Διαβάζω τη βασανιστικά κακογραμμένη Νέα ερωτική αναρχία (1977): πρέπει κάποτε οι Γάλλοι να καταλάβουν ότι η μεταφορά δεν είναι επιχείρημα και να συνειδητοποιήσουν ότι οι ξεκάρφωτοι παραλληλισμοί, ο εκλεκτικισμός της ορολογίας και τα αχαλίνωτα ρητορικά γυρίσματα δε συνιστούν πραγμάτευση ενός θέματος. Τέλος πάντων, μια χαρά πορεύτηκαν κι οι Γάλλοι μέχρι εδώ, δε βαριέσαι.
Η Νέα ερωτική αναρχία (των Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ) επιδιώκει να περάσει ένα βασικό μήνυμα: μην κολλάτε στα μηχανικά του σεξ. Το μήνυμα ήταν πράγματι ανατρεπτικό την εποχή της "σεξουαλικής απελευθέρωσης" που γράφτηκε το βιβλίο: εποχή της θριαμβεύουσας τσόντας, των κατηγοριοποιήσεων (κολπικές εκ δεξιών, κλειτοριδικές εξ ευωνύμων), των χρονομέτρων κι οργασμομέτρων, της ορθόδοξης (αλλά καθόλου ιεραποστολικής) ερμηνείας του Βίλχελμ Ράιχ, των εικονογραφημένων λεξικών με στάσεις, της κομματικά συντεταγμένης παρτούζας. Ήταν τελικά, κατά τους Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ, εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης των αντρών, που φόρτωνε τις γυναίκες ακόμη μια ντουζίνα άγχη και προσταγές. Το μήνυμα του βιβλίου "μην κολλάτε στα μηχανικά, μην αγχώνεστε με τον οργασμό, ζήτω οι ηδονές!" είναι ωστόσο πιο διαχρονικό από όσο φαίνεται.
Νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες.
Η εποχή μας όμως είναι η εποχή του θριάμβου της διαμερισματοποίησης. Η συζήτηση για τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα ξεκινάει με βάση ένα σύστημα θυρίδων: οι γυναίκες (πάντα ριγμένες) είναι τουλάχιστον στρέιτ, αμφισεξουαλικές και λεσβίες, λεσβίες δε τουλάχιστον τεσσάρων κατηγοριών: λεσβίες ενεργητικές, λεσβίες παθητικές, λεσβίες μπουτς, λεσβίες φαμ. Και τι να πει κανείς για τις αποχρώσεις της δεδηλωμένης αμφιφυλοφιλίας, για τις τρανς γυναίκες, για τους τρανς άντρες, για τη Σαχάρα της αντρικής ετεροφυλοφιλίας (φαινομενικά ενιαίας αλλά όλο εκπλήξεις στο ανάγλυφο), για την λινναιική ταξινομία που έχουν επιβάλει στον εαυτό τους (;;) οι γκέι άντρες κτλ. με τη θεολογική λεπτότητα των διακρίσεών της.
Μία από τις αντιρρήσεις στην ένστασή μου για την πολυδιαμερισματοποίηση της ερωτικής συμπεριφοράς μας (γιατί πάει πια πολύ πέρα από το σεξ, τα μενού και την επιλογή μεζέδων) είναι και η εξής: ναι, αν ο άλλος / άλλη ξέρει ακριβώς τι θέλει; Αν λ.χ. στο 90% των περιπτώσεων θέλει π.χ. να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό ενώ εκείνη του ρίχνει σκαμπιλάκια κι εκείνος της δαγκώνει τα δαχτυλάκια, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες; Και αν, επιπλέον, θέλει να το επικοινωνήσει αυτό; Ποιος είμαι εγώ που θα μεμφθώ για επιλεκτικότητα γούστων τούς ανθρώπους που την έχουνε ψάξει τόσο τη σεξουαλικότητά τους; Κι ακόμα και αν προσάψω τρομερή έλλειψη φαντασίας και ανιαρή εμμονή σε κάποιον που -- για να μείνουμε στο παράδειγμα -- θέλει να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό κτλ. κτλ., ε, και τι έγινε; Για το σεξ μιλάμε: το αρεσούμενο του ανθρώπου το καλύτερο του κόσμου.
