησιά, μόνο τον τάφο του Σατωβριάνδου, για τον οποίο ξέρω ότι ήταν ποιητής και ότι είναι δρόμος κοντά στην Κάνιγγος. Ήξερα πάντως τότε πως η θάλασσα με χώριζε από το δικό μου μέλλον. Θα μπορούσα να διασχίσω τη Μάγχη, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα.
Η δευτερη εκδρομή ήτανε στη νότια Βρετάνη, στο Carnac με τα μενίρ του. Αγωνιούσα να δω τον Ωκεανό για πρώτη φορά. Τον είδα. Δεν έμοιαζε με κάτι διαφορετικό, δεν μου φάνηκε πιο απέραντος ή πιο υπερβατικός κι αχανής από το Νότιο Αιγαίο. Απογοητεύτηκα· αυτό λοιπόν είναι το απέραντο ποτάμι που ζώνει τον κόσμο; Αποφάσισα να κοιτάξω πέρα από τον κόσμο, να πω "προς τα εκεί είναι η Αμερική". Γρήγορα κατάλαβα πως κοίταγα νότια, προς τη Βισκάια.
Μπήκαμε στο αμάξι και φτάσαμε στο Quimperon. Ο Ωκεανός παρέμενε εξίσου οικείος κι ολωσδιόλου εντυπωσιακός. Στράφηκα δυτικά: μετά από αυτές τις αχανείς -- όπως λένε, δεν τις έβλεπα έτσι -- χέρσες εκτάσεις νερού ήταν η Αμερική. Θα την πάταγα δέκα χρόνια μετά, σχεδόν κυνηγημένος και πάντως σε πλήρη σύγχυση.
Όμως εκεί στη Βρετάνη στάθηκα στην άκρη του κόσμου για πρώτη φορά. Δεν το ήξερα τότε αλλά έμαθα επίσης ότι πρέπει να στέκομαι, όσο αντέχω και με ό,τι έχω, και στο όριο και στο πέρασμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου