Στην προσπάθειά μου να μορφώσω κι εγώ τη νεολαία και να αναβιώσω, έστω κι ατελώς, τη Μεγάλη Χαρακτηρογραφία της Οδού Φραγκοκκλησιάς, είπα να μοιραστώ την πείρα μου μαζί σας.
Έχουμε και λέμε λοιπόν για σήμερα: οι τέσσερις βασικές κατηγορίες άντρα πέφτουλα.
Πρώτος είναι ο
Κάπρος. Απαραίτητη διευκρίνιση: ο Κάπρος δεν είναι απαραίτητο να μοιάζει με κάπρο. Ενδεχομένως να είναι και συμπαθητικός, όπως είναι ο Πούμπα (ξέρω ότι ο Πούμπα είναι τάπιρος, μην κολλάτε σ' αυτά). Ενδεχομένως ο Κάπρος να μην έχει καν προκοίλι 360 μοιρών. Πλην όμως, είναι κάπρος: εφορμά με ποδοβολητό ντουγρού πάνω στην άτυχη γυναίκα. Ευθεία. Και πάλι, βάλτε λίγη φαντασία: δεν ορμάει ντε και καλά να πέσει πάνω της και να την καβαλήσει, όπως όταν παίζουμε μακριά γαϊδούρα. Αλλά λ.χ. θα φύγει από τη μια μεριά του μπαρ, στην Πανόρμου κάπου, και ζμπρώχνοντας και λέγοντας 'σ'γνώμη' θα φτάσει στην απέναντι μεριά, κάτω από το καντήλι-άποψη που καίει εντοιχισμένο. Εκεί θα σταθεί, μπροστά στην ξανθή αγαπημένη παναγιά, και θα αρχίσει να της μιλάει. Ή θα κολλήσει πάνω της, τόσο όσο να της ζέχνει το χέιγκ στην καπρική ανάσα του. Ή θα της πει "να κεράσω τίποτα κοπελιάαα;" Τέτοια πράγματα, το αντίστοιχο του κάπρου που ορμά να ξεκοιλιάσει με τους χαυλιόδοντές του. Έτσι κι εδώ ο Κάπρος, με τον χαυλιόδοντα σε έπαρση κι ελπιδοφόρο. Ο Κάπρος, όταν είναι με άλλους αρσενικούς Κάπρους και βόσκει φραπέ στην Νέα Σμύρνη ή ανεβοκατεβαίνει εποχούμενος τις ωραίες μεγάλες λεωφόρους της πόλης μας, είναι αυτός που θα φωνάξει "τι μανάρα είσαι εσύ, μουνάρα μου;" (ή και "τι μουνάρα είσαι εσύ, μανάρα μου;"), "πώπωπωπωπωπωπω μια κωλάρα", "θα-στ-σκισ-στα-δύο", "τ' είσαι συ μωρό μου;", "τούμπανοοοοοοο" κτλ. Όχι στα πλαίσια μιας μάτσο αγελαίας δεν ξέρω τι συμπεριφοράς ή ενός χομοσόσιαλ βαρβατέ μπρο κατιτίς. Όχι. Θα τα φωνάξει αυτά στη διερχόμενη που
προκαλεί με το κολάν, το μίνι, το φορεματάκι το καλοκαιρινό, το μπουστάκι, το ινδικό μάξι, το τζην, το σακί λιπάσματος, την κελεμπία επειδή
στ' αλήθεια πιστεύει ότι
αυτό είναι πέσιμο, ότι το αντικείμενο του στιγμιαίου και εφήμερου πόθου του θα σταματήσει ό,τι κάνει και θα έρθει να καθήσει στα γόνατά του να του τριφτεί, σαν γατί σε χέρι σαρδελόφορο. Ή ότι θα ρίξει ένα γερό σπριντ να κυνηγήσει το καγκουρομομπίλ στο οποίο επιβαίνει ο επιβήτορας κάπρος μέχρι να τον πιάσει ("στάσου, μύγδαλα!", αλλά αντεστραμμένο). Ναι, το πιστεύει. Ότι έτσι βγάζεις γκόμενα. Γι' αυτό είναι Κάπρος, porcus syagris, ή πώς τον έλεγε ο Οβελίξ.