Σύμφωνοι. Η πρόσκληση να τα κάνουμε όλοι όλα με όλους, η προσταγή να είμαστε όλοι πολυσυλλεκτικοί και υπερανοιχτοί και να τα δοκιμάζουμε όλα και η ιαχή "ζήτω οι ηδονές!" είναι εξίσου κανονιστικές και ρυθμιστικές όσο λ.χ. και ο αυτοπεριορισμός στο κουτάκι "I like to dominate big women" του Robert Crumb. Με τη διαφορά ότι ο αυτοπεριορισμός του κάθε Crumb είναι αποτέλεσμα αναζήτησης, όπως και το να είσαι πολυσυλλεκτικός, και συνήθως πρόκεται για επιλογή στην οποία καταλήγεις μόνος σου και καθόλου μα καθόλου ανώδυνα σε πολλές περιπτώσεις.
Άρα, για ακόμα μια φορά, το πρόβλημα είναι κατά πόσον ετεροκαθορίζεσαι ή όχι. Είμαστε λοιπόν εντάξει με τα κουτάκια; Ενδεχομένως τα κουτάκια είναι μια χαρά, εάν θέλουμε να περιγράψουμε στα γρήγορα τι θέλουμε: κάτι αναγκαίο στα συμφραζόμενα των αγγελιών, του αγοραίου έρωτα ή του ψωνιστηριού. Από την άλλη, τα κουτάκια γίνονται ένας καινούργιος ετεροκαθορισμός, μια νέα ερωτική καταπίεση, όταν ο άλλος περιορίζεται από τα τοιχώματα του κουτιού στο οποίο πήγε κι εγκαταστάθηκε μόνος του.
Βεβαίως υπάρχει και ένα δεύτερο στοιχείο: αυτό του γιατί επιλέγουμε ό,τι επιλέγουμε. Εδώ υπεισέρχεται η ταλαιπωρία των απαξιωτικών ερμηνειών που προσφέρει ο ψυχολογισμός του ποδαριού. Παραθέτω παραδείγματα που έχω ακούσει: "α, δεν σου αρέσουν πράγματι οι άντρες που είναι έτσι κι έτσι, απλώς είχες πολυ ισχυρό / αδύναμο πατρικό πρότυπο", "α, δεν είσαι μπάι, κορίτσι μου, απλώς φοβάσαι τους άντρες", "α, παριστάνεις τον μπάι επειδή είσαι κρυφή αδερφή", "α, είσαι μάτσο και tough με τις γυναίκες γιατί υπεραναπληρώνεις που σε γαμάνε πατόκορφα στη δουλειά" -- και σταματάω εδώ. Αφήνω κατά μέρος τις αξιολογικές και απαξιωτικές κρίσεις που περιέχουνε οι "ερμηνείες" αυτές, το πόσο χονδροειδείς είναι. Άλλωστε και η "σοβαρή" επιστήμη της ψυχικής υγείας ιστορικά βαρύνεται με την απαξίωση ερωτικών συμπεριφορών, προσανατολισμών, πρακτικών και επιλογών: "θέλεις το Α γιατί κατά βάθος σου λείπει το Β". Ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το "κατά βάθος": είτε πειραματίζεται, είτε ψάχνεται, είτε γουστάρει κάποια / κάποιος, ούτε αγγαρείες κάνει ούτε θα συνεχίσει να ασχολείται εάν δεν του δίνει χαρά αυτό που κάνει. Η νόσος βρίσκεται στη στέρηση, στην άρνηση και στην απέχθεια -- κι ακόμα κι εκεί, όχι πάντα. Η νόσος δε βρίσκεται στο δόσιμο συνήθως. Ίσως στο τι επενδύουμε στο δόσιμο, όχι όμως στο ίδιο το δόσιμο και τους τρόπους του. Έτσι νομίζω, δεν ξέρω.
