Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Ερωτικές ταυτότητες

Διαβάζω τη βασανιστικά κακογραμμένη Νέα ερωτική αναρχία (1977): πρέπει κάποτε οι Γάλλοι να καταλάβουν ότι η μεταφορά δεν είναι επιχείρημα και να συνειδητοποιήσουν ότι οι ξεκάρφωτοι παραλληλισμοί, ο εκλεκτικισμός της ορολογίας και τα αχαλίνωτα ρητορικά γυρίσματα δε συνιστούν πραγμάτευση ενός θέματος. Τέλος πάντων, μια χαρά πορεύτηκαν κι οι Γάλλοι μέχρι εδώ, δε βαριέσαι.

Η Νέα ερωτική αναρχία (των Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ) επιδιώκει να περάσει ένα βασικό μήνυμα: μην κολλάτε στα μηχανικά του σεξ. Το μήνυμα ήταν πράγματι ανατρεπτικό την εποχή της "σεξουαλικής απελευθέρωσης" που γράφτηκε το βιβλίο: εποχή της θριαμβεύουσας τσόντας, των κατηγοριοποιήσεων (κολπικές εκ δεξιών, κλειτοριδικές εξ ευωνύμων), των χρονομέτρων κι οργασμομέτρων, της ορθόδοξης (αλλά καθόλου ιεραποστολικής) ερμηνείας του Βίλχελμ Ράιχ, των εικονογραφημένων λεξικών με στάσεις, της κομματικά συντεταγμένης παρτούζας. Ήταν τελικά, κατά τους Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ, εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης των αντρών, που φόρτωνε τις γυναίκες ακόμη μια ντουζίνα άγχη και προσταγές. Το μήνυμα του βιβλίου "μην κολλάτε στα μηχανικά, μην αγχώνεστε με τον οργασμό, ζήτω οι ηδονές!" είναι ωστόσο πιο διαχρονικό από όσο φαίνεται.

Νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες.

Η εποχή μας όμως είναι η εποχή του θριάμβου της διαμερισματοποίησης. Η συζήτηση για τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα ξεκινάει με βάση ένα σύστημα θυρίδων: οι γυναίκες (πάντα ριγμένες) είναι τουλάχιστον στρέιτ, αμφισεξουαλικές και λεσβίες, λεσβίες δε τουλάχιστον τεσσάρων κατηγοριών: λεσβίες ενεργητικές, λεσβίες παθητικές, λεσβίες μπουτς, λεσβίες φαμ. Και τι να πει κανείς για τις αποχρώσεις της δεδηλωμένης αμφιφυλοφιλίας, για τις τρανς γυναίκες, για τους τρανς άντρες, για τη Σαχάρα της αντρικής ετεροφυλοφιλίας (φαινομενικά ενιαίας αλλά όλο εκπλήξεις στο ανάγλυφο), για την λινναιική ταξινομία που έχουν επιβάλει στον εαυτό τους (;;) οι γκέι άντρες κτλ. με τη θεολογική λεπτότητα των διακρίσεών της.

Μία από τις αντιρρήσεις στην ένστασή μου για την πολυδιαμερισματοποίηση της ερωτικής συμπεριφοράς μας (γιατί πάει πια πολύ πέρα από το σεξ, τα μενού και την επιλογή μεζέδων) είναι και η εξής: ναι, αν ο άλλος / άλλη ξέρει ακριβώς τι θέλει; Αν λ.χ. στο 90% των περιπτώσεων θέλει π.χ. να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό ενώ εκείνη του ρίχνει σκαμπιλάκια κι εκείνος της δαγκώνει τα δαχτυλάκια, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες; Και αν, επιπλέον, θέλει να το επικοινωνήσει αυτό; Ποιος είμαι εγώ που θα μεμφθώ για επιλεκτικότητα γούστων τούς ανθρώπους που την έχουνε ψάξει τόσο τη σεξουαλικότητά τους; Κι ακόμα και αν προσάψω τρομερή έλλειψη φαντασίας και ανιαρή εμμονή σε κάποιον που -- για να μείνουμε στο παράδειγμα -- θέλει να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό κτλ. κτλ., ε, και τι έγινε; Για το σεξ μιλάμε: το αρεσούμενο του ανθρώπου το καλύτερο του κόσμου.

Σύμφωνοι. Η πρόσκληση να τα κάνουμε όλοι όλα με όλους, η προσταγή να είμαστε όλοι πολυσυλλεκτικοί και υπερανοιχτοί και να τα δοκιμάζουμε όλα και η ιαχή "ζήτω οι ηδονές!" είναι εξίσου κανονιστικές και ρυθμιστικές όσο λ.χ. και ο αυτοπεριορισμός στο κουτάκι "I like to dominate big women" του Robert Crumb. Με τη διαφορά ότι ο αυτοπεριορισμός του κάθε Crumb είναι αποτέλεσμα αναζήτησης, όπως και το να είσαι πολυσυλλεκτικός, και συνήθως πρόκεται για επιλογή στην οποία καταλήγεις μόνος σου και καθόλου μα καθόλου ανώδυνα σε πολλές περιπτώσεις.

Άρα, για ακόμα μια φορά, το πρόβλημα είναι κατά πόσον ετεροκαθορίζεσαι ή όχι. Είμαστε λοιπόν εντάξει με τα κουτάκια; Ενδεχομένως τα κουτάκια είναι μια χαρά, εάν θέλουμε να περιγράψουμε στα γρήγορα τι θέλουμε: κάτι αναγκαίο στα συμφραζόμενα των αγγελιών, του αγοραίου έρωτα ή του ψωνιστηριού. Από την άλλη, τα κουτάκια γίνονται ένας καινούργιος ετεροκαθορισμός, μια νέα ερωτική καταπίεση, όταν ο άλλος περιορίζεται από τα τοιχώματα του κουτιού στο οποίο πήγε κι εγκαταστάθηκε μόνος του.

Βεβαίως υπάρχει και ένα δεύτερο στοιχείο: αυτό του γιατί επιλέγουμε ό,τι επιλέγουμε. Εδώ υπεισέρχεται η ταλαιπωρία των απαξιωτικών ερμηνειών που προσφέρει ο ψυχολογισμός του ποδαριού. Παραθέτω παραδείγματα που έχω ακούσει: "α, δεν σου αρέσουν πράγματι οι άντρες που είναι έτσι κι έτσι, απλώς είχες πολυ ισχυρό / αδύναμο πατρικό πρότυπο", "α, δεν είσαι μπάι, κορίτσι μου, απλώς φοβάσαι τους άντρες", "α, παριστάνεις τον μπάι επειδή είσαι κρυφή αδερφή", "α, είσαι μάτσο και tough με τις γυναίκες γιατί υπεραναπληρώνεις που σε γαμάνε πατόκορφα στη δουλειά" -- και σταματάω εδώ. Αφήνω κατά μέρος τις αξιολογικές και απαξιωτικές κρίσεις που περιέχουνε οι "ερμηνείες" αυτές, το πόσο χονδροειδείς είναι. Άλλωστε και η "σοβαρή" επιστήμη της ψυχικής υγείας ιστορικά βαρύνεται με την απαξίωση ερωτικών συμπεριφορών, προσανατολισμών, πρακτικών και επιλογών: "θέλεις το Α γιατί κατά βάθος σου λείπει το Β". Ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το "κατά βάθος": είτε πειραματίζεται, είτε ψάχνεται, είτε γουστάρει κάποια / κάποιος, ούτε αγγαρείες κάνει ούτε θα συνεχίσει να ασχολείται εάν δεν του δίνει χαρά αυτό που κάνει. Η νόσος βρίσκεται στη στέρηση, στην άρνηση και στην απέχθεια -- κι ακόμα κι εκεί, όχι πάντα. Η νόσος δε βρίσκεται στο δόσιμο συνήθως. Ίσως στο τι επενδύουμε στο δόσιμο, όχι όμως στο ίδιο το δόσιμο και τους τρόπους του. Έτσι νομίζω, δεν ξέρω.

Επιστρέφοντας στα κουτάκια, ας πούμε ότι καταλήγω στο εξής: ας υποθέσουμε ότι η ερωτική μας ταυτότητα είναι πολύ προσεκτικά διαμορφωμένη, ότι διατυπώνουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας μετά από βιωματική επεξεργασία, αναστοχασμό, ηδονομετρική βαθμονόμηση, δοκιμή και πλάνη (πείτε στους άρρενες εφήβους ότι στη δοκιμή και πλάνη δεν πιάνεται το να επιλέγουν τα επιμέρους στοιχεία από τον οιονεί άπειρο τσελεμεντέ της τσόντας: άλλο κάνω, άλλο μπανίζω). Όπως και κάθε ταυτότητα, η ερωτική ταυτότητα είναι ωστόσο μια αφαίρεση που μετά τείνει να αυτονομείται και να καθοδηγεί τις επιλογές μας. Κάνοντας έναν παραλληλισμό: άλλο να λες "είμαι και Έλληνας και γαύρος", άλλο να λες "είμαι Έλληνας γαύρος": στην πρώτη περίπτωση έχεις κάτι κοινό και με τον Έλληνα βάζελο και με τον Αλβανό γαύρο -- στη δεύτερη με κανέναν από τους δύο.

Συνοψίζοντας, οι πολλαπλές ταυτότητες είναι παντού πραγματικότητα. Συνεπώς, όταν μιλάμε για ερωτικές ταυτότητες, ελαστικές διατυπώσεις ή αυτοπροσδιορισμοί όπως "μου αρέσουν οι γυναίκες", "μου αρέσουν οι άντρες", "μου αρέσει ό,τι μού γυαλίσει", "είμαι μονογαμικός μέχρι αποδείξεως του εναντίου", "είμαι πολυγαμικός" υπερτερούν. Και υπερτερούν ακριβώς γιατί δεν αποκλείουν a priori την έκπληξη, την ανατροπή, το ξάφνιασμα. Ή το να βαρεθείς, ρε αδερφέ, να σε έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνεις εσύ τον ρυθμό ενώ εκείνη σου ρίχνει σκαμπιλάκια κι εσύ της δαγκώνεις τα δάχτυλα, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες. Μπορεί κάποια στιγμή να θες να το γυρίσεις στο να δίνει εκείνη τον ρυθμό. Ή στο να καθήσεις κι εσύ σε μια καρέκλα, σαν άνθρωπος.

GatheRate

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Εράνισμα για τη ναζιστική συμμορία

Δε γίνεται να μη χαρείς. Δε γίνεται. Έστω και τώρα, έστω κι έτσι. Έστω και με (τουλάχιστον) δύο νεκρούς, με χαραγμένους, με χρόνια τρομοκρατίας, νταβατζιλικιού, προστασίας, τρόμου κι αθλιότητας και παντοειδούς βρωμιάς.

Ακολουθούν σκέψεις που ξεκινούν από όσα άκουσα και διάβασα σήμερα.

Γιατί σήμερα οι συλλήψεις; Καταφανέστατα, όλα ήτανε στη θέση τους εδώ και καιρό για αυτήν την κίνηση. Η συμμορία πλέον εκπλήρωσε τον σκοπό της ως μπαμπούλας, έδωσε νόημα στην ανίερη συμμαχία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, την αναζωογόνησε πλασάροντάς την ως δύναμη σύνεσης κι ευθύνης. Επίσης κατάφερε να συσπειρώσει εκλογικά νταβραντισμένους δεξιούς, πολλοί από τους οποίους θα επιστρέψουν (ω χαρά!) στο μαντρί της ΝΔ.