Ακολουθεί ο
Κυνηγός. Ο Κυνηγός είναι κυνηγός. Δηλαδή, αντίθετα με τον Κάπρο, ξέρει ότι υπάρχει κι άλλη προσέγγιση πέραν της κατά μέτωπον εφόρμησης και του κατά πάνω. Υπάρχει λ.χ. η παγάνα (αν και ο Κυνηγός είναι μοναχικός). Υπάρχει το καραούλι. Υπάρχει και το "βγαίνω στο χωράφι κι όποιον πάρουνε τα σκάγια" (σκάγια, όχι φλόκια, όχι ακόμα). Υπάρχει η ενέδρα με καμουφλάζ. Υπάρχουνε τέλος τα δόκανα, αλλά ο σωστός ο Κυνηγός είναι γυμναστηρίου, παίρνει και βοηθήματα, κάτι ματζούνια σφιχτικά ή έστω αυτές τις πρωτεϊνούχες σοκολάτες που έχουνε γεύση συκωτάκια-κοτομπουκιά. Ο Κυνηγός είναι με τισέρτ και φανελάκια τόσο όσο (γιατί άμα θες τέλειο σώμα, κοπελιά, υπάρχουνε και οι γκέιδες -- χαχά). Άρα περιφρονεί εκ φύσεως ανδρικής το δόκανο και είναι της ενεργού δράσης: κυκλοφορεί, περιπολεί, ψάχνει. Κατοπτεύει τον χώρο, ο Κυνηγός δουλεύει με βάση το τεραίν: μαγαζί στο οποίο θα μπορεί να εξασκήσει το άθλημα, παραλία χωρίς πολλές οικογένειες αλλά όχι και ζευγαροχαρά, μπαρ για ψυχές απελπισμένες. Εκεί γραδάρει για θήραμα, επιλέγει κάποια όχι πολύ πάνω από τα κυβικά του αλλά όχι και σπουργίτι, μετά σημαδεύει και κάνει την κίνηση. Ο Κυνηγός, είπαμε, είναι πάνω απ' όλα
άντρας. Δηλαδή
ξέρει. Δηλαδή έχει πολλές εμπειρίες και πολλές ιστορίες, όλες από το κυνήγι. Διαθέτει βεβαίως και κράχτες -- γυαλί μαύρο μέσα στη νύχτα της παραλιακής, ducati δανεικιά, ρολόι ωραιότατο 3 χιλιάρικα, απαραίτητο για την αγαπημένη του ιστιοπλοΐα. Και ως Κυνηγός ξέρει: "τ
ου κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είν' αδειανό και μια φορά γεμάτο". Οπότε, καλού κακού, όπως ο κυνηγός ξέρει τον καλό τον εχέμυθο χασάπη με ορτύκια εκτροφής και φασιανό καλαμποκοθρεμμένο, έτσι ξέρει και αυτός 4-5 καλά μαγαζά στη Συγγρού που σερβίρουν φραπέ και παίζουνε κλαρίνο. Ο Κυνηγός πάντως έχει αυτό που έχει και ο Κάπρος: θάρρος. Ο Κυνηγός όμως έχει κι επιμονή -- δεν τον τρομάζει η περιπλάνηση με το όπλο στο χέρι. Έχει πολλή επιμονή ο Κυνηγός. Πολλή. Υπομονή κι επιμονή.
Ιδανικά, ο
Αρμάνης θα ζούσε σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο, άντε, να πούμε σέπια. Έτσι θα τονιζόταν το γυαλί του, το μαλλί του το τίμιο και περιποιημένο, η επιμελώς ατημέλητη νάιντιζ αξυρισιά του ή το απαστράπτον ξύρισμα κόντρα και -- πάνω απ' όλα -- η κουστουμιά. Η κομψότητα η ίδια. Το στυλ το σωστό το αντρικό. Κουστούμι ρε σεις. Διότι ο άντρας είναι κουστούμι (που τη λέει 'κοστούμι', γιατί ο Αρμάνης δεν είναι κανας κλαρινογαμπρός) και παπούτσια. Και το άσπρο το πουκάμισο από κάτω, που το σιδέρωνε η μάνα του μέχρι τελευταία στιγμή. Ο Αρμάνης συνήθως ξέρει ότι la veste met bas (και πού να το αφήσει άλλωστε, τρεις μισθούς τού κόστισε), γνωρίζει και ότι a gentleman will walk but never run, αναπόφευκτα με το σκαρπίνι-φέρετρο που φοράει. Κινείται αργά ο υπέρκομψος, αποφεύγει να μιλάει (το πολύ να πει κανα "καλησπέρα" χαμηλά στο κλειδί του φα) και δεν ακολουθεί ποτέ τον στόχο του, απλώς