Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
Ο κόσμος όλος
Περπατούσα στο κέντρο σήμερα. Στο χέρι μου είχα μια μεταξοτυπία που κέρδισα τον Δεκέμβριο του 2009 και μόλις αξιώθηκα να παραλάβω, έναν κουμπαρά και -- κατόπιν -- βιβλία και ντιβιντί. Περπάτησα αρκετά και χαιρόμουν, έκανα πάλι την απατηλή σκέψη ότι όσο θα μπορώ να ανεβοκατεβαίνω την Πανεπιστημίου περπατώντας και να κοιτάζω τους ανθρώπους θα αισθάνομαι ελεύθερος.
Εκεί που ανέπνεα το ψιλόβροχο και χάζευα τα πλήθη, το μάτι μου πήρε έναν ζητιάνο με ένα παιδί. Συζητούσα την παγκόσμια συνήθεια να ζητιανεύεις τραβολογώντας κι ένα παιδάκι για να εκβιάσεις τους περαστικούς με μια φίλη πριν μήνες και με τον Βυτίο πριν λίγες μέρες. Εδώ όμως συνέβαινε κάτι άλλο: και το παιδί, αρκετά μεγάλο, και ο ζητιάνος, μάλλον νέος, σχεδόν κοιμόντουσαν σφιχταγκαλιασμένοι, σαν να κρύωναν. Αναστατώθηκα κι ανοίχτηκαν τα μάτια μου: θυμήθηκα τον "πεινάωπεινάωπεινάωπεινάωπεινάωπεινάωπεινάω", πρόσεξα αυτόν που φωνάζει και κυνηγάει τους περαστικούς σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι του με τα χέρια και πατώντας τα πόδια του στο πεζοδρόμιο, ξαναείδα αυτήν που παρακαλάει σε στάση εδαφιαίας μετάνοιας: συνειδητοποίησα ότι η εξάσκηση της επαιτείας έχει επιστρέψει στις δραματικές ερμηνείες της παιδικής μου ηλικίας, σε λατινοαμερικάνικες επιδείξεις ουλών, πληγών και κάθε λογής φλύκταινας.
Δεν είναι αισθητικό το πρόβλημά μου "αχ, καλέ, τι απωθητικοί που είναι αυτοί οι ζητιάνοι" -- στο κάτω-κάτω στο Λονδίνο ενηλικιώθηκα συναισθηματικά, εκεί όπου οι άστεγοι αργοσβήνουν καθώς εξαχνώνονται στο κρύο, εκεί όπου δεν υπάρχουν αδέσποτα σκυλιά παρά μόνον αδεσποτοι άνθρωποι. Απλώς αισθάνομαι θλίψη και ταραχή στη σκέψη ότι κάποιοι ζητιάνοι μάλλον δεν είναι επαγγελματίες κι ότι μάλλον έχουν πραγματική ανάγκη. Κυρίως με αφορμή τον τύπο που μισοκοιμόταν αγκαλιασμένος με το παιδάκι.
Στο σπίτι άνοιξα την τηλεόραση, η ναυτία από τις ίδιες επαναλαμβανόμενες διαφημίσεις. Η προσποιητή και βεβιασμένη χαρά των εκμπομπών. Τα τεχνητά μούτρα του ενός και του άλλου. Οι κόσμοι που πλασάρονται σε εξαθλιωμένους συνταξιούχους, σε άνεργους, σε νοικοκυρές, σε πηγμένους εργαζόμενους: η τηλεόραση με τα στημένα γλέντια της, η τηλεόραση που μιλάει για την τηλεόραση και για την ελλειμματική ευφυία του κόσμου της τηλεόρασης (και πόσο κωμική είναι), η τηλεόραση που παρουσιάζει συνταγές που δεν μπορεί κανείς να μαγειρέψει, που μας εξηγεί επιστημονικώς γιατί μετά από τόσους μήνες κρίσης οι πλούσιοι απλώς ξεβολεύτηκαν και πάνε στην Αράχωβα αντί για τη Βιέννη τα Χριστούγεννα, ενώ όλοι οι άλλοι πρέπει απλώς να πεινάσουν.
Θα το ξαναρίξω στο διάβασμα και στα βιβλία.
Βιβλιογραφία: Ξυδάκης, Βυτίος, παλαιό 1, παλαιό 2.
Εκεί που ανέπνεα το ψιλόβροχο και χάζευα τα πλήθη, το μάτι μου πήρε έναν ζητιάνο με ένα παιδί. Συζητούσα την παγκόσμια συνήθεια να ζητιανεύεις τραβολογώντας κι ένα παιδάκι για να εκβιάσεις τους περαστικούς με μια φίλη πριν μήνες και με τον Βυτίο πριν λίγες μέρες. Εδώ όμως συνέβαινε κάτι άλλο: και το παιδί, αρκετά μεγάλο, και ο ζητιάνος, μάλλον νέος, σχεδόν κοιμόντουσαν σφιχταγκαλιασμένοι, σαν να κρύωναν. Αναστατώθηκα κι ανοίχτηκαν τα μάτια μου: θυμήθηκα τον "πεινάωπεινάωπεινάωπεινάωπεινάωπεινάωπεινάω", πρόσεξα αυτόν που φωνάζει και κυνηγάει τους περαστικούς σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι του με τα χέρια και πατώντας τα πόδια του στο πεζοδρόμιο, ξαναείδα αυτήν που παρακαλάει σε στάση εδαφιαίας μετάνοιας: συνειδητοποίησα ότι η εξάσκηση της επαιτείας έχει επιστρέψει στις δραματικές ερμηνείες της παιδικής μου ηλικίας, σε λατινοαμερικάνικες επιδείξεις ουλών, πληγών και κάθε λογής φλύκταινας.
Δεν είναι αισθητικό το πρόβλημά μου "αχ, καλέ, τι απωθητικοί που είναι αυτοί οι ζητιάνοι" -- στο κάτω-κάτω στο Λονδίνο ενηλικιώθηκα συναισθηματικά, εκεί όπου οι άστεγοι αργοσβήνουν καθώς εξαχνώνονται στο κρύο, εκεί όπου δεν υπάρχουν αδέσποτα σκυλιά παρά μόνον αδεσποτοι άνθρωποι. Απλώς αισθάνομαι θλίψη και ταραχή στη σκέψη ότι κάποιοι ζητιάνοι μάλλον δεν είναι επαγγελματίες κι ότι μάλλον έχουν πραγματική ανάγκη. Κυρίως με αφορμή τον τύπο που μισοκοιμόταν αγκαλιασμένος με το παιδάκι.