Επιπλέον, η κυβέρνηση έδειξε αυτό που θέλει όλοι να χωνέψουμε: ο αντιφασιστικός αγώνας στις 'δημοκρατίες' (εγώ ντρέπομαι να αποκαλώ democracy αυτό που έχουμε στην Ελλάδα, ευτυχώς στη γλώσσα μου 'δημοκρατία' σημαίνει και Republic) γίνεται από το κράτος (αυτό των οποίων τα σώματα ασφαλείας είναι το στρατιωτικό σκέλος της ναζιστικής συμμορίας) και όχι από ξυλοδαρμένους και φυλακισμένους αντιφασίστες αγωνιστές ή, όπως τους λένε, από "αγέλες και οργανωμένους τραμπούκους". Τώρα που υπάρχει η έξωθεν καλή μαρτυρία, μπορεί η κυβέρνηση να ασχοληθεί και με άλλες συμμορίες, τους Ιερισσιώτες λ.χ., και ό,τι αντιστέκεται στο όραμά της να γίνουμε αποικία με τους ίδιους τουρμάρχες και δερβέναγες.

Ναι, αλλά γιατί σήμερα; Γιατί μας έρχονται τρομακτικά μέτρα περαιτέρω εξαθλίωσης. Γιατί τα ντόπερμαν όταν τρελαίνονται και αρχίζουνε να δαγκώνουν την οικιακή βοηθό, τα τιμωρείς. Αλλά άμα αρπάξουνε το γείτονα από το πόδι, σφαίρα στο κεφάλι. Και άμα το πράξεις και μπροστά στο γείτονα ενώ ετοιμάζεσαι να του φας όλο το πίσω από το οικόπεδο, τόσο το καλύτερο.

Ας υπήρχε μόνο μια στάλα ευθύνη και σοβαρότητα (δε λέω ντροπή πια). Όπως λέει και ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο facebook:
η πιο αυθεντική εγκληματική οργάνωση απ' τη μεταπολίτευση (γεια σου Αντρέα Λοβέρδο), να πίνεις νερό απ' την κούπα της (γεια σου κυρ Σταύρο), να αναπαράγεις την ατζέντα της (γεια σου Αντώνη Σαμαρά που θες να επανακαταλάβεις τις πόλεις μας), να της λες μπράβο (γεια σου Χρυσοχοΐδη κ γεια σου Σρόιτερ που λέγατε πως τα παιδιά καθάρισαν την πλατεία), να την προορίζεις για συγκυβέρνηση (γεια σου Μπαμπίνο Παπαδημητρίου), να την θεωρείς ευκαιρία για τη δημοκρατία (γεια σου Κασιμάτη), να μην ψηφίζεις άρση της ασυλία της (γεια σου Κεφαλογιάννη), να είσαι αβγότερος των αβγών της (γεια σου Φαήλο), να υπερασπίζεσαι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (γεια σου Άδωνι, γεια σου Καμίνη), να πουλάς σε στήλες lifestyle τα γκομενικά τους (γεια σου Θαίμο, γεια σου Χατζηνικολάου), να τους στηρίζεις με νύχια και με δόντια (γεια σου Σκάι), να τους προστατεύεις όταν μαχαιρώνουν, να κυνηγάς μαζί της μετανάστες, να πετάς μαζί της πέτρες (γεια σου ΕΛΑΣ), να σου φέρεται με το σεις και με το σας (γεια σου Ντόρα Μπακογιάννη) και πάει λέγοντας, αυτή λοιπόν η εγκληματική οργάνωση τώρα διώκεται επειδή ακριβώς η δημοκρατία μας δεν ανέχεται το φασισμό και τα εγκλήματά του. Τελεία.
Ενδεχομένως σήμερα να εξαρθρώθηκε η ναζιστική συμμορία, όπως απαιτούσαμε πολλοί. Με τον φασισμό δεν τελειώσαμε, όμως: αν μη τι άλλο, αποτελεί πλέον βασικό συστατικό της ιδεολογίας της ΝΔ. Θα το διαπιστώσουμε στο εγγύς μέλλον, σε μια κυβέρνηση ΝΔ με την ψήφο των πρώην ψηφοφόρων των ναζί, υπό τον κύριο Βορίδη πιθανόν, ή κάποιον παρόμοιο.

GatheRate

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ονειρεύομαι πόλεις

αφιερωμένο με αγάπη στον αποψινό (και χτεσινό κι αυριανό) Contrabbando

Λοιπόν. Πρέπει να είναι μια πόλη. Δεν μπορεί να είναι κάτι μικρότερο ή λιγότερο δαιδαλώδες από μια πόλη. Η πόλη είναι κούφια ήδη από τον καιρό της Μοχέντζο Ντάρο και του Ακρωτηρίου. Η πόλη είναι ένας κόσμος. Ένας κόσμος που απόψε αλλού καίγεται και αλλού ησυχάζει, ένας κόσμος στον οποίο οι ιστοί που καίγονται συνδέονται και συνάπτονται με εκείνους που ησυχάζουν. Ένα πρωτόγονο μυαλό η πόλη, όπου ο καθένας μας συνδέεται με διαφορετικές συνάψεις με τόσους άλλους. Ένα μυαλό που γίνεται λιγότερο πρωτόγονο όταν συνυπολογίσεις τον τόπο και τη χωροταξία: δρόμους, πλατείες, στενά, περίβολους, αίθρια, αυλές, ακάλυπτους, περβόλια, πάρκα, παραλίες, ερείπια και χαλάσματα κλειδωμένα και ξεκλείδωτα. Λεωφόρους και στοές. Ένα μυαλό που γίνεται ελαφρώς πιο ιλιγγιώδες όταν συνυπολογίσεις τους τόπους τους ιδιωτικούς και τη χωροταξία την ιδιωτική: δωμάτια. Εκατοντάδες χιλιάδες δωμάτια.

Πρέπει να είναι μια πόλη. Απόψε περπατώντας στον δρόμο άκουσα από την απέναντι πολυκατοικία μια γυναίκα να μουγκρίζει και να κραυγάζει με οργή. Τις υλακές της σκέπαζε το πέρασμα των αυτοκινητών. Θυμήθηκα απέναντι από το σπίτι μου μια γειτόνισσα να βρίζει οργισμένη τον άντρα της, οι κραυγές της και οι φωνές της διακόπτονταν από κάτι σαν λυγμό, ακουγόταν σαν ν' αλυχτούσε. Εδώ (και εκεί) δεν έχεις δύο πλάνα ταινίας, δεν έχεις μια ωραία σύμπτωση, ένα μοντερνιστικό τέχνασμα για να κάνεις το αφηγηματικό πέρασμά σου: έχεις δύο ζωές ασύνδετες που όμως συνδέονται, έχεις δύο γυναίκες που μάλλον είναι εγκλεισμένες σε κουζίνες, οικιακά, φορώντας ρόμπες μέσα στο σπίτι όλη μέρα: οι εργαζόμενες γυναίκες, οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν αλυχτούν παρά μόνο πάνω από φρεσκοσκαμμένους λάκκους: άμα τσακωθούν ή αν θυμώσουν απλώς πάνε μια βόλτα, είτε παίρνουνε και τ' αμάξι και βγαίνουνε τους δρόμους να ξαλλεγράρουν, είτε αποτραβιούνται και κλαίνε κάπου -- ιδιωτικά ή και δημόσια -- κατά μόνας και βουβά.

Το οριζόντιο και το κατακόρυφο, το πεποικιλμένο και το ιστορισμένο· το συνονθύλευμα, το μερικό και το σύνολο. Η πόλη. Στο σχολείο, όταν κάναμε πατριδογνωσία, στην τρίτη δημοτικού, μας έβαλαν να αγοράσουμε έναν χάρτη του λεκανοπεδίου. Ήταν ο μόνος τότε, από ένα μαγαζάκι στη στοά που είναι η Τράπεζα Πίστεως: δεν είχαμε πολυοδηγούς και χάρτες-οδηγούς και, γενικότερα, λεπτομερείς χάρτες στην Ελλάδα τότε. Η χαρτογράφηση ήτανε προνόμιο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και δε θέλαμε πολύ λεπτομερείς χάρτες, για να μην ξέρει ο Τούρκος πού να ρίξει τις βόμβες. Τέλος πάντων. Ξετύλιξα στο πάτωμα εκείνον τον χάρτη, ήτανε τεράστιος, και ανέβηκα πάνω του: αχανείς κι ανεξερεύνητες χώρες σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων από το σπίτι μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Οι γειτονιές που έβλεπα πέρα από το δυτικό άκρο της Αλεξάνδρας τις μέρες χωρίς νέφος υπήρχανε πράγματι, το έλεγε ο χάρτης, υπήρχανε και γειτονιές με συμμετρικούς δρόμους, με αστεία ονόματα: Δουργούτι, Ποδονίφτης, Βούθουλας, Χελιδονού, Γούβα, Μπογιάτι, Μπραχάμι. Οι μακρινές Κουκουβάουνες, όπου έμενε η κυρία Όλγα, υπήρχανε κι αυτές και ήτανε, λέει, πολύ κοντά στην Κηφισιά των κυριακάτικων μικροεκδρομών. Η Καλλιθέα φαινότανε σαν το Μανχάτταν στον χάρτη της BP που είχε φέρει μαζί του ο θειος μου μετά την άδοξη απόπειρά του να το πατήσει. Μια ολόκληρη ήπειρος σε ακτίνα 15 χιλιομέτρων.

Μετά ήρθαν οι μεγάλοι περίπατοι. Οι απροσδόκητες γωνιές, κάτι καλά κρυμμένοι δρόμοι. Επαρχιακές πόλεις δίπλα στην Αθήνα: Πετρούπολη, Νέα Ιωνία, Κορυδαλλός, Βριλήσσια, Μελίσσια, Ηλιούπολη. Στον ύπνο μου έβλεπα ότι πετάω και μπαίνω μέσα από παράθυρα υπνοδωματίων (σαν incubus έμαθα αργότερα, λόγω μέταλ) κι έπεφτα δίπλα στις γυναίκες, ανεξαιρέτως γυμνές με μακριά μαλλιά και πάντα πρόθυμες. Στον κόσμο της εγρήγορσης ακούγονταν ζωές και ομιλίες και κάποτε μουσικές από το ραδιόφωνο ή στοναχές να αναδύονται από την κρεβατοκάμαρα ημιυπογείων. Κάποτε περπατώντας έφτανα μέχρι μακρινά σπίτια με πραγματικούς κήπους που τα φύλαγαν σκυλιά με υπερβάλλοντα ζήλο.

Ζω εδώ και χρόνια σε μια πόλη νεόδμητη, στην οποία χάνομαι ακόμα. Όταν κοιμάμαι, πηγαίνω πίσω σε μια πόλη στην οποία συμφύρονται τόποι, στοιχεία, στιγμές από όσες πόλεις έχω περάσει. Μαγέματα από το Λονδίνο, μικρές απελπισίες στην Κολωνία, παράθυρα στο Παρίσι, μια ατέλειωτη καλοκαιρινή μέρα στο Άμστερνταμ, το παιχνίδι του τοπικού φωτός στο Ντόρντρεχτ πάνω σε κάτι δημόσια τριαντάφυλλα, πικρή μοναξιά στην Ουτρέχτη, η απόλυτη ευτυχία καρφιτσωμένη σε κλειστούς χώρους και υπαίθριους χώρους της Αθήνας, η ελευθερία στο Μανχάταν, ξημέρωμα στη Λευκωσία, το μεταμεσημβρινό σκοτάδι του σκωτσέζικου χειμώνα μέσα στις γκρίζες λαξευτές πέτρες, η μυρωδιά του φαγητού στις Βρυξέλλες, η ψηλαφητή φτώχεια του Πρέστον, η έκσταση κι η άγρια λευτεριά στο Βερολίνο, η γεύση του καφέ μηχανής στη Ρεν καθώς μυρίζει μια βροχή σκέτη φρεσκάδα, η μεγάλη παραμύθα της Βοστώνης, το ωραίο κρύο του Σικάγου με τους ουρανοξύστες του από μακριά, η σκόνη παντού στη σύντομη εξορία της Ρώμης, η περηφάνεια της Βαρκελώνης, οι γαρίδες και τα στενά της Λισαβώνας...