Επιστρέφοντας στα κουτάκια, ας πούμε ότι καταλήγω στο εξής: ας υποθέσουμε ότι η ερωτική μας ταυτότητα είναι πολύ προσεκτικά διαμορφωμένη, ότι διατυπώνουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας μετά από βιωματική επεξεργασία, αναστοχασμό, ηδονομετρική βαθμονόμηση, δοκιμή και πλάνη (πείτε στους άρρενες εφήβους ότι στη δοκιμή και πλάνη δεν πιάνεται το να επιλέγουν τα επιμέρους στοιχεία από τον οιονεί άπειρο τσελεμεντέ της τσόντας: άλλο κάνω, άλλο μπανίζω). Όπως και κάθε ταυτότητα, η ερωτική ταυτότητα είναι ωστόσο μια αφαίρεση που μετά τείνει να αυτονομείται και να καθοδηγεί τις επιλογές μας. Κάνοντας έναν παραλληλισμό: άλλο να λες "είμαι και Έλληνας και γαύρος", άλλο να λες "είμαι Έλληνας γαύρος": στην πρώτη περίπτωση έχεις κάτι κοινό και με τον Έλληνα βάζελο και με τον Αλβανό γαύρο -- στη δεύτερη με κανέναν από τους δύο.
Συνοψίζοντας, οι πολλαπλές ταυτότητες είναι παντού πραγματικότητα. Συνεπώς, όταν μιλάμε για ερωτικές ταυτότητες, ελαστικές διατυπώσεις ή αυτοπροσδιορισμοί όπως "μου αρέσουν οι γυναίκες", "μου αρέσουν οι άντρες", "μου αρέσει ό,τι μού γυαλίσει", "είμαι μονογαμικός μέχρι αποδείξεως του εναντίου", "είμαι πολυγαμικός" υπερτερούν. Και υπερτερούν ακριβώς γιατί δεν αποκλείουν a priori την έκπληξη, την ανατροπή, το ξάφνιασμα. Ή το να βαρεθείς, ρε αδερφέ, να σε έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνεις εσύ τον ρυθμό ενώ εκείνη σου ρίχνει σκαμπιλάκια κι εσύ της δαγκώνεις τα δάχτυλα, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες. Μπορεί κάποια στιγμή να θες να το γυρίσεις στο να δίνει εκείνη τον ρυθμό. Ή στο να καθήσεις κι εσύ σε μια καρέκλα, σαν άνθρωπος.
Η Νέα ερωτική αναρχία (των Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ) επιδιώκει να περάσει ένα βασικό μήνυμα: μην κολλάτε στα μηχανικά του σεξ. Το μήνυμα ήταν πράγματι ανατρεπτικό την εποχή της "σεξουαλικής απελευθέρωσης" που γράφτηκε το βιβλίο: εποχή της θριαμβεύουσας τσόντας, των κατηγοριοποιήσεων (κολπικές εκ δεξιών, κλειτοριδικές εξ ευωνύμων), των χρονομέτρων κι οργασμομέτρων, της ορθόδοξης (αλλά καθόλου ιεραποστολικής) ερμηνείας του Βίλχελμ Ράιχ, των εικονογραφημένων λεξικών με στάσεις, της κομματικά συντεταγμένης παρτούζας. Ήταν τελικά, κατά τους Μπρυκνέρ και Φινκελκρώ, εποχή της σεξουαλικής απελευθέρωσης των αντρών, που φόρτωνε τις γυναίκες ακόμη μια ντουζίνα άγχη και προσταγές. Το μήνυμα του βιβλίου "μην κολλάτε στα μηχανικά, μην αγχώνεστε με τον οργασμό, ζήτω οι ηδονές!" είναι ωστόσο πιο διαχρονικό από όσο φαίνεται.
Νομίζω ότι από τον καιρό του Κίνσεϋ το θέμα είναι λυμένο: είμαστε όλοι αμφισεξουαλικοί και όλοι πολυγαμικοί, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως ο καθένας. Επειδή ο καθένας μας είναι μοναδικός (όπως και να το δείτε το θέμα), συνέπεια της παραπάνω γενίκευσης είναι ότι υπάρχουν τόσοι σεξουαλικοί προσανατολισμοί όσοι και άνθρωποι. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις σεξουαλικές συμπεριφορές, που άλλωστε είναι και ζήτημα πολύ πιο σύνθετο: υπάρχουνε τόσες όσες και άνθρωποι. Ή και περισσότερες.