Στο σπίτι άνοιξα την τηλεόραση, η ναυτία από τις ίδιες επαναλαμβανόμενες διαφημίσεις. Η προσποιητή και βεβιασμένη χαρά των εκμπομπών. Τα τεχνητά μούτρα του ενός και του άλλου. Οι κόσμοι που πλασάρονται σε εξαθλιωμένους συνταξιούχους, σε άνεργους, σε νοικοκυρές, σε πηγμένους εργαζόμενους: η τηλεόραση με τα στημένα γλέντια της, η τηλεόραση που μιλάει για την τηλεόραση και για την ελλειμματική ευφυία του κόσμου της τηλεόρασης (και πόσο κωμική είναι), η τηλεόραση που παρουσιάζει συνταγές που δεν μπορεί κανείς να μαγειρέψει, που μας εξηγεί επιστημονικώς γιατί μετά από τόσους μήνες κρίσης οι πλούσιοι απλώς ξεβολεύτηκαν και πάνε στην Αράχωβα αντί για τη Βιέννη τα Χριστούγεννα, ενώ όλοι οι άλλοι πρέπει απλώς να πεινάσουν.
Θα το ξαναρίξω στο διάβασμα και στα βιβλία.
Βιβλιογραφία: Ξυδάκης, Βυτίος, παλαιό 1, παλαιό 2.
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
Moshiach Forever
Επιστρέφω στην εκτενή επικαιρότητα γιατί ο Ρακάσας με παρακάλεσε να σταματήσω να γράφω συνέχεια για το σεξ (μπάχαχαχαχα). Επίσης, μάλλον για να μου φτιάξει το κέφι, μου θύμισε κι αυτό.
Αναρωτήθηκε προχτές ο ολντμπόυ πώς θα τελειώσει η παρούσα κατάσταση. Να σημειώσω εδώ ότι στο παρελθόν υπήρξε (εκνευριστικά) αισιόδοξος και πεποίθησή του ήτανε για χρόνια ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο νομίζουμε. Ο Δύτης πάντως έχει μια απάντηση, όχι ιδιαίτερα ευχάριστη.
Ο Δύτης μάς θυμίζει την αδυναμία που έχουν οι νεοέλληνες στους μεσσίες. Εγώ θυμάμαι μέλη της πρωην βασιλικής οικογένειας -- Γεώργιο Α', Κωνσταντίνο Α', Γεώργιο Β' (δις), τον Βενιζέλο, τον Γ. Παπανδρέου, τον Γ. Παπαδόπουλο (τον οποίο κάποιοι περιμένουνε να αναστηθεί, ως σωστός μεσσίας που είναι), τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Μέχρι κι ο Μητσοτάκ πλασαρίστηκε ως μεσσίας για μερικούς μήνες. Πάντως ένας Κώστας ή ένας Γιώργος θα μας σώσει, συνήθως.
Δεν μπορώ να πω ότι φοβάμαι ακριβώς. Εκ του ασφαλούς δε φοβάμαι. Απλώς τριγυρνάω στην πόλη μελαγχολικός και κοιτάζω γύρω μου με μάτια μάνγκα. Αν μη τι άλλο, επιτέλους έγινε καταφανές το υπερπεντηκονταετές έλλειμμα σκέψης και στοχασμού στην Ελλάδα, συνέπεια του ελλείμματος και της μονομέρειας της Παιδείας, που γράφαμε και στις εκθέσεις κάποτε. Καταντήσαμε, για να το πω ωμά, να πλασάρονται το ΚΚΕ, ο Λάκης, ο Ανδριανόπουλος, ο Μάνος, ο Κασιμάτης, ο Γιανναράς και το Σκάι ως παραγωγοί πολιτικού λόγου.
(Πολύ καλό το βιντεάκι για τη χρήση των προθέσεων στην ελληνική γλώσσα απόψε στο Ράδιο Αρβύλα. Μπράβο παιδιά.)
Αναρωτήθηκε προχτές ο ολντμπόυ πώς θα τελειώσει η παρούσα κατάσταση. Να σημειώσω εδώ ότι στο παρελθόν υπήρξε (εκνευριστικά) αισιόδοξος και πεποίθησή του ήτανε για χρόνια ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο νομίζουμε. Ο Δύτης πάντως έχει μια απάντηση, όχι ιδιαίτερα ευχάριστη.
Ο Δύτης μάς θυμίζει την αδυναμία που έχουν οι νεοέλληνες στους μεσσίες. Εγώ θυμάμαι μέλη της πρωην βασιλικής οικογένειας -- Γεώργιο Α', Κωνσταντίνο Α', Γεώργιο Β' (δις), τον Βενιζέλο, τον Γ. Παπανδρέου, τον Γ. Παπαδόπουλο (τον οποίο κάποιοι περιμένουνε να αναστηθεί, ως σωστός μεσσίας που είναι), τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Μέχρι κι ο Μητσοτάκ πλασαρίστηκε ως μεσσίας για μερικούς μήνες. Πάντως ένας Κώστας ή ένας Γιώργος θα μας σώσει, συνήθως.
Δεν μπορώ να πω ότι φοβάμαι ακριβώς. Εκ του ασφαλούς δε φοβάμαι. Απλώς τριγυρνάω στην πόλη μελαγχολικός και κοιτάζω γύρω μου με μάτια μάνγκα. Αν μη τι άλλο, επιτέλους έγινε καταφανές το υπερπεντηκονταετές έλλειμμα σκέψης και στοχασμού στην Ελλάδα, συνέπεια του ελλείμματος και της μονομέρειας της Παιδείας, που γράφαμε και στις εκθέσεις κάποτε. Καταντήσαμε, για να το πω ωμά, να πλασάρονται το ΚΚΕ, ο Λάκης, ο Ανδριανόπουλος, ο Μάνος, ο Κασιμάτης, ο Γιανναράς και το Σκάι ως παραγωγοί πολιτικού λόγου.
(Πολύ καλό το βιντεάκι για τη χρήση των προθέσεων στην ελληνική γλώσσα απόψε στο Ράδιο Αρβύλα. Μπράβο παιδιά.)
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010
Απαξιώσεις
Πάντως, για τη γενικευμένη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών συλλήβδην (που είναι η αιτία που έδειραν τον κακομοίρη) δε φταίει ούτε ο Συνασπισμός, ούτε τα σκάνδαλα ούτε η "βία της μεταπολίτευσης".