Είδα ένα όνειρο πριν λίγα χρόνια: ήμουνα λέει κάπου μεταξύ Βύρωνα και Καισαριανής, ή μάλλον στην αίσθηση μεταξύ Βύρωνα και Καισαριανής, έξω από ένα λαϊκό πολυκατάστημα σαν ένα που έκλεισε πρόσφατα στη Λευκωσία, το Sun Tower. Ήμουνα με μια γυναίκα που την έλεγαν Άγυια, κι αυτό το ήξερα κάπως όπως και την ορθογραφία του ονόματος, που ήτανε ξανθιά με κοντό μαλλί όμως με βεβαιότητα αναγνωρίσιμη κατά τ' άλλα. Χωρις συνεννόηση πιαστήκαμε χέρι-χέρι και περπατούσαμε μετά αγκαλιά: αίσθηση ξενοιασιάς. Σκεφτόμουνα μέσα στ' όνειρο "το χρειάζομαι". Από κάπου ακουγόταν "κι εσύ μ' ένα ποδήλατο": μόνον τα όνειρα κι οι ταινίες έχουνε σάουντρακ.

Ονειρεύομαι πόλεις και οι περισσότεροι από εμάς μόνο μέσα στις πόλεις ονειρευόμαστε. Στις πόλεις θα ζήσουμε, στις πόλεις θα χαθούμε και θα βρεθούμε μεταξύ μας και θα ξανασυναντηθούμε. Μέσα στις πόλεις μάς κυνηγάνε, μέσα στις πόλεις κρυβόμαστε. Κι ας λέμε ότι ζωή είναι τα σύντομα βολταρίσματά μας σε νησιά και σ' ερημιές και σ' εξοχές και σε βουνά, οι αποδράσεις σε κάτι όμορφους τόπους μα άδειους και δισδιάστατους -- γυρνάμε από κει και συνεχίζουμε να γινόμαστε αυτοί που είμαστε, διαλεκτικά, δυναμικά κι αδιάκοπα, μέσα στις πόλεις. Οι πόλεις φτιάχτηκαν από τυράννους και στολίστηκαν από βασιλιάδες, αλλά από τις πόλεις έρχεται η ελευθερία.

Η λέξη για τον κόσμο είναι 'πόλη'.

GatheRate

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Μπαίνουμε στον Ζυγό


Κι ας διαφωνεί η αστρονομία.

Ι.

Άρα: τουλάχιστον δύο από τους ισχυρισμούς, εδώ και δεκαετίες, ανθρώπων του αντεξουσιαστικού χώρου στέκουνε πέρα για πέρα:
  1. πάρα πολλοί γνωστοί-άγνωστοι, μπαχαλάκηδες και μασκοφόροι υποκινητές επεισοδίων είναι πράκτορες κι ασφαλίτες με πολιτικά και
  2. η αστυνομία εκπαιδεύεται με φασίζοντα και φασιστικά ιδεώδη, είναι γεμάτη φασίστες και συμπορεύεται με τον ακροδεξιό χώρο, από χουντοβασιλικούς μέχρι ναζί.
Στο ελληνικό σχολείο η κριτική σκέψη διώκεται και καταστέλλεται συστηματικά. Δε λέω "η αποκλίνουσα σκέψη", λέω απλώς η "κριτική σκέψη". Μάλιστα, στη μεγάλη πλειοψηφία των συζητήσεών μας, το μοναδικό επιχείρημα είναι η επίκληση στην (όποια) αυθεντία. Η ανάστροφη όψη αυτής της νόσου είναι η εκ των προτέρων απόρριψη οποιασδήποτε άποψης δεν προέρχεται από αυθεντία, ή από κάποιον που παριστάνει στην αυθεντία (λ.χ. τον 'φυσικό' Λιακόπουλο ή όποιον άλλο συνωμοσιολόγο). Μάλιστα, αν μια άποψη ή ένας ισχυρισμός προέρχεται από εχθρούς της αυθεντίας, η εχθρότητα απέναντί της είναι δεδομένη και επενδύεται με προσωπικά κίνητρα ("ψάχνουν εχθρούς" κτλ.).

 Με αυτά και μ' αυτά, ακόμα και μετά τον Δεκέμβριο του '08, ακόμα και με τις κάμερες των κινητών να καταγράφουν, η "κοινή γνώμη" ήτανε πρόθυμη να συνεχίσει να πιστεύει στην αστυνομία που κάνει τη δουλειά της και υφίσταται προκλήσεις ή να πιστεύει στους αναρχικούς ως συλλήβδην βανδάλους και καταστροφολάγνους (εξού και η ανοχή στην άλωση των καταλήψεων π.χ.). Μόνο που στην περίπτωσή μας, οι πεποιθήσεις της κοινής γνώμης και η απροθυμία της να εξετάσει τους ισχυρισμούς όσων δε θα γίνουνε ποτέ αυθεντία έχουν ήδη στοιχίσει τις ζωές πολλών, πάρα πολλών.

ΙΙ.

Κουράστηκα να παρακολουθώ συζητήσεις που αρθρώνονται με
  1. επίκληση στην αυθεντία,
  2. ad hominem και ψυχολογίστικη ερμηνεία κινήτρων,
  3. πλήρη περιφρόνηση προς αυτό που λέμε εμπειρικά δεδομένα,
  4. καταδίκη της κριτικής ως υπονόμευσης ή μηδενισμού,
  5. τάχα διαλεκτική δομή, που όμως προορίζεται να οδηγήσει στην a priori δεδομένη 'αλήθεια' (αυτό πιο προχώ),
  6. κριτική θεωριών οι οποίες στερούνται αντικειμένου το οποίο να επιδέχεται θεωρητική προσέγγιση (κάργα προχώ -- μια ομφαλοσκόπηση για τον ελληνικό 21ο αιώνα)
και τίποτε άλλο.

GatheRate

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Despite

Έγραφα σε ένα φιλαράκι τις προάλλες, βρίζοντάς του το ελληνικό σχολείο, έλεγα τα γνωστά: "ο Έλληνας έχει περάσει από ένα βρωμερό εκπαιδευτικό σύστημα, που καταστέλλει την επιστημονική σκέψη, τη δημιουργικότητα και τον κριτικό λόγο, προωθώντας τη συμμόρφωση, την κοινωνική οργάνωση γύρω από συλλογικούς μύθους (μύθους όμως) και μια φω λογιοσύνη. Με μερικούς δασκάλους να σώζουνε (;;;) την κατάσταση."

Προχτές διάβασα αυτό. Η πρώτη αντίδρασή μου καθώς το διάβαζα ήταν "α! Λεβέντης εροβόλαγε". Πάντα με συγκινεί αυτό το τραγούδι: μοιάζει μουσικά με το "ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι", το λέει η ωραία αθώα Μαρία Δημητριάδη. Βεβαίως δεν το άκουσα τότε: με δυσκολία ανοίγω βίντεο, πολύ περισσότερο τραγούδια. Τα τραγούδια είναι κάπως επικίνδυνα: συμπυκνώνουν περασμένη ζωή, σε αυτή την περίπτωση και έναν κόσμο που δε χάριζε κάστανα στην τυραννία και στον φασισμό, που είχε και κορμιά (θυμηθείτε το γαμογαϊτανάκι στη Λέσχη  του Τσίρκα π.χ.) αλλά και καρδιά κοντά στο μυαλό -- εμείς πάλι είμαστε εγκέφαλοι σε κονσέρβα, συνήθως σφραγισμένη.

Άνοιξα το βίντεο πριν λίγο και ταράχτηκα. Θυμήθηκα στο Γυμνάσιο τη θεούσα (ατόφια θεούσα: κότσος, ταγιέρ, αφιερωμένη σε αδερφότητα κτλ. -- κανονική χαρντοκορίλα) καθηγήτρια μουσικής, αυτή που με έλεγε "φύλαρχο" και που μου έμαθε (μαζί με τον φίλο μου τον Γιώργο) να αγαπάω τη μουσική και να τη βασανίζω λίγο και να την αφήνω να με παιδεύει. Ήταν, έλεγαν, από παλιά αστική οικογένεια μιας πόλης με αστική τάξη και τα εγκατέλειψε όλα για τον Κύριο, και ποιος είμαι εγώ που θα χλευάσω το όνειρο και την αφοσίωση του άλλου, εγώ που όλα μου ήρθαν εύκολα, τελικά. Έχτισε λοιπόν η θεούσα ολόκληρη γιορτή Πολυτεχνείου γύρω από αυτό το τραγούδι -- ήξερε από αυτά. Όταν η χορωδία μας άρχισε να τραγουδάει τον Λεβέντη, που τον ξέραμε από τα ραδιόφωνα στο κάτω κάτω, έπεσε απότομα σιωπή. Το τραγούδι εξερράγη. Θυμάμαι να κοιτάζω τη Β., που έγινε σπουδαία κιθαρίστρια, τη Σ., που έγινε τακτική καθηγήτρια πανεπιστημίου πριν τα σαράντα της (όχι στην Ελλάδα, βρε κουτά) και καλλιτέχνης, κάτι κορίτσια που μου άρεσαν, να τραγουδάνε. Θυμάμαι και που έτρεμα και ριγούσα, σχεδόν έκαιγα. Θυμήθηκα τα χέρια της καθηγήτριας μουσικής να διευθύνουν, τις φωνές να κοκκινίζουνε τα πρόσωπα από τα οποία εκπέμπονταν. Θυμήθηκα να ανατριχιάζω, όχι από το νεκροφιλικό κιτς της αριστεράς αλλά γιατί και μέσα από αυτό -- και παρά το κιτς αυτό -- το τραγούδι έλεγε κάτι για ένα ιδανικό ζωής, για την αξιοπρέπεια, για την ελευθερία, για το ότι δεν είμαστε καλαμιές στον κάμπο (κάτι που, ως έφηβος γυμνασίου, το έχεις δόγμα σου). Για το τι σε κάνει άνθρωπο. Κάπως έτσι.

Και τώρα το ακούω, για πέμπτη φορά. Σκέφτομαι μια θεούσα δεξιά (δεν κρυβόταν) που τιμούσε τα "παιδιά" που σκοτώθηκαν για τη λευτεριά ("εγώ τα θυμάμαι", έλεγε, "ήμουν νέα"). Σκέφτομαι κι αυτήν και άλλους "δασκάλους να σώζουνε την κατάσταση" -- χωρίς τρία ερωτηματικά. Σκέφτομαι τι θεριζοαλωνιστική μηχανή θα ήμουν χωρίς μουσική και καλλιτεχνικά στο Γυμνάσιο, χωρίς τη μία ώρα Φιλοσοφίας στη Γ' Λυκείου. Σκέφτομαι πόσο τυχερός ήμουν που δεν είχα πέντε ώρες αρχαία. Ότι η χίπισσα που μας έλεγε για τους Πινκ Φλόυντ και η γαλλοθρεμμένη φιλόλογος που μισούσε το Ισλάμ (παντρεμένη με Κόπτη, γαρ) και η φιλόλογος που πρώτη μάς είπε για την ύπαρξη Σλαβομακεδόνων είναι οι άνθρωποι που παρά το "βρωμερό εκπαιδευτικό σύστημα" μάς έκαναν ανθρώπους. Και γιατί δεν ήταν ακόμα εξαθλιωμένοι.