Η εποχή μας όμως είναι η εποχή του θριάμβου της διαμερισματοποίησης. Η συζήτηση για τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα ξεκινάει με βάση ένα σύστημα θυρίδων: οι γυναίκες (πάντα ριγμένες) είναι τουλάχιστον στρέιτ, αμφισεξουαλικές και λεσβίες, λεσβίες δε τουλάχιστον τεσσάρων κατηγοριών: λεσβίες ενεργητικές, λεσβίες παθητικές, λεσβίες μπουτς, λεσβίες φαμ. Και τι να πει κανείς για τις αποχρώσεις της δεδηλωμένης αμφιφυλοφιλίας, για τις τρανς γυναίκες, για τους τρανς άντρες, για τη Σαχάρα της αντρικής ετεροφυλοφιλίας (φαινομενικά ενιαίας αλλά όλο εκπλήξεις στο ανάγλυφο), για την λινναιική ταξινομία που έχουν επιβάλει στον εαυτό τους (;;) οι γκέι άντρες κτλ. με τη θεολογική λεπτότητα των διακρίσεών της.
Μία από τις αντιρρήσεις στην ένστασή μου για την πολυδιαμερισματοποίηση της ερωτικής συμπεριφοράς μας (γιατί πάει πια πολύ πέρα από το σεξ, τα μενού και την επιλογή μεζέδων) είναι και η εξής: ναι, αν ο άλλος / άλλη ξέρει ακριβώς τι θέλει; Αν λ.χ. στο 90% των περιπτώσεων θέλει π.χ. να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό ενώ εκείνη του ρίχνει σκαμπιλάκια κι εκείνος της δαγκώνει τα δαχτυλάκια, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες; Και αν, επιπλέον, θέλει να το επικοινωνήσει αυτό; Ποιος είμαι εγώ που θα μεμφθώ για επιλεκτικότητα γούστων τούς ανθρώπους που την έχουνε ψάξει τόσο τη σεξουαλικότητά τους; Κι ακόμα και αν προσάψω τρομερή έλλειψη φαντασίας και ανιαρή εμμονή σε κάποιον που -- για να μείνουμε στο παράδειγμα -- θέλει να τον έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνει αυτός τον ρυθμό κτλ. κτλ., ε, και τι έγινε; Για το σεξ μιλάμε: το αρεσούμενο του ανθρώπου το καλύτερο του κόσμου.
Σύμφωνοι. Η πρόσκληση να τα κάνουμε όλοι όλα με όλους, η προσταγή να είμαστε όλοι πολυσυλλεκτικοί και υπερανοιχτοί και να τα δοκιμάζουμε όλα και η ιαχή "ζήτω οι ηδονές!" είναι εξίσου κανονιστικές και ρυθμιστικές όσο λ.χ. και ο αυτοπεριορισμός στο κουτάκι "I like to dominate big women" του Robert Crumb. Με τη διαφορά ότι ο αυτοπεριορισμός του κάθε Crumb είναι αποτέλεσμα αναζήτησης, όπως και το να είσαι πολυσυλλεκτικός, και συνήθως πρόκεται για επιλογή στην οποία καταλήγεις μόνος σου και καθόλου μα καθόλου ανώδυνα σε πολλές περιπτώσεις.
Άρα, για ακόμα μια φορά, το πρόβλημα είναι κατά πόσον ετεροκαθορίζεσαι ή όχι. Είμαστε λοιπόν εντάξει με τα κουτάκια; Ενδεχομένως τα κουτάκια είναι μια χαρά, εάν θέλουμε να περιγράψουμε στα γρήγορα τι θέλουμε: κάτι αναγκαίο στα συμφραζόμενα των αγγελιών, του αγοραίου έρωτα ή του ψωνιστηριού. Από την άλλη, τα κουτάκια γίνονται ένας καινούργιος ετεροκαθορισμός, μια νέα ερωτική καταπίεση, όταν ο άλλος περιορίζεται από τα τοιχώματα του κουτιού στο οποίο πήγε κι εγκαταστάθηκε μόνος του.