Φταίνε οι παντοειδείς λαϊκιστές δημαγωγοί (λ.χ. τύπου Λαζόπουλος) που εδώ και δεκαετίες βρίζουνε "τους πολιτικούς" και καλλιεργούν τον επιθεωρησάδικο λόγο εναντίον τους (πώς "μας γαμάνε", πώς "τρώνε" κττ), συνέπεια του οποίου είναι και η σικάτη εκλογική αποχή. Αλλιώς ξύλο θα έτρωγαν ο Πάγκαλος και ο Ρουσσόπουλος, όπως μου έλεγε χτες κι ένας ταξιτζής.
Είμαστε η χώρα του baby and bathwater: με αφορμή την αναγκαία εξυγίανση, εξολοθρεύονται οι εργαζόμενοι (κυριολεκτικά: να δούμε λ.χ. τι σύστημα υγείας θα έχουμε σε 5 χρονάκια). Για 30-50 λεχρίτες βάζουμε όλους τους "πολιτικούς", τους "τρακόσιους", το "μπουρδέλο τη Βουλή" κτλ. στο ίδιο καζάνι.
Φταίνε οι παντοειδείς λαϊκιστές δημαγωγοί (λ.χ. τύπου Λαζόπουλος) που εδώ και δεκαετίες βρίζουνε "τους πολιτικούς" και καλλιεργούν τον επιθεωρησάδικο λόγο εναντίον τους (πώς "μας γαμάνε", πώς "τρώνε" κττ), συνέπεια του οποίου είναι και η σικάτη εκλογική αποχή. Αλλιώς ξύλο θα έτρωγαν ο Πάγκαλος και ο Ρουσσόπουλος, όπως μου έλεγε χτες κι ένας ταξιτζής.
Είμαστε η χώρα του baby and bathwater: με αφορμή την αναγκαία εξυγίανση, εξολοθρεύονται οι εργαζόμενοι (κυριολεκτικά: να δούμε λ.χ. τι σύστημα υγείας θα έχουμε σε 5 χρονάκια). Για 30-50 λεχρίτες βάζουμε όλους τους "πολιτικούς", τους "τρακόσιους", το "μπουρδέλο τη Βουλή" κτλ. στο ίδιο καζάνι.
Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010
0,01 βαθμοί: Το τριπλό σημείο του νερού
Πάγος
Το έχω πάρει απόφαση πια ότι το μυθιστόρημα δε θα το βγάλει κανένας, εφτά χρόνια στη γύρα. Δεν τσούλησε, πώς να το κάνουμε. Πάει αυτό.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι δυσκολεύομαι και να διαβάσω μυθιστορήματα πια, ξαναγκρίνιαξα κάπως γι' αυτό εδώ. Νομίζω ότι εν πολλοίς φταίν οι περισσότεροι χαρακτήρες του σύγχρονου μυθιστορήματος: βαρέθηκα να διαβάζω για πλοκές με ήρωες άντρες εύπορους και ευφυείς. Όλοι πανέξυπνοι και βαθείς, με φράγκα και χρόνο διαθέσιμα να πετάγονται για Νέα Υόρκη μεριά επειδή είναι μπαϊλντισμένοι, ερωτευμένοι ή επειδή ψάχνουν το δεν ξέρω ποιο μαγκάφιν.
Κάτι τέτοιες ώρες εκτιμώ πώς ο Σωτήρης Δημητρίου σκύβει πάνω από απλούς ανθρώπους, κι ας μη με συγκινεί ιδιαιτέρως ο τρόπος που γράφει. Τουλάχιστον δεν κοιτάει τη φτώχεια και τους απλούς ανθρώπους με την αηδιαστική ηδονοβλεψία τερατουργημάτων όπως το ανεκδιήγητο Slumdog Millionaire και τα μυθιστορηματικά του ισοδύναμα.
Νερό
Άκουσα απόψε ένα ποίημα του Radical Desire διαβασμένο από τον Radical Desire. Ωραίο ήταν. Το αστείο είναι πως το έχω διαβάσει, νομίζω, και δε μου έκανε καμμία εντύπωση (εξού και το 'νομίζω'). Το στοιχειώδες συμπέρασμα: την ποίηση πρέπει να την ακούμε να ρέει, να περπατάει, να χοροπηδάει, όχι να τη διαβάζουμε στο χαρτί ή στην οθόνη. Ακούτε, Γεώργιε; Ακούτε, κυρία Isadora;
Ατμός
Ιστορικός δεν είμαι. Με καμμία κυβέρνηση. Απλώς κοιτούσα τις εικόνες των διαδηλώσεων ακούγοντας, προβλέψιμα, το Street Fighting Man. Σε κάποια φάση αφαιρέθηκα, δεν ήξερα αν βλέπω εικόνες από την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας και το Σύνταγμα, από τα επεισόδια των Ιταλών εναντίον της ψήφου εμπιστοσύνης που πήρε ο Αρχιμαλάκας τους ή από το Λονδίνο των εξεγερμένων φοιτητών. Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι δεν έβλεπα σκηνές από τον Δεκέμβριο του '08.
Μετά σκέφτηκα ότι οι κάτοικοι του Παρισιού στο τέλειωμα του 18ου αιώνα μάλλον δε βίωναν τα διαρκή "επεισόδια", τις "ταραχές" και την πολιτική αλλοφροσύνη και "αστάθεια" μεταξύ της πτώσης της Βαστίλλης, της πτώσης της μοναρχίας και του Διευθυντηρίου ως ένα ενιαίο "ιστορικό γεγονός", τη Γαλλική Επανάσταση και καλά. Παρομοίως στην περίπτωση της Αμερικανικής ή της Ρωσικής Επανάστασης. Ναι, σίγουρα, κάποιοι μίλαγαν για Révolution, revolution ή революция. Αλλά σιγά, πάντα υπάρχουν κάποιοι ταραχοποιοί που αναστατώνουν τον κοσμάκη, εκτελούν απόλυτους άρχοντες (ή απλώς τους στέλνουν από κει που 'ρθανε) και λένε παχιά λόγια για επαναστάσεις κτλ.
Με άλλα λόγια, ίσως ζούμε την αρχή μιας ευρωπαϊκής επανάστασης. Και δεν το ξέρουμε ακόμα.
Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010
Εν τω μεταξύ
but we like it when we're spinning in his grip
Ι.
Το σεξ είναι ταυτόχρονα πανανθρώπινο (όπως το φαΐ κι η γλώσσα) και τελείως προσωπικό (όπως ο χαρακτήρας μας κι η φάτσα μας). Στο "προσωπικό" δεν υπάρχει απαραίτητα μεταφυσική -- ίσα-ίσα. Είναι όμως χαρακτηριστικό πόσο θεαματικά πλανώνται κι αποτυγχάνουν και όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι το σεξ μπορεί να είναι εντελώς απρόσωπο (είτε γιατί το μισούν είτε γιατί το αγαπούν υπερβολικά) και όσοι το ταυτίζουν με τον έρωτα ή, ακόμα χειρότερα, με κάποιου είδους μυστική εμπειρία που λ.χ. μπορείς να μοιραστείς μόνο με τον ένα και μόνο Άλλο και πάει τελείωσε.
ΙΙ.
Ασχολούμαστε με το σεξ γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Τρωγόμαστε για το σεξ: αν μας λείπει γιατί μας λείπει κι αν δε μας λείπει γιατί θέλουμε κι άλλο κι αν δε θέλουμε κι άλλο γιατί μας αρέσει. Φυσικά, μερικοί άνθρωποι απλώς το θεωρούν πηγή ή αφορμή ομορφιάς (όπως οι ποιητές τη γλώσσα και οι γκουρμέδες το φαγητό), αυτοί έχουνε πολλά βάσανα.
ΙΙΙ.
Το σεξ είναι ισχυρό, όπως το φαγητό. Η ανάγκη για σεξ είναι πρωτίστως ψυχολογική κι όχι μια εκδοχή της πλησμονής και κένωσης του Ερυξίμαχου, που ως ομοιόσταση αποτελεί και το αγαπημένο ιδεολόγημα πολλών. Όσοι ταυτίζουν το σεξ με μηχανικές λειτουργίες, όπως η κατάποση, ο βήχας, η εφίδρωση κι η αφόδευση, συνήθως πλανώνται, εκτός αν απλούστατα μισούν την ανθρώπινη φύση. Όταν πάλι λέω "ψυχολογική", δεν εννοώ με κάποιον τρόπο φροϋδικό ή δεν ξέρω τι, αλλά με έναν τρόπο μοναδικό και γοητευτικά τυραννικό, αφού με το σεξ δεν ξελαμπικάρεις (αλλιώς θα μας είχε κερδίσει η μαλακία εδώ και αιώνες), αλλά κατά κάποιον περίεργο τρόπο αισθάνεσαι άνθρωπος. Ενίοτε σε κάνει να ονειρεύεσαι, έστω κι αν πολλές φορές σε κάνει να ονειρεύεσαι περισσότερο σεξ απλώς.
ΙV.
Επειδή το σεξ είναι ισχυρό και ασχολούμαστε μαζί του, μπορεί να φορτωθεί (και φορτώνεται) με χίλια μύρια κουκουβίδια, οπότε η ιδιότητά του να μας κάνει να αισθανόμαστε άνθρωποι μπορεί κάλλιστα να επισκιαστεί, ή και να πάει κανονικά για περίπατο: εξουσία, λεφτά, αρρώστια, ηλικία, ανασφάλειες, θρησκεία, άγχος για το ίδιο το σεξ, να μη σ' αρέσει το σεξ ή το να δείχνεις ότι σ' αρέσει το σεξ.
V.
Βεβαίως, και ο ίδιος ο όρος "σεξ" είναι συνοπτικός όρος που καλύπτει την επιθυμία και την ηδονή. Οι περισσότεροι όταν θέλουνε να μιλήσουν για το σεξ μιλάνε μόνο για την επιθυμία και τη διέγερση. Την ηδονή τη θεωρούνε δεδομένη. Πράγμα άξιον απορίας, αφού το λεγόμενο "καλό σεξ" (εξίσου μεταφυσική κατηγορία με όρους όπως λ.χ. "ευτυχία", "ομορφιά" κτλ) είναι τελικά θέμα ηδονής. Και προϊόν τύχης αγαθής, συνήθως μετά από δοκιμή και πλάνη.
Το σεξ είναι ταυτόχρονα πανανθρώπινο (όπως το φαΐ κι η γλώσσα) και τελείως προσωπικό (όπως ο χαρακτήρας μας κι η φάτσα μας). Στο "προσωπικό" δεν υπάρχει απαραίτητα μεταφυσική -- ίσα-ίσα. Είναι όμως χαρακτηριστικό πόσο θεαματικά πλανώνται κι αποτυγχάνουν και όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι το σεξ μπορεί να είναι εντελώς απρόσωπο (είτε γιατί το μισούν είτε γιατί το αγαπούν υπερβολικά) και όσοι το ταυτίζουν με τον έρωτα ή, ακόμα χειρότερα, με κάποιου είδους μυστική εμπειρία που λ.χ. μπορείς να μοιραστείς μόνο με τον ένα και μόνο Άλλο και πάει τελείωσε.
ΙΙ.
Ασχολούμαστε με το σεξ γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Τρωγόμαστε για το σεξ: αν μας λείπει γιατί μας λείπει κι αν δε μας λείπει γιατί θέλουμε κι άλλο κι αν δε θέλουμε κι άλλο γιατί μας αρέσει. Φυσικά, μερικοί άνθρωποι απλώς το θεωρούν πηγή ή αφορμή ομορφιάς (όπως οι ποιητές τη γλώσσα και οι γκουρμέδες το φαγητό), αυτοί έχουνε πολλά βάσανα.
ΙΙΙ.
Το σεξ είναι ισχυρό, όπως το φαγητό. Η ανάγκη για σεξ είναι πρωτίστως ψυχολογική κι όχι μια εκδοχή της πλησμονής και κένωσης του Ερυξίμαχου, που ως ομοιόσταση αποτελεί και το αγαπημένο ιδεολόγημα πολλών. Όσοι ταυτίζουν το σεξ με μηχανικές λειτουργίες, όπως η κατάποση, ο βήχας, η εφίδρωση κι η αφόδευση, συνήθως πλανώνται, εκτός αν απλούστατα μισούν την ανθρώπινη φύση. Όταν πάλι λέω "ψυχολογική", δεν εννοώ με κάποιον τρόπο φροϋδικό ή δεν ξέρω τι, αλλά με έναν τρόπο μοναδικό και γοητευτικά τυραννικό, αφού με το σεξ δεν ξελαμπικάρεις (αλλιώς θα μας είχε κερδίσει η μαλακία εδώ και αιώνες), αλλά κατά κάποιον περίεργο τρόπο αισθάνεσαι άνθρωπος. Ενίοτε σε κάνει να ονειρεύεσαι, έστω κι αν πολλές φορές σε κάνει να ονειρεύεσαι περισσότερο σεξ απλώς.