Μην ξεχνάτε τους δασκάλους, τώρα που μας έχει πιάσει ο φασισμός από τον λαιμό.

Μην ξεχνάτε τα τραγούδια από έναν κόσμο που είχε κορμί και καρδιά και μυαλό. Που αγωνίστηκε και πολέμησε όπως ήξερε και όπως μπορούσε και όπως γινόταν την τυραννία, τον φασισμό και αυτή την ξένη πατρίδα Ελλάδα μας της κανονικότητας των δοσιλόγων. Όχι, δεν πρέπει να γυρίσουμε στο παρελθόν και στα αντάρτικα. Αλλά στην εποχή του φόβου και της προπαγάνδας, στρεφόμαστε προς μια αντίστοιχη εποχή, μήπως πάρουμε πατήματα. Και θάρρος.

Κι ας χάσω ακόμα μια φορά την ψυχραιμία μου: ακούστε. Δείτε λίγο και το βίντεο.


GatheRate

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Θάνατο στον φασισμό


Αν στο πολιτειακό μόρφωμα που ονομάζεται Ελληνική Δημοκρατία υπάρχουν ακόμα δημοκρατικοί θεσμοί (αλλά και εκείνος ο 'αντιτρομοκρατικός' νόμος), επιβάλλονται τα παρακάτω:

α. Σύλληψη των δολοφόνων του Φύσσα: μπορούν,
β. Εισαγγελική έρευνα για τους ηθικούς αυτουργούς αυτής και όλων των άλλων δολοφονικών επιθέσεων της ναζιστικής συμμορίας,
γ. Κήρυξη της συμμορίας εκτός νόμου,
δ. Εξάρθρωση της ναζιστικής συμμορίας.

Αν στη χώρα που λέγεται Ελλάδα υπάρχουν ακόμα ελεύθεροι και τίμιοι άνθρωποι:

α. Να επιβάλουν ολοκληρωτικό μπλακάουτ και να μποϋκοτάρουν παντοιοτρόπως τα γκαιμπελικά μέσα των Αλαφουζαίων και των άλλων, που ξεπλένουνε συστηματικά τους φασίστες και τους ναζί εδώ και χρόνια,
β. Να οργανωθούν αντιφασιστικές πορείες και συναυλίες, τιμώντας όλα τα θύματα των ναζί εγκληματιών. Όπως στο Σπόρτιγκ, να δείξουμε τη ρώμη μας,
γ. Τουλάχιστον να γιουχάρουν τους ναζί και τους ψηφοφόρους τους όπου τους πετύχουν. Δειλές κότες φουσκωμένες με στεροειδή είναι.

Αρκετά με τις νευρωσικές μετριοπάθειες και με τους συμψηφισμούς, τέρμα στα ανιστόρητα και εγκληματικά (ως ηθική αυτουργία) ασβεστώματα του ναζιστικού σφαγείου.

GatheRate

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Περπατάω στην Κυδαθηναίων

Στις 15 Φεβρουαρίου 2012, το Βυτίο μού έστειλε ένα μήνυμα, στο οποίο έλεγε συν τοις άλλοις:
Στέλνεις [για το Μπαχάρ 2] 200 με 300 λέξεις οι οποίες περιγράφουν/απεικονίζουν μια σκηνή/λεπτό/εικόνα της σημερινής πόλης. Μια εικόνα που αντιπροσωπεύει το δικό σου βλέμμα κλπ της σημερινής κατάστασης στην Αθήνα. Δεν πρόκειται για κείμενο το οποίο θα δημοσιευτεί αυτούσιο. Θα χρησιμοποιηθεί απλά η εικόνα σου.
Έστειλα ένα σενάριο για μικρό κόμικ. Χωρίς να ξέρω, το Βυτίο και ο radio sociale έδωσαν το σενάριο στον πολύ καλό φίλο κομιξά Τάσο Αναστασιάδη. Ο Τάσος, αντί να φτιάξει ένα συμβατικό κόμικ με το σενάριό μου, το χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει 21 πάνελ, τα οποία απόψε ποστάρω με την άδειά του, καθώς και με αυτή του του Βυτίου και του radio sociale. Ευχαριστώ με την καρδιά μου και ειλικρινά και τους τρεις φίλους. Το Μπαχάρ 2 δε βγήκε ποτέ, για τεχνικούς λόγους.

Νομίζω ότι το έργο του Τάσου είναι ακόμα πιο επίκαιρο τον Σεπτέμβριο του '13.






















GatheRate

Zubenelgenubi

Δεν έχω εχθρούς. Δηλαδή, δεν έχω εγώ εχθρούς, μπορεί να είμαι εχθρός κάποιου και να μην το ξέρω. Υπάρχουνε βεβαίως άνθρωποι που με ζοχαδιάζουν, που με ενοχλούν, που αντιπαθώ σφόδρα, που αποφεύγω για να μην κολλήσω τίποτε μολυσματικό του νου ή της ψυχής. Υπάρχουνε δημόσιες φιγούρες που θα προτιμούσα να καλλιεργούν σέσκουλα (τα οποία, αν και σκληρότερα από το σπανάκι, είναι ωραία σε χορτόπιτα γιατί δεν πικρίζουν).

Έχω τρομερό πρόβλημα με το μίσος. Είναι λίγο σαν τον φόβο του σεισμού, που δυστυχώς δεν έχω, κι ας τρέμω την ιδέα εγκλωβισμού κάτω από ερείπια, και δη τα χαλάσματα αυτού που κάποτε ήτανε σπίτι σου, να είμαι σφηνωμένος μεταξύ φέρουσας δομής κι επίπλου, αναπνέοντας την αηδιαστική σκόνη ενός σκοτεινού θύλακα αέρα. Όταν γίνεται σεισμός είμαι αφύσικα ψύχραιμος (εγώ που ψάχνω την αδιαφορία για να υποκαταστήσω την ψυχραιμία που μου λείπει). Έτσι και με το μίσος. Μισώ λ.χ. τον φασισμό αλλά δε θα ήθελα να κρεμάσω τους φασίστες, απλώς να πάνε να καλλιεργούν σέσκουλα (τα οποία δε θα έτρωγα). Το αντεπιχείρημα είναι ότι δεν έχω δει παιδί και γυναίκα να κακοποιούνται και να σφάζονται, δεν έχω ζήσει τις εφιαλτικές χρονιές του φασισμού, δεν έχω υποστεί πραγματική βία (τη μία και μοναδική φορά που παραλίγο να, έτρεξα πιο γρήγορα από τα ΜΑΤ, ήμουν και 18 τότε, και δεν είχαν εκπαιδευτεί ακόμα τα χοιρίδια να εγκλωβίζουνε κόσμο μέσα σε στενά). Ενδεχομένως γι' αυτό να μη μισώ. Δεν ξέρω. Ζω σε έναν τόπο όπου υπάρχουνε πολλά μεγάλα μυστικά εγκλημάτων. Κάποιος κάποτε μου εξομολογήθηκε (αρχίζω να αισθάνομαι πάτερ Ανεμπόδιστος τελικά) ότι σκότωσε Τουρκοκύπριους (μάλλον το '63-'64), αν και δεν του έφταιγαν σε τίποτα, "φυλάγαμε τα σπίτια μας τότε". Ήτανε λοιπόν ένας τους περίφημους ελεύθερους σκοπευτές. Πώς θα ένιωθα αν ήξερα ότι ξέκανε "γιατί έτσι γινόταν τότε" τον πατέρα μου; Δεν ξέρω.

Δεν ξέρω τίποτα. Δεν ξέρω καν γιατί τα γράφω αυτά. Κι ας με πείτε κλειστοφοβικό της συνείδησης.


GatheRate

Canopus

Πολύ αργά στη ζωή μου κατάλαβα ότι όλοι έχουνε μυστικά. Όχι μόνον όσοι μου τα έλεγαν αλλά και οι άλλοι, κυρίως οι άλλοι. Μάλιστα, οι άλλοι είχαν τα πιο συναρπαστικά μυστικά. Τα οποία δε θα μάθαινα και δε θα μου εξομολογιόντουσαν. Γιατί ήταν πραγματικά μυστικά που τα ήξεραν μόνο δύο. Τα πιο υπερούσια ή και καυστικά τα ήξερε μόνον ένας.

Ο κόσμος γύρω μου απέκτησε υλικότητα και πολλές αποχρώσεις όταν ήρθα σε επίγνωση της πανσπερμίας μυστικών γύρω μου. Συνειδητοποίησα ότι το ζήτημα δεν είναι μόνον η τάση μεταξύ επιφάνειας και βάθους, αυτή είναι σχεδόν ευτελής: τη ζεις κάθε φορά που βλέπεις πόλη από ψηλά και, κοιτάζοντας τα κτίρια σαν μια ενιαία αφαίρεση, αναλογίζεσαι την εσωτερική διαρρύθμισή τους και το πλήθος βίων και ονείρων που φιλοξενεί κάθε γωνιά και κάθε στροφή και κάθε χωλάκι αυτού του αδιανόητου λαβυρίνθου. Όχι, περα από αυτά: η μυστική ιστορία του καθενός, ένα παρελθόν που πολλές φορές υπάρχει μόνον ως νοητικό γεγονός, δίνει νόημα και ακόμα περισσότερη πολυπλοκότητα σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Και δε μιλάω καν για τον ένδον βίο του νου, τους εφιάλτες, τις φαντασίες, τα όνειρα. Μιλάω για μικρές στιγμές και μεγάλες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν στον υλικό κόσμο και μετά μετουσιώθηκαν σε μυστικά, εμφιαλώθηκαν και προσεκτικά εναποτέθηκαν στο κελάρι κάποιας μνήμης. Και γίνονται ο πλούτος της. Κάποια περιέχουν, απλά ευχάριστα κρασιά, για συνοδεία, άλλα μέχρι και εγκλήματα, αποστάγματα τοξικής περιεκτικότητας σε αλήθεια. Μερικά από αυτά τα πανάκριβα μπουκάλια θα ανοιχτούν, η συντριπτική πλειονότητά τους ποτέ.

GatheRate

Ras Algethi

Υπάρχει διαφορά μεταξύ ψυχραιμίας και αδιαφορίας. Προσβλέποντας στην ψυχραιμία, εμείς οι αιωνίως ανήσυχοι, οι διαρκώς άγρυπνοι, οι άνθρωποι των παθών που μας παίρνουνε και μας σηκώνουν, προσπαθούμε να κατακτήσουμε την αδιαφορία. Τρωγόμαστε, το είπαμε αυτό. Η σκέψη μας γυρίζει στην αιτία της μέριμνας ή της στενοχώριας, στην αφορμή του πένθους και της ταραχής. Καμωνόμαστε τους αδιάφορους, ψάχνουμε περισπάσεις και πίνουμε και κανα ποτήρι κρασί. Δουλεύουμε πιο εντατικά: όμως η στανική αδιαφορία δεν ξεγελάει κανέναν, η συγκέντρωση διακόπτεται και αλίμονό σου αν κάνεις διανοητική δουλειά. Αλλά η χειρωνακτική δουλειά είναι χειρότερη, αφού αφήνει το μυαλό ελεύθερο, πανάθεμά τη, και μόνο στη γνήσια κόπωση που προσφέρει μπορείς να προσβλέπεις, μήπως ρίξεις καναν υπνάκο μετά.