πλέει μέσα σε ένα σύννεφο κουλιάς και Dior, παραμένοντας μέσα στο οπτικό πεδίο της ύπαρξης που έχει βάλει στο μάτι. Αν υπάρξουν καθυστερήσεις κι άρχισει να γουργουρίζει ο στόμαχος, κοιτάει με νόημα προς την ύπαρξη, αφού βγάλει το γυαλί με το αριστερό χέρι, για να φανεί το ρολόι το σωστό, με λουρί πέτσινο και καντράν απροσδιόριστα κυριλέ. Κοιτάει με νόημα αλλά δεν κοιτάει ποτέ εκεί που την πέφτει, παρά πάντοτε δύο κλικ πιο αριστερά, να περνιέται για στραβισμός απολλώνιος ή για βλέμμα απλανές μοντέλου του Campari. Γιατί βεβαίως ο Αρμάνης πίνει negroni και δεν ιδρώνει. Ποτέ. Κι αν υπάρχει μπαλκόνι, κι εκεί negroni. Ή κάτι αντίστοιχα κουλ και ψαγμένο. Αν και χαρακτηρίσαμε πέφτουλα τον Αρμάνη, ο ίδιος δε θα το παραδεχτεί ποτέ: είναι απλώς ο κουλ και προσεκτικά συγκεκαλυμμένα αρτιστίκ εαυτός του. Είναι αυτός που είναι. Αν του κάτσει η ύπαρξη, φταίει η ακατάσχετη γοητεία του, το είναι του. Αν όχι, κύριος ήρθε και κύριος φεύγει.
Τέλος, ο
Γκουρούς. Ο Γκουρούς είναι φαλακρός ή ασπρομάλλης, πολλές φορές και τα δύο. Ο Γκουρούς μιλάει αργά, με φωνή όλο άρθρωση σωστή -- ή ψευδίζει καίρια. Ο Γκουρούς έχει μεγάλο κεφάλαιο, συνήθως μόνο πνευματικό, ντύνεται όπως να 'ναι, γιατί έχει κεφάλαιο πνευματικό και ελεεινό γούστο, ενώ περιβάλλεται από αυλή μαθητριών του: τη Μάρθα, τη Μαρία και το Κακό Συναπάντημα -- αυτή η τελευταία είναι κάποια με τσιριχτή φωνή και με αποστολή να αντιφωνεί τα μεγάλα και βαθιά και ευφυή χαριτολογήματα του Γκουρού, ώστε οι άλλες να τον κοιτάζουν απερίσπαστες με μάτια γουρλωμένα, παραπονεμένα. Ο Γκουρούς ξέρει τη ζωή, ξέρει και τα βιβλία. Ξέρει και τις γυναίκες, α, ναι! Ο Γκουρούς ξέρει. Ο Γκουρούς
είναι ο Παλιός που μας έλεγαν στον Στρατό, ο αρχετυπικός. Όταν δεν χαριτολογεί, μιλάει για θέματα βαριά και σοβαρά, αλλά για λίγο και με τέμπο και με τέλειο κοντρόλ στη φωνή, τόσο όσο χρειάζεται για να φανεί το μέγεθος του μυαλού του. Ο Γκουρούς δεν κοιτάζει λιγούρικα, βοηθάει κι η πρεσβυωπία, ενώ αγαπάει το αλκοόλ και φροντίζει να το μοιράζεται απλόχερα ιδίως με αυτές τις 3-4 που έχει σταμπάρει. Γιατί, από όλους τους πέφτουλες, ο Γκουρούς είναι ο σοφότερος: δε βάζει ποτέ όλα τα αυγά του σε ένα καλάθι. Επίσης, προτιμάει τις παντρεμένες, αφού εκτός απροόπτου δεν έχουν απαιτήσεις ή τη δυνατότητα να γίνουν περισπάσεις. Άλλωστε ο Γκουρούς έχει πνευματικό κεφάλαιο: εξέδωσε μια ποιητική συλλογή στα 23 (είχε αφήσει έντονες εντυπώσεις), κάνει το διδακτορικό του από τον καιρό που ήταν υπουργός ο Κοντογιαννόπουλος, ενδεχομένως δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, έχει παίξει στο θέατρο δίπλα στον Κιμούλη, γράφει σε σοβαρή αθηναϊκή εφημερίδα, μετέφρασε τα άπαντα του Λοκ αλλά δεν τα εξέδωσε γιατί δεν τον ικανοποιεί τελικά η μετάφρασή του. Στα νιάτα του ο Γκουρούς έλιωσε στο χερογλύκανο και στο φέιμους με πάγο, και τώρα αναπληρώνει όσο μπορεί: το μπόι που του λείπει το 'χει σε μυαλό. Ή έτσι ακούγεται τουλάχιστον.