ΙV.
Επειδή το σεξ είναι ισχυρό και ασχολούμαστε μαζί του, μπορεί να φορτωθεί (και φορτώνεται) με χίλια μύρια κουκουβίδια, οπότε η ιδιότητά του να μας κάνει να αισθανόμαστε άνθρωποι μπορεί κάλλιστα να επισκιαστεί, ή και να πάει κανονικά για περίπατο: εξουσία, λεφτά, αρρώστια, ηλικία, ανασφάλειες, θρησκεία, άγχος για το ίδιο το σεξ, να μη σ' αρέσει το σεξ ή το να δείχνεις ότι σ' αρέσει το σεξ.
V.
Βεβαίως, και ο ίδιος ο όρος "σεξ" είναι συνοπτικός όρος που καλύπτει την επιθυμία και την ηδονή. Οι περισσότεροι όταν θέλουνε να μιλήσουν για το σεξ μιλάνε μόνο για την επιθυμία και τη διέγερση. Την ηδονή τη θεωρούνε δεδομένη. Πράγμα άξιον απορίας, αφού το λεγόμενο "καλό σεξ" (εξίσου μεταφυσική κατηγορία με όρους όπως λ.χ. "ευτυχία", "ομορφιά" κτλ) είναι τελικά θέμα ηδονής. Και προϊόν τύχης αγαθής, συνήθως μετά από δοκιμή και πλάνη.
Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010
Στο χαλί
Απόψε αισθάνομαι ησυχία: η πολλή δουλειά δεν ήρθε ακόμα και αρκετή δουλειά είναι πίσω μου. Το σπίτι είναι καθαρό και στρωμένο πια (27 βαθμοί την ημέρα, 11 τη νύχτα), πάντοτε αφορμή χαράς για μένα: συμβολικό σημάδι έλευσης του χειμώνα, του πολύ σύντομου χειμώνα εδώ και πολλά χρόνια.
Είναι τόσο ακύμαντη αυτή η ησυχία που αποφάσισα με χαρά να μείνω μέσα. Ήταν πολύ απλό: δεν πήρα κανέναν τηλέφωνο· εδώ και πολλά χρόνια είναι σχεδόν πειραματικά επιβεβαιωμένο ότι, άμα δεν τηλεφωνήσω εγώ, κανένας δεν κάνει την κίνηση να μου προτείνει να βγούμε.
Μετά από πολύ καιρό άκουσα μουσική (ξαπλωμένος στο χαλί, φυσικά), διάβασα, έφαγα. Μέχρι κι ο γάτος, που έχει πάθει αμόκ εδώ και τρεις βδομάδες, αποφάσισε να κοιμηθεί απόψε μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να πολεμήσει με τα χαλιά, τα οποία έσωσε ο ξένος παράγοντας: έφαγε μια κατραπακιά όταν το παράκανε.
Διάβασα τη φοιτητική αυτοβιογραφία του Δύτη. Θαύμασα πόσα θυμάται, με πόση τάξη και λεπτομέρειες. Εγώ πάλι, νιξ. Εκτός από κάτι σπαράγματα: πανάκριβες τουλίπες, τα παιδάκια στα οποία έκανα ιδιαίτερα, η αίσθηση της χειμωνιάτικης Αθήνας (όπως στο πρώτο βιντεάκι εδώ), το μπρελόκ κάποιας μέσα στο 221, ένα δωμάτιο (θυμάμαι τη διεύθυνση ακριβώς) στο οποίο δέσποζε ένας θηριώδης αργαλειός, μια παράσταση της Ρηγοπούλου στο Παλιό Πανεπιστήμιο που δεν είδα, η διαρκής έλλειψη χρημάτων, το διαβατήριο που έβγαλα και δε χρησιμοποίησα (che fece per viltà un piccolo rifiuto), η αντικειμενικά θεοτική Σ.Κ., θλίψη, περίπατοι με τον Νίκο και η Φυσική, γεμάτα αμφιθέατρα -- μικρά πράματα, ασυνάρτητα. Α, ναι: κι η μυρωδιά βρεγμένων φύλλων το φθινόπωρο στο πάρκο, και ό,τι μου τη θύμιζε.
Κάπως έτσι λειτουργεί η μνήμη μου, γι' αυτό όταν διάβασα το Άλεφ του Μπόρχες, τριτοετής ή κάτι τέτοιο, ένιωσα να με χτύπησε ένας ευφρόσυνος τσιμεντόλιθος κατακέφαλα.
Ένα πράγμα πάντως καταλαβαίνω ξεκάθαρα και σχεδόν το βλέπω με διαύγεια πια: πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια με τα μυαλά και την καρδιά δεκαπεντάχρονου, όχι σαν εικοσάρης. Εικοσάρης έγινα πάρα πολλά χρόνια μετά.
Τέλος πάντων. Δεν είμαι ούτε των αναμνήσεων, ούτε των συνηθειών. Αλλά μου αρέσει η ησυχία, και στην ησυχία εντοπίζονται καλύτερα οι αναμνήσεις.
Είναι τόσο ακύμαντη αυτή η ησυχία που αποφάσισα με χαρά να μείνω μέσα. Ήταν πολύ απλό: δεν πήρα κανέναν τηλέφωνο· εδώ και πολλά χρόνια είναι σχεδόν πειραματικά επιβεβαιωμένο ότι, άμα δεν τηλεφωνήσω εγώ, κανένας δεν κάνει την κίνηση να μου προτείνει να βγούμε.
Μετά από πολύ καιρό άκουσα μουσική (ξαπλωμένος στο χαλί, φυσικά), διάβασα, έφαγα. Μέχρι κι ο γάτος, που έχει πάθει αμόκ εδώ και τρεις βδομάδες, αποφάσισε να κοιμηθεί απόψε μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να πολεμήσει με τα χαλιά, τα οποία έσωσε ο ξένος παράγοντας: έφαγε μια κατραπακιά όταν το παράκανε.