Αγωνίζεσαι να αδιαφορήσεις. Πασχίζεις να καλλιεργήσεις ψυχραιμία. Στο τέλος καταλήγεις να τα πατάς όλα μέσα σου, να λες "χαχ! το απέβαλα, το έδιωξα: δε με νοιάζει πια". Αλλά οι μέριμνες, ο καημός, η πίκρα είναι σαν τα πυρηνικά απόβλητα που διάβαζα μικρός: ναι μεν τα ενταφιάζεις μέσα σε μπετονιένα φέρετρα κάτω από τον βυθό του ωκεανού αλλά δεν εξαφανίζονται, απλώς δεν τα βλέπεις.

Η κίνηση που χρειάζεται είναι η αντίθετη: ξέχνα την ψυχραιμία κι άσε αυτό που σε τρώει να επιπλέει στην επιφάνεια μέχρι να διαβρωθεί ή να ζυμωθεί ή να αναφλεχθεί, μέχρι να λυθεί στα εξ ων συνετέθη.

GatheRate

Markab

Όχι, τίποτα δεν είναι απλό έτσι όπως το κοιτάζεις. Ναι, μπορεί οι ανθρώπινες συμπεριφορές να είναι προϊόν αλληλεπίδρασης απλών αρχών, βασικών επιθυμιών, πακτωμένων φόβων, ιδεασμών, αποστεωμένων αντιλήψεων. Αλλά το κλειδί βρίσκεται στην αλληλεπίδραση αυτών και άλλων παραγόντων, αυτή κάνει τον ψυχισμό του καθενός μας άβυσσο ή, ακόμα καλύτερα, ένα πολύπλοκο πλάσμα, σαν αυτά της θάλασσας που ριζώνουνε πάνω στα βράχια και δεν ξέρεις αν είναι ζωντανά ή αν είναι ορυκτά. Και όπως όλοι ξέρουμε, αν τα προσεγγίσεις τα πλάσματα αυτά -- κοράλια, αστερίες, σπόγγους, ακόμα κι αχινούς -- σαν να είναι ορυκτά, σαν να είναι βράχια ή βραχώδη, μπορεί να τα πληγώσεις ανεπανόρθωτα.

GatheRate

Alshain

Έχω τιμηθεί με την εμπιστοσύνη και τις εκμυστηρεύσεις πάρα πολλών ανθρώπων, εντελώς παράλογα και συνήθως αμέσως κι ανεξήγητα. Ναι, καμαρώνω γι' αυτό.

Συμβαίνει λοιπόν το εξής: στην καθημερινή μας συναναστροφή με κοντινούς μας ανθρώπους βλέπουμε πολύ συχνά μοτίβα στη συμπεριφορά τους και κίνητρα που οι ίδιοι δεν μπορούν να διακρίνουν με ενδοσκόπηση. Βεβαίως ο εντοπισμός και η επισήμανση των μοτίβων αυτών είναι δουλειά ψυχοθεραπευτών, που σε έναν καλύτερο κόσμο θα ήτανε σαν τα γυμναστήρια: όχι μόνο για θεραπεία και αποκατάσταση αλλά και για λόγους διατήρησης καλής ψυχικής κατάστασης (ναι, οι πλούσιοι νεοϋορκέζοι ήδη χρησιμοποιούν την ψυχοθεραπεία ποζεράδικα, άλλη μεγάλη λειτουργία των γυμναστηρίων αυτή, αλλά ας μην πλατειάζουμε).

Όσοι από εμάς δε διαθέτουμε το σεβαστό ποσό για τις επισκέψεις μας σε ψυχοθεραπευτή, καταφεύγουμε λοιπόν σε φίλους με καφέ ή κάτι άλλο. Κι εκεί αρχίζει ο ίλιγγος. Ο διορατικός φίλος ενδέχεται να βλέπει το μοτίβο στη συμπεριφορά μας, ενδέχεται να προβάλλει τα δικά του ζόρια πάνω μας. Ας πούμε ότι βλέπει το μοτίβο. Ενδέχεται να πετύχει την πηγή του μοτίβου, την αιτία που προκαλεί μια άλφα συμπεριφορά, ενδέχεται να πάει να προβάλει το δικό του απωθημένο ή τη δική του, ας πούμε, κοσμοθεωρία. Ας πούμε ότι πετυχαίνει την πηγή, ότι η ερμηνεία του μοτίβου είναι ορθή. Στο τι πρέπει να γίνει κάθεται θεαματικά το σουφλέ του ψυχολογισμού -- όσο καθαρτικός και αν μπορεί να γίνει. Άλλωστε, στο τι να κάνουμε κολλάν όλα, εκεί αρχίζει αυτό που λέμε ελευθερία, ευθύνη, το αχθος και η μαγκιά του να είσαι ενήλικος.

GatheRate

Rigel


Ο μάο με έχει πει "απενοχοποιημένα ενοχικό" και "κλειστοφοβικό της συνείδησης". Ίσως. Πάντως δεν είμαι μελητής, δεν είμαι κανας αμλετικός τύπος που ταλαντωνεται γύρω από μια θέση ισορροπίας, καταδικασμένος στην απραξία και στην παραλυτική ακινησία. Όχι ότι δεν υποφέρω πολλές φορές από αυτή την υστερική παράλυση, σαν το γαϊδούρι του Buridan. Τις αποφάσεις μου τις παίρνω μια κι έξω, παρορμητικά θα νόμιζε κανείς, αλλά υπάρχει οπωσδήποτε προεργασία: συνειδητή κι υποσυνείδητη -- που πολλές φορές την τσακώνω αμέσως μετά το ξύπνημα, εκεί μέχρι τις 11 που ξυπνάει το μυαλό και το Εγώ. Όταν όμως πάρω μια απόφαση, την ακολουθώ με πείσμα και συνέπεια, κι ας τρέμουν τα γονατά μου, κι ας μην πιάνουν τα χέρια μου, κι ας χρειάζομαι καμμιά τεκίλα. Αλλά πίσω δεν κοιτάω. Δε λέω "τι θα γινόταν αν". Δε λέω "μήπως θα έπρεπε να είχα". Προχωρώ. Όχι ότι δεν αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν ήμουνα λίγο πιο τσόγλανος, λίγο πιο τολμητίας, λίγο πιο ετοιμόλογος. Αλλά όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις με τι αξίζει να ασχοληθείς και με τι όχι, και ας σε τρώει αυτό με το οποίο δεν αξίζει να ασχοληθείς. Όσο μεγαλώνεις, μαθαίνεις να αφήνεσαι να τρώγεσαι. Στην καλύτερη περίπτωση, εξασκείς τον εαυτό σου στο να τολμάει και να ορμάει, γνωρίζοντας ότι παραμονεύει παντού το σφάλμα. Αυτό φυσικά συνοδεύεται από το να μη λες παπαριές στον εαυτό σου, να μη νομίζεις ότι κάτι δεν υπάρχει αν δεν το αρθρώσεις.

GatheRate

Mirfak

Η δίψυχη και ενίοτε πονηρή έκθεση μέσα από τα κοινωνικά μέσα είναι η έκθεση της γραφής, απλώς είναι πολύ πιο εντατική. Όποιος γράφει κινείται, άλλος λιγότερο επιδέξια, άλλος περισσότερο, μεταξύ μυθοπλασίας, ενδοσκόπησης κι εξομολόγησης, καταγραφής του τώρα, φαντασίας, αναστοχασμού, ιδεών. Όποιος γράφει δεν μπορεί να αποφύγει, και δε θέλει να αποφύγει, την ανάδυση όσων τον συνθέτουν και όσων τον βασανίζουν --  αν υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών των δύο. Από την άλλη, ισχύει αυτό που είπε ο Μαρξ για την τέχνη, ότι είναι σαν την πολυθρόνα: βεβαίως έχει ελατήρια, βεβαίως και τα ελατήρια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της· όμως δε θα κάτσεις σε μια πολυθρόνα που είναι μόνο ελατήρια ή που τα ελατήριά της είναι εκτεθειμένα ή κάτω από μαξιλάρι κακορίζικο και φόδρα φτενή. Από αυτή την άποψη, ο ψυχολογίστικος τρόπος να αντιμετωπίζεις τη γραφή ή και τη σοσιαλμηντιακή παρουσία του άλλου δικαιολογείται μόνον αν σου πετάει ένα ξύλινο καφάσι με ελατήρια και σου λέει "να μια πολυθρόνα, απλώσου". Δε δικαιολογείται σε καμμία άλλη περίπτωση.

GatheRate

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Για την Ελλάδα της αστακομακαρονάδας

μια πολύ πρόχειρη σημείωση

Αδυνατώ να καταλάβω τι διάολο κουβεντιάζουν αυτοί οι άνθρωποι που ζούνε στον πλανήτη Psychra και μας κοιτάζουν από εκεί πέρα μακριά με πολύ ισχυρά τηλεσκόπια.

Δεν καταλαβαίνω πώς η συζήτηση για τη σχέση καλού γούστου (ό,τι κι αν σημαίνει) και νεοπλουτισμού, ενδιαφέρουσα και καίρια αφ' εαυτής, μπορεί να γίνει σε μια χώρα της οποίας η αστική τάξη προέρχεται κυρίως από κοτζαμπάσηδες, τσιφλικάδες ή και από χειρότερα (κάτι δοσίλογους και collabo).

Αλλα να γίνει η συζήτηση: δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να παραδειγματίζεται όχι π.χ. με βάση το φετίχ με εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας, όπως τζιπούρες, Ερμές και μπέμπες, αλλά με βάση αστακούς, που μέχρι σχετικά πρόσφατα τους έβγαζαν από τη θάλασσα για πλάκα οι ψαράδες.

Κατά βάθος η σύνδεση εισοδήματος και καλού 'ευρωπαϊκού' γούστου που συνδέεται αυθαίρετα (πολύ αυθαίρετα) με την υψηλή κουλτούρα είναι είτε ελιτισμός / συμπλέγματα κατωτερότητας, είτε ιδεοληψία. Όσοι συνδέουν αμφιμονοσήμαντα καλό γούστο και παλιά λεφτά (ή κακό γούστο και νεοπλουτισμό), ακολουθούν έναν χύδην ψευδομαρξισμό που τα κάνει όλα ένα: τάξη, εισόδημα, ελεύθερη βούληση, κοινωνική θέση, γούστα, μόδες, κοινωνική κινητικότητα, δείκτες κοινωνικής αλληλεγγύης κτλ.

Αναρωτιέμαι: οι Πολίτες καταστηματάρχες που ερχόντουσαν στα χέρια για λεπτά ζητήματα όπως αν βάζεις κανέλα στους κεφτέδες και κύμινο στα φασολάκια, το έκαναν γιατί είχανε παιδεία; γιατί ήταν αστοί; επειδή είχαν καλλιέργεια κτλ.; Η απόφοιτος δημοτικού που πήγαινε να δει Πιραντέλλο πώς ερμηνεύεται από αυτούς τους μπαγλαμάδες; Τουλάχιστον στην Αγγλία "ξέρουν" ότι αν πίνεις κρασί είσαι middle class, κι ας βγάζεις 3 κι 60, κι ότι αν πίνεις ale είσαι working class, κι ας βγάζεις τα κέρατά σου. Χωρίς περαιτέρω αξιολογικές κρίσεις, πέραν των γνωστών ελιτισμών μερικών μερικών. Λέω: "ξέρουν". Εντός εισαγωγικών.

GatheRate

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Προσδοκώντας τον σεισμό: η εκλιπούσα Κεντροδεξιά, ο θίασος και η συμμορία


Οι συγγενείς μου ήταν ή απογοητευμένοι κομμουνιστές ή κεντροδεξιοί. Υπήρχε κι ένας κρυπτοπασόκος θείος, αλλά δεν του το καταλογίζουμε του μακαρίτη γιατί ήτανε sui generis αλλά λεβεντάνθρωπος.