Βεβαίως υπάρχει και ένα δεύτερο στοιχείο: αυτό του γιατί επιλέγουμε ό,τι επιλέγουμε. Εδώ υπεισέρχεται η ταλαιπωρία των απαξιωτικών ερμηνειών που προσφέρει ο ψυχολογισμός του ποδαριού. Παραθέτω παραδείγματα που έχω ακούσει: "α, δεν σου αρέσουν πράγματι οι άντρες που είναι έτσι κι έτσι, απλώς είχες πολυ ισχυρό / αδύναμο πατρικό πρότυπο", "α, δεν είσαι μπάι, κορίτσι μου, απλώς φοβάσαι τους άντρες", "α, παριστάνεις τον μπάι επειδή είσαι κρυφή αδερφή", "α, είσαι μάτσο και tough με τις γυναίκες γιατί υπεραναπληρώνεις που σε γαμάνε πατόκορφα στη δουλειά" -- και σταματάω εδώ. Αφήνω κατά μέρος τις αξιολογικές και απαξιωτικές κρίσεις που περιέχουνε οι "ερμηνείες" αυτές, το πόσο χονδροειδείς είναι. Άλλωστε και η "σοβαρή" επιστήμη της ψυχικής υγείας ιστορικά βαρύνεται με την απαξίωση ερωτικών συμπεριφορών, προσανατολισμών, πρακτικών και επιλογών: "θέλεις το Α γιατί κατά βάθος σου λείπει το Β". Ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το "κατά βάθος": είτε πειραματίζεται, είτε ψάχνεται, είτε γουστάρει κάποια / κάποιος, ούτε αγγαρείες κάνει ούτε θα συνεχίσει να ασχολείται εάν δεν του δίνει χαρά αυτό που κάνει. Η νόσος βρίσκεται στη στέρηση, στην άρνηση και στην απέχθεια -- κι ακόμα κι εκεί, όχι πάντα. Η νόσος δε βρίσκεται στο δόσιμο συνήθως. Ίσως στο τι επενδύουμε στο δόσιμο, όχι όμως στο ίδιο το δόσιμο και τους τρόπους του. Έτσι νομίζω, δεν ξέρω.
Επιστρέφοντας στα κουτάκια, ας πούμε ότι καταλήγω στο εξής: ας υποθέσουμε ότι η ερωτική μας ταυτότητα είναι πολύ προσεκτικά διαμορφωμένη, ότι διατυπώνουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας μετά από βιωματική επεξεργασία, αναστοχασμό, ηδονομετρική βαθμονόμηση, δοκιμή και πλάνη (πείτε στους άρρενες εφήβους ότι στη δοκιμή και πλάνη δεν πιάνεται το να επιλέγουν τα επιμέρους στοιχεία από τον οιονεί άπειρο τσελεμεντέ της τσόντας: άλλο κάνω, άλλο μπανίζω). Όπως και κάθε ταυτότητα, η ερωτική ταυτότητα είναι ωστόσο μια αφαίρεση που μετά τείνει να αυτονομείται και να καθοδηγεί τις επιλογές μας. Κάνοντας έναν παραλληλισμό: άλλο να λες "είμαι και Έλληνας και γαύρος", άλλο να λες "είμαι Έλληνας γαύρος": στην πρώτη περίπτωση έχεις κάτι κοινό και με τον Έλληνα βάζελο και με τον Αλβανό γαύρο -- στη δεύτερη με κανέναν από τους δύο.
Συνοψίζοντας, οι πολλαπλές ταυτότητες είναι παντού πραγματικότητα. Συνεπώς, όταν μιλάμε για ερωτικές ταυτότητες, ελαστικές διατυπώσεις ή αυτοπροσδιορισμοί όπως "μου αρέσουν οι γυναίκες", "μου αρέσουν οι άντρες", "μου αρέσει ό,τι μού γυαλίσει", "είμαι μονογαμικός μέχρι αποδείξεως του εναντίου", "είμαι πολυγαμικός" υπερτερούν. Και υπερτερούν ακριβώς γιατί δεν αποκλείουν a priori την έκπληξη, την ανατροπή, το ξάφνιασμα. Ή το να βαρεθείς, ρε αδερφέ, να σε έχει η γυναίκα κάτω αλλά να δίνεις εσύ τον ρυθμό ενώ εκείνη σου ρίχνει σκαμπιλάκια κι εσύ της δαγκώνεις τα δάχτυλα, ενώ παίζει τσόντες με γιαπωνέζες. Μπορεί κάποια στιγμή να θες να το γυρίσεις στο να δίνει εκείνη τον ρυθμό. Ή στο να καθήσεις κι εσύ σε μια καρέκλα, σαν άνθρωπος.