Διάβασα τη φοιτητική αυτοβιογραφία του Δύτη. Θαύμασα πόσα θυμάται, με πόση τάξη και λεπτομέρειες. Εγώ πάλι, νιξ. Εκτός από κάτι σπαράγματα: πανάκριβες τουλίπες, τα παιδάκια στα οποία έκανα ιδιαίτερα, η αίσθηση της χειμωνιάτικης Αθήνας (όπως στο πρώτο βιντεάκι εδώ), το μπρελόκ κάποιας μέσα στο 221, ένα δωμάτιο (θυμάμαι τη διεύθυνση ακριβώς) στο οποίο δέσποζε ένας θηριώδης αργαλειός, μια παράσταση της Ρηγοπούλου στο Παλιό Πανεπιστήμιο που δεν είδα, η διαρκής έλλειψη χρημάτων, το διαβατήριο που έβγαλα και δε χρησιμοποίησα (che fece per viltà un piccolo rifiuto), η αντικειμενικά θεοτική Σ.Κ., θλίψη, περίπατοι με τον Νίκο και η Φυσική, γεμάτα αμφιθέατρα -- μικρά πράματα, ασυνάρτητα. Α, ναι: κι η μυρωδιά βρεγμένων φύλλων το φθινόπωρο στο πάρκο, και ό,τι μου τη θύμιζε.
Κάπως έτσι λειτουργεί η μνήμη μου, γι' αυτό όταν διάβασα το Άλεφ του Μπόρχες, τριτοετής ή κάτι τέτοιο, ένιωσα να με χτύπησε ένας ευφρόσυνος τσιμεντόλιθος κατακέφαλα.
Ένα πράγμα πάντως καταλαβαίνω ξεκάθαρα και σχεδόν το βλέπω με διαύγεια πια: πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια με τα μυαλά και την καρδιά δεκαπεντάχρονου, όχι σαν εικοσάρης. Εικοσάρης έγινα πάρα πολλά χρόνια μετά.
Τέλος πάντων. Δεν είμαι ούτε των αναμνήσεων, ούτε των συνηθειών. Αλλά μου αρέσει η ησυχία, και στην ησυχία εντοπίζονται καλύτερα οι αναμνήσεις.
Addio Città
Σχετικά με όσα λέγαμε πρόσφατα με αφορμή το Όσλο:
Μια μέρα θα κάνω κι εγώ το ίδιο για την Αθήνα, σε κείμενο. Όταν μεγαλώσω ίσως.
Μια μέρα θα κάνω κι εγώ το ίδιο για την Αθήνα, σε κείμενο. Όταν μεγαλώσω ίσως.
Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010
Ξένη δημοσίευση
Αντιγράφω τεράστιο (σε έκταση) σχόλιο του ολντμπόυ από εδώ:
1) Το κράτος δεν το κυβερνούν πάνω από 3 1/2 δεκαετίες δύο συγκεκριμένα κόμματα, αλλά τελικά η Αριστερά.
2)Για την ακρίβεια πρέπει να πιστωθεί στα δύο συγκεκριμένα κόμματα ότι κατά καιρούς προσπάθησαν να δείξουν το δρόμο προς τον ορθολογισμό, το δρόμο προς τις απαραίτητες αλλαγές, όποτε όμως επιχείρησαν να κάνουν κάτι για αυτό βρήκαν απέναντί τους τη λυσσαλέα αντίδραση των αριστερών και των συνδικαλιστών.
3) Από όλη αυτή τη διαδικασία των 36 χρόνων εκείνοι που πραγματικά μπορούν να βγουν στον αφρό, να μας πάνε μπροστά και να μας ξεκολλήσουν είναι τα μέλη της οικογένειας Παπανδρέου, τα μέλη της οικογένειας Μητσοτάκη, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, άνθρωποι δηλαδή πρωτοφανέρωτοι στα πολιτικά πράγματα, άνθρωποι άσχετοι με την ως τώρα πορεία της χώρας. Αυτοί θα είναι ταυτόχρονα και οι τιμητές μας και οι αναμορφωτές μας.
4) Βασική, βασικότατη, απόλυτα κυρίαρχη παθογένεια του μεταπολιτευτικού μας συστήματος αποδεικνύεται τελικά πως ήταν το εργατικό δίκαιο. Αυτό που αγνοώντας τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας μας επιδίωκε μαξιμαλιστικά κατώτατα όρια μισθών, κάλυψη των εργαζομένων από κλαδικές συμβάσεις εργασίας, εργασία πέντε αντί έξι ημέρες.
5) Υπάρχει μια ανισότητα που σοκάρει στην κοινωνία μας και αυτή πρέπει πάση θυσία να αποκατασταθεί. Το στοιχείο που σοκάριζε και σκανδάλιζε δεν ήταν οι όροι εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά οι όροι εργασίας στον δημόσιο. Εξίσωση λοιπόν προς τα κάτω άμεση. Το στοιχείο που σοκάριζε και σκανδάλιζε δεν ήταν επίσης ότι πλήθος εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δούλευε ανασφάλιστο, με μπλοκάκια κλπ, αλλά όσοι δούλευαν ασφαλισμένοι και επίσημα με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Εξίσωση λοιπόν και εδώ προς τα κάτω άμεση.
6) Μέσα στον όλο σκανδαλισμό περί ανισότητας, το να μνημονεύεις τα κέρδη των επιχειρηματιών αποτελεί λαϊκισμό. Αν δε βάλεις στην κουβέντα και τις τράπεζες και το πόσες φορές ως τώρα τις έχουμε πληρώσει, τότε δεν είσαι απλά λαϊκιστής, είσαι και αυτοκαταστροφικός.
7) Όχι μόνο οι μισθοί να αφεθούν εντελώς ελεύθεροι προς τα κάτω, αλλά και οι τιμές των προϊόντων προς τα πάνω. Κάθε εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα πρέπει να εκλείψει. Ο επιχειρηματίας άλλωστε είναι το μόνο φως που μπορεί να βγάλει τη χώρα από το σκοτάδι.
8) Ζήσαμε σαν κοινωνία πάνω από τις δυνάμεις μας και δανειστήκαμε ασύστολα. Το ποιός μας έπαιρνε δέκα φορές τη μέρα τηλέφωνο για να μας δανείσει λεφτά, το ποιός έπαιζε εκατό διαφημίσεις την μέρα στην τηλεόραση για να μας χαρίσει λεφτά δεν έχει σημασία. Το να δανείζεσαι σαν ιδιώτης αποτελεί προσωπική σου ηθική ανεπάρκεια, το να έχουν στηρίξει οι τράπεζες την ύπαρξή τους σε αυτή τη δραστηριότητα αποτελεί υγιή ανάπτυξη.