Η σοσιαλδημοκρατία βασίζεται σε μια φιλοσοφική επιλογή, σε μια πολιτική ουτοπία εξίσου χιμαιρική με άλλες, ή και πιο χιμαρική. Η μέθοδός της είναι το "κύμα το κύμα η πέτρα λιώνει, του ονείρου η αύρα μάς ενώνει". Η απουσία επανάστασης από το πρόγραμμά της την καθιστά ελκυστική σε όσους δεν είναι ακριβώς απελπισμένοι ή εντελώς συνειδητοποιημένοι. Είναι κάτι σαν το 'sex with no strings attached' των παντρεμένων που ψάχνονται: χωρίς πάθη και ταραχές, χωρίς άγριες νύχτες κτλ. Με την πίτα στο ταψί και τον σκύλο χορτάτο.

Κεντροαριστερά δεν ξέρω τι είναι.

Η κεντροδεξιά δεν έχει πολιτικές αρχές πάνω στις οποίες να βασίσει πρόγραμμα. Δεν είναι παρά μεσοπρόθεσμη διαχείριση που βασίζεται σε αντανακλαστικά, κυρίως στο αντανακλαστικό του συντηρητισμού, στο "κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει". Εμπνέεται από τη μοιρολατρία, από το "καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θ' αλλάξει ποτέ". Με άλλα λόγια, η κεντροδεξιά διαθέτει το μίνιμουμ πολιτικών ιδεωδών και εμφορείται από τη διάθεση να διατηρηθεί ό,τι υπάρχει: το μεν ιδεολογικά παραδεδομένο γιατί το ξέρεις και το έχεις δοκιμασμένο, το πολιτικοκοινωνικό status quo μην τυχόν κι έρθουνε χειρότερα. Άλλωστε η κεντροδεξιά ξέρει κάτι που δεν εννοεί να καταλάβει η σοσιαλδημοκρατία: τα αφεντικά και η ελίτ ούτε κατευνάζονται, ούτε απεμπολούν όσα απλώς και μόνο ποθούν. Η κεντροδεξιά ξέρει ότι ο καπιταλισμός δαγκώνει, δεν έχει ψευδαισθήσεις.

Η Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή (όχι του Νιντέντο, του θειου του του ζαμπόνηρου) ήταν κεντροδεξιό κόμμα, άρα χωρίς πολιτικές αρχές (αυτό που ο κόσμος λέει 'ιδεολογία'). Πολιτικές αρχές, νεοφιλελεύθερες, απέκτησε με τον Κώστα Μητσοτάκη (όχι τον γόνο, τον απέθαντο των Χανίων), που τη διαφήμιζε προεκλογικά ως "Φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία" (κι οι δικοί μας νομίζαν ότι λέει τον Βενιζέλο). Όταν λοιπόν απέκτησε 'ιδεολογία' η Νέα Δημοκρατία, άρχισε να προσελκύει, ολωσπαραδόξως, κάτι Γιακουμάτους και Παπαδόγγονες και Μιχαλολιάκους (Πειραιώς) αλλά και βασιλικούς (που μισούσαν τον Καραμανλή που τους άφησε ορφανούς κι αβασίλευτους). Παράλληλα, άρχισε να γίνεται ελκυστική σε πολλούς επισκόπους, που σήκωσαν τα μάτια από τα παγκάρια και είπανε να γίνουνε μικρομιλιετμπασήδες. Τότε περίπου έκανε και τις πρώτες εμφανίσεις του και ο Κωνσταντίνος Ντεγκρέτσια, αυτός που υπέστη το unfair treatment, στο καινούργιο τότε ιδιωτικό κανάλι Αντέννα.

Έκτοτε η ΝΔ ολισθαίνει διαρκώς προς τα Δεξιά. Καλύτερα: μετασχηματίζεται σε κόμμα δεξιό, δεξιών αρχών, με συμμαχίες και αρχές δεξιές. Με 'ιδεολογία', πια. Όταν λέω "Δεξιά" στην Ελλάδα, εννοώ Παπάγο και ΕΡΕ. Εννοώ μακρονήσια, γονυπετή υποταγή στο κεφάλαιο (υπαρκτό ή μη), εθνικισμό και πατριδοκαπηλία par excellence κτλ. κτλ. κτλ. κτλ.  Η διαδικασία αυτή του μετασχηματισμού ολοκληρώθηκε με την είσοδο του Βορίδη στην καθόλου πια κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία. Όπως κάθε δεξιό κόμμα που σέβεται τον εαυτό του, η ΝΔ απορρόφησε το φασιστικό ΛΑΟΣ και θα χρησιμοποιήσει τη ναζιστική συμμορία, με τον τρόπο που χρησιμοποιεί κανείς τους ναζί: ως πρόσχημα. Πιστεύω ότι ο διάολος θα μας πάρει ακριβώς τη στιγμή που η ΝΔ, ένας θίασος δεξιών και neocon Φαήλων και Μουρούτηδων που ακόμα θα παριστάνει το κεντροδεξιό κόμμα των απολιτίκ μικρομεσαίων, μεροκαματιάρηδων, νοικοκυραίων και αγροτών, θα αποτύχει να ζέψει τη συμμορία. Η οποία συμμορία ήδη π.χ. πουλάει προστασία, παραγκωνίζοντας σε αυτόν τον ρόλο μαφιούλες και στελέχη της ΕΛ.ΑΣ.

Ήδη κι η ΝΔ έχει προκαλέσει ανήκεστες ζημιές στην Υγεία, στα εργασιακά δικαιώματα και στην εργασιακή νομοθεσία. Έχει επισφραγίσει τη χρεοκοπία και τη μνημονιακή υποτέλεια της χώρας, έχει τσαλαπατήσει τους θεσμούς με ΠΝΠ και χαρχαλεύοντας τη δικαιοσύνη, ενώ έχει ενθαρρύνει τα σώματα ασφαλείας να γίνουνε το στρατιωτικό σκέλος της ναζιστικής συμμορίας. Δεν αρκεί να συντριβεί στις επόμενες εκλογές: είναι και πολύ δύσκολο να συντριβεί γιατί εξακολουθεί να ονομάζεται "Νέα Δημοκρατία" και να ανάβει το καντηλάκι του "Εθνάρχη" που, στο κάτω κάτω νομιμοποίησε το ΚΚΕ. (Άραγε το ΚΚΕ έχει πάρει χαμπάρι τον ρόλο που παίζει σε όλη αυτή τη διαδικασία; ή στον Περισσό κοιτάν εκεί μπροστά, εκεί όπου κοιτάζουν οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν στις αφίσες;) Η ΝΔ, έτσι όπως πάμε τώρα, εκλογικώς δε θα πέσει κάτω από 20%, όποτε κι αν γίνουν εκλογές. Μην περιμένετε τις εκλογές για να τους μαυρίσετε. Άλλωστε έχει εφεδρείες. Θα υπάρχει ακόμα το λιγδερό απολειφάδι του ΠΑΣΟΚ. Επίσης, μετεκλογικά η ΝΔ θα πλευρίσει και τους ΑΝ.ΕΛ.: ανερμάτιστοι, εθνικιστές, θρησκόληπτοι, φασίζοντες (άρα σαν τη ναζιστική συμμορία, αλλά "σοβαρότεροι"), χωρίς εσωτερική ενότητα, θα έχουνε προτιμηθεί εκλογικά από τον μέσο αντινουδουϊκό κεντροδεξιό και δεξιό ψηφοφόρο (δεν είναι όλοι οι δεξιοί για τον θίασο).

Φρονώ ότι η λύση θα πρέπει να δοθεί πριν τις εκλογές. Αν ξεπεραστεί το σοκ του Φεβρουαριου του '12 και ξανακατέβει ο κόσμος στους δρόμους. Αν υπάρξουν κινητοποιήσεις και ξεπεραστεί επιτέλους το βαθιά κεντροδεξιό αντανακλαστικό της γενικευμένης καχυποψίας, απαξίωσης και μοιρολατρίας. Όχι, δε θα μας σώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, πάντως όχι ως αυτοδύναμη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές. Αν προλαβαίνουμε να μας σώσει κάτι, είναι να δείξει επιτέλους, γαμώ το κέρατό μου το τράγειο μέσα, ο κόσμος τη γροθιά του: με κινητοποιήσεις και με πορείες. Α λα τούρκα: παντού, κάθε μέρα, με πείσμα. Όσο και να τις δαιμονοποιήσουν ως οχλοκρατία, ως τρε μπανάλ και ως βαρβαρούτσικες οι εντεταλμένοι μετριοπαθείς, οι χυδαίοι προπαγανδιστές, οι ορχεολογούντες φαηλομουρούτηδες, τα λαϊκά και λόγια φερέφωνα εργολάβων και "νταβάδων" (που έλεγε κι ο Νιντέντο), οι χωμένοι και οι γόνοι κι οι ανέμελοι διανοητές πέμπτης κατηγορίας και φάλαγγας, αν σειστεί ο τόπος, κανείς Σαμαράς και κανείς Σίμος και κανείς Άδωνις δε θα θέλει στο κάτω κάτω να πάει να κάνει παρέα στον Άκη, ή χειρότερα.

GatheRate

Ισπανία-Ελλάδα

Έχει εδώ μια ταινία, Hemingway and Gellhorn λέγεται. Την άφησα στη μέση, δεν είναι σπουδαία, αν και είμαι μεγάλος φαν της Νικόλ Κίντμαν, αλλά και του Κλάιβ Όουεν. Το κομμάτι που δείχνει τον ισπανικό εμφύλιο είναι τολμηρά και ανοιχτά (έτσι πως έχουμε καταντήσει πια) αντιφασιστικό και κράζει άγρια τους τότε ισαπεχιστές των "και οι δύο πλευρές προβαίνουν σε αγριότητες" κτλ. Ωστόσο το μέρος εκείνο του έργου ήταν επιδερμικό, σχηματικό και κάπως υπερβολικά στυλιζαρισμένο, πολύ μακριά από το 'Γη κι Ελευθερία'. Είχε όμως πολλά ενσωματωμένα αποσπάσματα από ζουρνάλ της εποχής. Σε δύο από αυτά σχεδόν δάκρυσα: το ένα δείχνει τον ενθουσιασμό, την τρελή πηγαία χαρά του αντιφασιστικού αγώνα, με κάτι χωρικούς εξαθλιωμένους να χορεύουν χοροπηδώντας ενώ τρέχουνε σε έναν καρόδρομο ξοπίσω από το όχημα του κινηματογραφιστή· το δεύτερο είναι η άφιξη των διεθνών ταξιαρχιών στην υπό πολιορκία Μαδρίτη: των Γάλλων, των Καναδών, των Αμερικάνων κτλ.

Η συγκίνησή μου οφειλόταν όχι στην τελική ήττα των Δημοκρατικών και αντιφασιστών, αλλά γιατί αναλογίστηκα ότι οι Μήδοι επιτέλους εδιάβησαν παρά τον τόσο ενθουσιασμό και βούληση, ότι ο μιαρός φασίστας δικτάτορας φονιάς παραμένει εν πολλοίς στο απυρόβλητο, ότι η Ισπανία ενταφιάστηκε μέχρι το 1975 και, όταν βγήκε από το κιβούρι, δεν ήταν κάτι που θα περιέγραφες αναστημένο παρά ελαφρώς βρυκοζόμπι, με τη σημαία των Βουρβώνων και τους ίδιους τους Βουρβώνους, με την Εκκλησία καβάλα, με έναν επαρχιωτισμό ανάρμοστο για την πηγή μιας παγκόσμιας κουλτούρας και γλώσσας, με φτώχεια ατελείωτη, με εκμετάλλευση κτλ. Μόνο τη δεκαετία του '90 άρχισε να ξανανθίζει η Ισπανία. Σκεφτείτε: περίπου εξήντα χρόνια χαμένα. Για μια χώρα που πολέμησε τον φασισμό και μαζί της πολέμησαν τόσοι. Αναλογίστηκα τι μοίρα και πόσες δεκαετίες μέσα στο κιβούρι περιμένουν την ασυνάρτητη Ελλάδα, που καθόλου ενθουσιωδώς δεν πολεμάει πια τον φασισμό, που εξελίσσεται σε κοινοβουλευτική αυταρχία ομαλότατα και χωρίς αντίσταση, που πάντα καβάλα την είχε την Εκκλησία (και καμώνεται φαρισαϊκά ότι η δική της εκκλησία δεν είναι ὥσπερ αἱ λοιπαὶ τῶν ἐκκλησιῶν, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί), που μέσα σε τρία χρόνια απώλεσε κράτος Πρόνοιας, (το όποιο) κύρος θεσμών, ελευθερίες και δικαιώματα, εργατικό δίκαιο.

Καλή σας νύχτα.

GatheRate

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Ράσελ, τυριά, give them Paine

Τελειώνω όπου να 'ναι την Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας του Ράσελ. Έχω να απολαύσω βιβλίο τόσο πολύ από τον καιρό που διάβασα το Underworld του De Lillo. Επίσης, διαβάζοντάς το όχι στα 20, όπως θα ήταν αναγκαίο για κάθε άνθρωπο που καμώνεται ότι έχει βγάλει Φιλοσοφική Σχολή, αλλά πολύ αργότερα, συνειδητοποιώ τα ύπουλα χαντάκια και βαθιά ξεροπήγαδα αμορφωσιάς πάνω μου, άσε κάτι πουρνάρια και σκίνα όλο ημιμάθειες και πασαλείμματα.

Το πρωί που κατούραγα αναρωτήθηκα γιατί όταν ήμουνα φοιτητής διδάχτηκα μια εισαγωγή στη φιλοσοφία του γνωστού χουντικού και παγκοσμίως άγνωστου Κωσταρά, ένα ζαβομεταφρασμένο άτσαλο κολλάζ μάλλον λογοκλεμμένων αποσπασμάτων, και όχι μια διασκευασμένη μετάφραση του Ράσελ. Οι απαντήσεις είναι προφανείς: ο καθηγητής εισέπραττε δικαιώματα από κάθε αντίτυπο που πούλαγε, ο Ράσελ αντιμετωπίζει κριτικά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους λοιπούς Έλληνες θεούς. Ο Ράσελ γράφει στρωτά και μετρημένα και είναι αντιναζιστής, το βιβλίο βγήκε το 1945. Τέλος, αν σε διακρίνει η αμβλύνοια που ευδοκιμούσε (και ακόμα και τώρα δεν απειλείται με εξαφάνιση) στη "συντηρητική" Φιλοσοφική Σχολή του Αθήνησι πανεπιστημίου, θα νομίσεις ότι ο Ράσελ είναι μαρξιστής. Άλλωστε ήτο συνοδοιπόρος του Λαμπράκη.

Έπλυνα τα χέρια μου και σκέφτηκα ότι ο Ράσελ μισεί τον ναζισμό και φοβάται τον σταλινισμό. Τους θεωρεί εξίσου τρομακτικούς αλλά πιστεύει ότι έχουνε πολύ διαφορετικές φιλοσοφικές καταβολές, επίσης ότι εκφράζουνε διαφορετικές ποιότητες. O Bertrand Arthur William Russell, 3rd Earl Russell, Order of Merit, Fellow of the Royal Society, με το γνωστό ψύχραιμο ύφος λόρδου (έχω γνωρίσει μόλις δύο στη ζωή μου και ήτανε ζωντανά στερεότυπα) και την ευγένεια ενός ψύχραιμου και μετριοπαθούς ανθρώπου βρίσκει τρόπο να σε πάει από τον Έγελο στο αστυνομικό κράτος του Χίτλερ και πίσω, να σου μιλήσει για τον ρομαντικό ελιτισμό και πώς σε βγάζει στον αντισημιτισμό. Διαβάζεις για τον Χομπς (αν θυμάμαι καλά) και σου λέει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά με μετριοπάθεια. Είναι μετριοπαθής. Αλλά όχι ισαπεχιστής.

Αργότερα, οδηγούσα άκουγοντας ένα αγαπημένο μου τραγούδι και συνοδευόντάς το πολύ φάλτσα. Κάτι δε μου άρεσε στη σκέψη ότι ο Ράσελ είναι μετριοπαθής. Δεν είναι μετριοπαθής. Ο άνθρωπος που αναθεματίζει την καταστροφική επίδραση της χριστιανικής θρησκείας, που κατακεραυνώνει τον αγνωστικισμό ως ασυναρτησία, που κάνει ένα από τα απολαυστικότερα θαψίματα στον Πλάτωνα (τι 'Πλάτωνος φαρμακεία' λέμε τώρα), στον Καντ (μέχρι παρεξηγήσεως) και στον Έγελο (πολλή απόλαυση), ο συνεπής ειρηνιστής, αυτός που έγραψε ένα κεφάλαιο όλο αγάπη για τον Σπινόζα, που πήγε φυλακή ως αντιρρησίας συνείδησης στον Α' Παγκόσμιο αλλά κήρυξε τη συντριβή του ναζισμού στον Β', ο "σεξομανής και έκφυλος" -- αυτός μετριοπαθής; Σε καμμία περίπτωση.

Η μετριοπάθεια, όπως γίνεται αντιληπτή σήμερα στην Ελλάδα, είναι η ικανότητα να σκέφτεσαι με βάση αφηρημένα σχήματα, συνήθως διπολικά, και εκτός συμφραζομένων κάθε είδους, όχι μόνο κοινωνικών. Μάλλον όχι: μετριοπάθεια, όπως γίνεται αντιληπτή σήμερα στην Ελλάδα (επιμένω), είναι η ικανότητα να σκέφτεσαι με βάση αφηρημένα σχήματα, συνήθως διπολικά, μέσα σε αυθαίρετα και μονόπαντα επιλεγμένα συμφραζόμενα. Μιλάω, λόγου χάρη, για το τυρί γενικώς. Επιλέγω να αντιπαραθέσω το ανθότυρο με την παρμεζάνα, έτσι, στην ψύχρα, γιατί το ένα είναι πολύ μαλακό και η άλλη πολύ σκληρή. Εξετάζω την κοινωνία που έβγαλε το μεν (Κάτω Κουτσούφιανη) και τη συγκρίνω αντιθετικά με την κοινωνία που έβγαλε το δε (Πάρμα, ΠΟΠ). Αναγνωρίζω την αρχοντιά κι αυθεντικότητα της παρμεζάνας, αλλά και τις πολλές χρήσεις του ανθότυρου. Με βάση την αναγκαιότητα για μεσότητα, παρά τα τριγλυκερίδια που καθιστούν όλα τα τυριά τροφή ατελή και ανθυγιεινή (το τονίζω αυτό), προκρίνω τελικά το κασέρι-πατάτα, αφού κείται στο μέσο. Τέλος.

Ο Ράσελ λοιπόν δεν εμφορείται από μετριοπάθεια. Ψύχραιμα γράφει. Ο χαβαλές, γιατί για χαβαλέ πρόκειται, κατά μερικών προσωκρατικών, του Ρουσσώ και του Καντ, η καίρια κι ανελέητη κριτική του κεκαλυμμένου μισανθρωπισμού των στωικών και του εγελιανού ολοκληρωτισμού είναι λεπτά και κομψά διατυπωμένα, αρθρωμένα με σαφήνεια αλλά χαμηλόφωνα. Τον Ράσελ τον διακρίνει κοινός νους. Βγαίνοντας από το αμάξι θυμήθηκα έναν άλλο πολιτικό στοχαστή, founding father των Ηνωμένων Πολιτειών μα επίτηδες λησμονημένο πια, τον Τόμας Πέιν. Common Sense είναι ο τίτλος μιας από τις πιο ριζοσπαστικές μπροσούρες που έχουνε κυκλοφορήσει ποτέ, ενός κειμένου που και σαν ύφος και σαν περιεχόμενο μόνο μετριοπαθές δεν είναι. Γιατί ο κοινός νους και ο ορθός λόγος συχνά υπαγορεύουν την αντίσταση, την εξέγερση ή την ανταρσία: το ατόμικο ή συλλογικό non serviam. Ναι, λέω ότι ο κοινός νους και ο ορθός λόγος αρκούν να σε ωθήσουν να εξεγερθείς, έστω και αν δε συνοδεύονται από ενσυναίσθηση ή από απλή συμπόνοια για τους πολλούς που αλέθονται ανάμεσα στη μυλόπετρα του πλούτου και σε αυτή της εξουσίας για να βγει το σιμιγδάλι που θα κάνει το παντεσπάνι των προνομιούχων. O κοινός νους και ο ορθός λόγος αποκαλύπτουν σε κάθε περίσταση ότι ο πατριωτισμός, η ευσέβεια, το σέβας προς την παράδοση, η σεμνότητα, η αιδημοσύνη, η μετριοπάθεια (το αυτιστικότερο πρόσχημα όλων τελικά, το αντικοινωνικότερο) είναι τουλάχιστον ύποπτα όταν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ελίτ, όταν ευθύνονται για τη δυστυχία και τον θάνατο των αδυνάτων. Τόσο απλά.

GatheRate

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Deve alzarsi perpendicolarmente