9) Μικρή σημασία έχει πως το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό, αν όχι και παγκόσμιο. Εμείς τα του οίκου μας να κοιτάμε και με τα του οίκου μας να ασχολούμαστε. Και μόνον. Ας μην είμαστε ουραγοί στην Ευρωζώνη, ας είμαστε πρωταθλητές. Αλλά δεν ακούσαμε τον Μητσοτάκη και τον Μάνο εγκαίρως.
10) Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου μπορεί να διαβεβαιώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο είκοσι διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα το χρόνο. Καμία οργή, καμία απαξίωση. Αν ψειρίσουμε μια ανακοίνωση του Συνασπισμού μπορούμε να βρούμε λαυράκι ενδεικτικό ανεύθυνης πολιτικής.
Τώρα, αν μετά το δεκάλογο αυτό, με ρωτάς αν η ελληνική κοινωνία ήταν χτισμένη σε υγιείς βάσεις, σου απαντάω -δίχως ίχνος ειρωνείας- όχι. Είχα γράψει στην αρχή της κρίσης ότι όποιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα και αν είχαμε, με τα μυαλά που κουβαλάμε και τη νοοτροπία που έχουμε, σκατά θα τα κάναμε. Αυτό όμως, Προκόπη -και εκεί είναι η βασική διαφωνία μου και με τον Γεωργελέ- είναι Η ΜΙΑ ΟΨΗ του νομίσματος.
Όταν δεν βλέπουμε ότι η νεοφιλελεύθερη, μονεταριστική εκδοχή του καπιταλισμού που σαρώνει πάσχει και αυτή, όταν δεν βλέπουμε πως ο δρόμος που δείχνει το μνημόνιο δεν είναι ένας ουδέτερος δρόμος, αλλά ένας δρόμος με σαφέστατη νεοφιλελεύθερη στόχευση στην οποία ο μισθός δεν λογίζεται ως μέσο αξιοπρεπούς επιβίωσης αλλά ως εργατικό κόστος, όταν δεν βλέπουμε πως η ανεργία είναι ένας δείκτης που καθόλου δεν πειράζει την τρόικα, ενδεχομένως δε και να της αρέσει, όταν τέλος δεν βλέπουμε πως ακόμη και σε σχέση με τις επιδιώξεις της, το μνημόνιο πολλαπλασιάζει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, όταν όλα αυτά προτιμάμε να μην τα βλέπουμε, τότε κάτι πάει λάθος.
Να δεχτώ ότι κι εγώ τα βλέπω μονόπλευρα τα πράγματα, να δεχτώ ότι κι εγώ προτιμώ να μην πολυκοιτάζω την όψη του νομίσματος που αφορά τα καθαρά ελληνικά δεινά, τις καθαρά ελληνικές παθογένειες; Να το δεχτώ.
Να δεχτώ ότι ο συνδικαλισμός εσφαλμένα σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε στη χώρα και ότι εξέθρεψε κοπρόσκυλα; Να το δεχτώ και αυτό. Ωστόσο αφενός τα επιφανέστερα από αυτά τα κοπρόσκυλα ήταν με το δικομματικό σύστημα βαθιά διαπλεγμένα και συχνότατα περνούσαν με ευκολία από τη θέση του εργατοπατέρα στη θέση του βουλευτή-υπουργού και αφετέρου όσο πράγματι και αν υπήρξε πλήθος περιπτώσεων που δούλεψαν λίγο και συνταξιοδοτήθηκαν νωρίς, δεν βλέπω γιατί η ύπαρξη των κοπρόσκυλων να είναι πιο αποκρουστική από το μοντέλο που πάει να επιβληθεί, το μοντέλο της διασποράς αδέσποτων σκυλιών σε όλο το φάσμα της κοινωνίας, έτοιμων να δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.
Προς τα κάτω βλέπω να μας πάει το μνημόνιο. Συλλογικά προς τα κάτω. Όποιος το βλέπει σαν ασπιρίνη, μακάρι να βλέπει καλύτερα από μένα.
Peccavi (fortiter)
Σε αυτό που θα διαβάσετε δεσπόζουν δύο θέματα: αυτό της διάψευσης του αφελούς κι αυτό της κλάψας. Θέλω κι εγώ να κλαυτώ λίγο, ελληνίδα μανούλα με γέννησε και στη μεταπολιτευτική και παπανδρεϊκή Ελλάδα μεγάλωσα, έμαθα γράμματα στο σχολείο-πατριωτικό κωμειδύλλιο που νοσταλγούσε και προοιμίαζε την ένδοξο και δευτέρα πάλιν παρουσία των Αρχαίων.
Στο κειμενάκι που θα διαβάσετε, όσοι έχετε ευαίσθητες αντέννες (σαν αυτές που ακούγανε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη) θα πιάσετε τους ασθενικούς αντίλαλους των ολολυγμών του Γιανναρά, του μπρουταλιστικού χωριατισμού-λαϊκισμού του Ριζοσπάστη, της απορίας του κουτού απέναντι στη λατρεία των Βέλτσου, Αρανίτση και κάποιου Λέπιδου που μου διαφεύγει τώρα, του Κατηχητικού, του αποκαρδιωμένου κομμουνιστή παππού μου, καθώς και την κακιά πολύ κακιά κι οθνεία common sense (εξού και αγγλιστί) αυτού του σκουληκιού λαϊφστυλίστα, του Γεωργελέ, που αντί να παίρνει συνέντευξη από τη Βανδή ή να ξεκατινιάζεται κάθε τόσο και με κάποιον, κάθεται και μας λέει πώς να κάνουμε πολιτική.
Λοιπόν. Είμαι αφελής. Λίγο σαν τον παροιμιώδη έφηβο που μεθοκοπάει και κάνει τον χαζό και λυπημένο, μπας και βρεθεί καμμιά φιλάνθρωπη κοπέλα να τον πάρει στο κρεβάτι της.