Α όχι, δε χαρίζει κάστανα. Α μπα, όχι. Φωτιά, φαρμάκι, άρματα. Πανοπλίες κι ασπίδες. Οστρακοειδή. Άλλοι τα θέλουν να ζεματίζονται πεθαίνοντας πνιγμένα στο λεμόνι και να τα καταπίνουνε σα φλέγματα και σπέρματα, άλλοι τα θέλουνε βρασμένα και μαγειρεμένα να βλέπουνε τις δίπλες τους σα χείλη. Ναι, σαν εκείνα τα ωραία χείλη που ανθίζουν από το αίμα που τα φουσκώνει και που γυαλίζουνε στους χυμούς τους δικούς τους. Αυτά, ναι, αυτά που τρόμαξαν τον Ρότζερ Γουότερς πριν δεκαετίες, ότι θα τον φάνε σα λουλούδια σαρκοβόρα. Άσε μας ρε Ρότζερ. Άσε μας τώρα. Άσε με άσε με άσε με άσε με να σ' αγαπάω, παιδικές αναμνήσεις. Το ασυνείδητό μας είναι διακοσμημένο με τα σουξέ των άλλων, απ' τις εικόνες των άλλων -- ενίοτε κι από τη νύχτα των άλλων -- τον καιρό της παιδικής μας ηλικίας. Κι αυτά κι εκείνα, και Βοσκόπουλος και Διονυσίου και οι δυσοίωνες του Έγκμοντ συγχορδίες και διαφημίσεις κι ο Βαρτάνης και κατι χώρες  με παρηχητικά ονόματα που πολέμαγαν: Ιράν-Ιράκ. Ποτέ Ιράκ-Ιράν, μόνον Ιράν-Ιράκ. Κι ο θρόνος του Πολάνσκυ, Καπατέκ-Αναχουάκ. Αυστηρός με τον εαυτό του, αυστηρός με τους άλλους, τον είπες κακόβουλο, εννοούσες κακόπιστο, ίσως και κακότροπο, έτσι για γαρνιτούρα. Τα οστρακοειδή τα τρώει μαγειρεμένα, να είναι ανοιχτά τα όστρακα, να αποκαλύπτουν λίγο κάτι από τις αιδοιόμορφες δίπλες, από τα πέταλα της σάρκας τους. Να γυαλίζουν απ' ό,τι αναβρύζει από μέσα τους. Κι όχι δε μιλάω για μύδια τώρα. Για το άλλο μιλάω. Το γλυκό μουνί της όποιας νιότης. Που μοσχοβολάει σα φύλλα ξεραμένα καλοκαιρινά πρωτονοτισμένα το φθινόπωρο. Όπου υπάρχει ελπίδα για φθινόπωρο. Αλλά, ναι, τα μύδια: τα μύδια έχουνε κέλυφος. Μεγάλωσε και έζησε όμορφα ανάμεσα σε ανθρώπους με καβούκια, με κελύφη, με τσόφλια. Και με σάρκα από μέσα. Κι έτσι αντιπαθεί και δεν εμπιστεύεται τους σκληρούς πυρήνες. Μόνο στα ροδάκινα ανέχεται τους σκληρούς πυρήνες: χνουδωτά, με σάρκα τρυφερή και γλυκειά ποτισμένη στο γλυκό ζουμί που κολλάει. Εντάξει, οκέι, έχουνε κι ένα αηδιαστικό κουκούτσι, έναν σκληρό πυρήνα. Αλλά, ε, τον πετάς. Αυτό είναι: κουκούτσι. Όσο σκληροπυρηνικό κι αν είναι, είναι κουκούτσι, δεν παύει να είναι κουκούτσι: χώσε το στο χώμα σαν την PJ Harvey, να πεθάνει, να βγάλει δέντρο που θα ανθίζει. Εκεί όπου οι ροδακινιές μπορούν να ανθίσουν. Έχει τον ανθρωποδιώχτη. Το προφανές και εύκολο, για να το λες όταν χρειάζεται. Τρομάζει τον κόσμο. Τους διώχνει. Σαν ελαφάκια. Σα γατιά που κοιτάζουνε για μια στιγμή και μετά δρασκελούν για να κρυφτούνε. Έτσι, λέει, περνάει όχι σαν υπερωκεάνειο που τραγουδάει και πλέχει, παρά ταχύπλοο στα χέρια μεθυσμένου, που τους σκορπάει όλους μην τυχόν και τους ακρωτηριάσει. Είναι άπονος κι αδιαπέραστος, τελικά. A brain in a vat. A cock in a vat. Εξαρτάται, του λες, εξαρτάται. Και, ω, πόσο μα πόσο του αρέσει να ακούει τη φωνή του να μιλάει. Τη φωνή του δεν την αντέχει αλλά του αρέσει να μιλάει αυτή η φωνή και να αρθρώνει τα ι και ε και τα φσπ και φσθ και σθ και πολλυσύλλαβα κι όλα όσα τη δυσκολεύουνε πολύ. Οι δυσκολίες, οι σιωπές, τα σαρδάμ, οι μικρές αγωνίες και τα άγχη που επιπλέουν στο αλκοόλ σα μικρά παγόβουνα. Κάτι τρέμουλα. Φορές φορές βλέμματα βαθιά: λες ότι βλέπεις τον πάτο του πηγαδιού της όρασης και ξάφνου σου αποκαλύπτονται βαθύτερα πηγάδια, αρτεσιανά, και υπόγειες στοές που αναβρύζουν νερά και μύρα και ατμό. Μα τι γλυκός και τρυφερός είσαι. Κι αυτό επίσης ακούστηκε. Στην άκρη ενός κρεβατιού, στην άκρη ενός δάσους, στη ρωγμή του χρόνου, μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μέσα σε ένα γραφείο που μύριζε μπαγιάτικο καφέ, μέσα σε ένα δωμάτιο, μέσα από μια ψυχή που αναπηδούσε μέχρι τον ουρανό, στην άκρη του δρόμου, στο τέλος της απελπισίας και στην αρχή της ελπίδας, στην άκρη ενός στρώματος ή ενός καναπέ ή μιας ξαπλώστρας ή μιας πόλης. Πλάι σε παράθυρα, μέσα σε μπαρ, στη μέση του δρόμου. Ή και στην άκρη του δρόμου, εκεί όπου πέφτουν τα φύλλα. Τέλος πάντων. Ένα πλάσμα αξιολύπητο. Κι αυτό, ναι, κι αυτό. Που ζυγίζει. Που κρατάει πισινές και μετράει τα λόγια του και που τα πετάει ένα ένα σα στιλέτα τσίρκου, που έχει πάντα δίκιο. Ένας που δε δίστασε να πει "όλα σ' εμένα γυρίζουν" και που δε μίλησε, άλλοτε γιατί μουγκός υπήρξε, άλλοτε για να μη δώσει τα κλειδιά της Βασιλείας σε κανέναν άλλο. Αυτός ο μαύρος κι άραχλος και άραχνος που δεν τον ξέρει κανείς και που παραπονιέται πως κανείς δεν τον ξέρει και κατά βάθος ευφραίνεται που δεν τον ξέρει κανείς. Που δεν αγαπάει αν δεν εκτιμάει, που αγαπάει σφοδρά κι αμετάκλητα και σπάνια, που βαριέται εύκολα αλλά δεν παύει να ποθεί ποτέ, που δεν ξεχνάει και δεν πλήττει και δεν ησυχάζει, που δεν κοιμάται, που αφρίζει και αναπηδά σαν τον χοχλό που βράζει, που ποτέ δεν ησυχάζει, που αλλάζει τα δικά του λόγια με άλλων και τα φοράει σαν να ήτανε δικά του αλλά με την ίδια ευκολία υφαίνει πάλι τα δικά του και τα λέει σαν να ήταν άλλων. Που τον τρώει η αδικία όπως τον τρώει η αγαμία, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια διαβρωτική μανία. Που βλέπει εφιάλτες με τα νεκρά παιδιά των άλλων, που ονειρεύεται την Παράδεισο της γαλήνης και την ταραχή των λογισμών και των άγριων πόθων. Που δεν ξέρει πού πάει και που δε θέλει πουθενά να πάει, απ' τον καιρό που τον ρωτούσαν τι θα γίνει άμα μεγαλώσει κι έλεγε "γεωγράφος, να φτιάχνω χάρτες", κι ας ήξερε ότι δεν έμενε κανένα μέρος να ανακαλύψει κανείς πια. Ποτέ. Ψυχάρα ίσως. Μεγάλη. Πολύ θερμή. Λίγο παιδική. Μπορεί, ποιος ξέρει. Μεταξύ άρνησης και υπέρβασης, δίπλα στην απώλεια και καβάλα στις περιστάσεις, άγριοι κι έτοιμοι να εξιδανικεύσουμε, δοσμένοι σε σκοπούς που αλλού θα θέλαμε να μας πάνε και κινημένοι από σπάνιες αγάπες, πολύτιμες ενσυναισθήσεις, ευαισθησίες και μεταμέλειες: για τον πόνο του άλλου, για τον φόβο του άλλου, για τη χαρά του άλλου, για το στιγμιαίο καθρέφτισμά μας στον άλλο που (αν εστιάσω το βλέμμα σωστά) βλέπω τον άλλο. Έτσι ζούμε. Με όσα ξέρουμε, με όσα ζήσαμε, με όσα χάσαμε, με όσα απωλέσαμε, με όσα με πείσμα ποθούμε, με το γρέζι της ελευθερίας και το αφιόνι του προνομίου. Με όσα αρνούμαστε ότι ποθούμε. Κι όσα μας ξεπερνάνε. Κατά βάθος, λέει, ο ποιητής έχει ένα θέμα: το ζωντανό σώμα του. Να ρωτήσω τους ποιητές που ξέρω να μου πουν. Αν θα μου πουν. Που δε θα μου πουν. Ας μην πουν πού θα βρω το θέμα μου. Ξέρω πού είναι το σώμα μου. Ξέρω πού είμαι. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, δε θέλω να πάω πουθενά, θέλω να στέκομαι να κοιτάζω. Και να κάθομαι αλλά και να περπατάω, ενδεχομένως να χάνομαι, αλλά να επιστρέφω. Να επιστρέφω εκεί όπου θέλω και όλα να επιστρέφουνε σ' εμένα. Να μη φοβάμαι τον χρόνο και να πάψω να σιχαίνομαι την αναμονή, να εμπεδώσω κι εγώ το cunctando regitur mundus επιτέλους. Μόνο που, βεβαίως, το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να κυβερνήσω τον κόσμο. Που δεν μπορώ. Και δε θέλω όμως. Ένα σεντόνι με οστρακοειδή και ένα τραπεζομάντηλο με την ευωδιά του κορμιού της γυναίκας. Πέντε ευωδιές βγάζει το κορμί τους. Έστω, μια-δυο από αυτές. Και όχι, ψέματα λέει. Κι άλλα θέλει. Και λοξό φως και ψωμί ψημένο να μυρίζει. Και κάτι κουβέρτες και κάτι σημάδια στο δέρμα και κάτι παραφορές στο Βερολίνο. Και θέλει και να ταξιδεύει. Κι ας γυρίζει πίσω μετά. Όλοι στο έδαφος και στο νερό και στα λουλούδια θα γυρίσουμε -- αλλά ποιος δε θέλει να ταξιδεύει. Κι αν δεν μπορεί να ταξιδεύει, να τυλίγει δυο λόγια με μέλι και να τα στέλνει. Σαν το μέλι ανθέων, σάρκινων, πνευματικών και άλλων. Ώσπου όλα να τα πιάσει η μουσική και να τα κάνει ένα. Να τα κάνει φωτιά που καίει σκότη και παράγει φως, άντε, ίσως και θερμότητα. Και μέλι. Και μέλισμα, και μουσική. Ψηλά και προς τα πάνω, με τον τρόπο της φλόγας και του κύματος που σκάει.

GatheRate

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Μ.Α.

Όλοι θα πεθάνετε
θα πεθάνετε όλοι
από τη ζέστη κι από τη δίψα
θα σας πιει τον ιδρώτα ο ήλιος
το κυκλοδίωκτο τέρας των ουρανών
θα σας στραγγίξει η δίψα
που ξεγελάτε με μπύρες ντόπιες.

Θα πεθάνετε όλοι
από την καύλα
κι από την κοροϊδία
κι από τις ματαιώσεις
και από την ευπρέπεια.
Θα πεθάνετε
από τη δίψα
από το φαρμακερό χώμα που εισπνέετε
και λέτε 'σκόνη'
κι έχει σοβατίσει τα πλεμόνια σας
από μέσα.

Θα πεθάνετε όλοι
περιμένοντας λεφτά
περιμένοντας τους άλλους
καρτερώντας μέρα νύχτα.
Αλειμμένοι λίπη κρεατένια
από μέσα
και απ' έξω
μαραγκιασμένοι και στεγνοί.

Θα στεγνώσετε και θα στραγγίξετε και θα καρανιάσετε
θα στραγγίξετε και θα στεγνώσετε και θα αποξηρανθείτε
σα λείψανα ολόσωμα κι άφθαρτα και σταφιδιασμένα.

Δε θα περπατάτε, δε θα μιλάτε, δε θα γαμάτε καν
αν και με τόσα μπούτια λαμπρά, στιλπνά, αγορασμένα.
Γιατί θα έχετε πεθάνει
όλοι.
Από τη ζέστη, από τη δίψα, από τη σκόνη.

Εκεί στην άκρη της ερήμου.

GatheRate