Πίστεψα, όπως πια έχετε σιχαθεί να διαβάζετε, ότι με τους Ολυμπιακούς θα φτιάχναμε συγκοινωνίες στην Αθήνα (τις μισοφτιάξαμε), θα γινόμασταν περήφανοι για την πόλη μας (χάχα), θα αλλάζαμε στάση για τον δημόσιο χώρο (ενώ είτε τον εγκαταλείψαμε ακόμα πιο επιδεικτικά, είτε τον κάναμε εμπορικά κέντρα). Είμαι αφελής. Ή μάλλον βλαξ.
Πίστεψα ότι με αφορμή το σκέλος της κρίσης που είναι ευθύνη και αποτέλεσμα του πώς στήνεται και τρέχει η πολιτική τα τελευταία νι χρόνια και πώς οργανώσαμε τη ζωή μας γύρω από το να σπαταλάμε (γιατί σπαταλάμε), θα άλλαζε και η πολιτική, θα αλλάζαμε κι εμείς. Όχι να γίνουμε σεμνοί, φτωχοί, ταπεινοί και τέτοια φαιδρά, όχι να καταλήξουμε όλοι δουλοπάροικοι, αλλά -- ρε αδερφέ -- να μη σπαταλάμε. Πίστεψα ότι θα αρθρωνόταν επιτέλους πολιτικός και κοινωνικός λόγος, ότι θα υλοποιούνταν πολιτική πράξη. Απεναντίας, οι ηλίθιοι αναγορεύτηκαν σε Πυθίες και Νέστορες, ενώ οι κυνικοί σε σώφρονες Κήνσορες. Τα μέσα έπεσαν σαν οργουελιάρες ακρίδες να φάνε κάθε φυλλαράκι σοβαρότητας και (βεβαίως) αλήθειας, να διαστρεβλώσουν οτιδήποτε διαστρεβλώνεται. Τα κάθε λογής αφεντικά (πρώτοι ανάμεσα στους σπάταλους, που λέγαμε) αποφάσισαν ότι επιτέλους ήρθε η ώρα για γιούρια, να μας πιούνε το αίμα με τον καπνοσυλλέκτη, υπό τη σκιά που ρίχνουν τα σμήνη οι μουμουετζίδικες ακρίδες (τους). Η δε αριστερά... (εντάξει, οκέι, το παράκανα)
Πίστεψα ότι η (σχεδόν) ομαλή ένταξη τόσων μεταναστών τη δεκαετία του '90, η ύπαρξη ενός Ματιάμπα κι ενός Σχορτσιανίτη και τόσων Αλβανών δεύτερης γενιάς θα μας ξεκόλλαγε από τα παλαιοπατριωτικά βράχια. Αλλά εδώ δε στάθηκα βλαξ, αποδείχτηκα πανύβλακας, όχι απλό βλακόμουτρο αλλά βλακόμετρο: αν ξεκολλήσει η πεταλίδα, ψοφάει. Άντε λοιπόν και στη Βουλή η Χρυσή Αυγή, άντε να αρχίσουμε να τους σφάζουμε σιγά-σιγά γιατί, συνέλληνες, σπάζοντας μαγαζιά και δέρνοντάς τους δε γίνεται δουλειά, αυτοί είναι σαν τα ποντίκια (όπως έλεγε κι εκείνη η ωραία ταινία της δεκαετίας του '30, πώς την έλεγαν, γερμανική ήταν).
Είμαι και ήμουν φεντεραλιστής. Πιστεύω ότι πρέπει να τελειώνουμε με τα εθνικά κράτη στην Ευρώπη, όπως τελειώσαμε με τη φεουδαρχία, τη μοναρχία, το παπικό κράτος και τις ωραίες και μεγάλες αυτοκρατορίες. Είμαι ευρωπαϊστής. Και τι έγινε; Κι εδώ στάθηκα αφελής. Εκεί που γινόντουσαν οι διαβουλεύσεις για το μέλλον της ΕΕ, αποφασίστηκε ότι ο φεντεραλισμός είναι τελείως Ντελόρ και καθόλου Ντιόρ. Δεν ήταν εθνικός, δεν ήταν αριστερός, δεν ήταν τίποτε. Εγκαταλείφθηκε και διαβεβαιωθήκαμε ότι τα εθνικά κράτη θα συνεχίσουν να είναι δυνατά, αγέρωχα, περήφανα, ανεμπόδιστα, κυρίαρχα. Έτσι γλυτώσαμε από τους ευρωκράτες να μας λένε πώς πρέπει να είναι τα αγγούρια και τα καρότα μας. Σε συμβολικό επίπεδο η ΕΕ παραμένει ένωση κυρίαρχων κρατών, 27. Σε πραγματικό επίπεδο της έχουνε κάνει ρεσάλτο κάτι μη εκλεγμένοι σκοταδιστές eurocons, οι ασώματες δυνάμεις που λέγονται αγορές (τις οποίες οίοι προσκυνούν ως αγγέλους φωτός, οίοι αναθεματίζουν ως σκατόψυχους μαυρόκαρδους δαίμονες -- αλλά μάλλον είναι απλώς αγορές), τα απολυταρχικά καθετώτα που κάποτε ονομάζονταν πολυεθνικές και ένα κονκλάβιο αμερικανόφιλων Ζλάβων που φρονούν ότι οι ελευθερίες στην Ευρώπη κινδυνεύουν από την ασθενική κλανίλα που απομένει από τον κομμουνισμό της ΚΟΜΕΚΟΝ και του Συμφώνου. Τουλάχιστον, παιδιά, γλιτώσαμε την εθνική μας κυριαρχία (δηλαδή της Γερμανίας και, ίσως, της Γαλλίας) από τον φεντεραλισμό.
Το τρανό συμπέρασμα: είμαι άσχετος και αφελής έως βλακείας. Διαβάζετε κάτι άλλο, όλντμπόυ ας πούμε.
Στο κειμενάκι που θα διαβάσετε, όσοι έχετε ευαίσθητες αντέννες (σαν αυτές που ακούγανε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη) θα πιάσετε τους ασθενικούς αντίλαλους των ολολυγμών του Γιανναρά, του μπρουταλιστικού χωριατισμού-λαϊκισμού του Ριζοσπάστη, της απορίας του κουτού απέναντι στη λατρεία των Βέλτσου, Αρανίτση και κάποιου Λέπιδου που μου διαφεύγει τώρα, του Κατηχητικού, του αποκαρδιωμένου κομμουνιστή παππού μου, καθώς και την κακιά πολύ κακιά κι οθνεία common sense (εξού και αγγλιστί) αυτού του σκουληκιού λαϊφστυλίστα, του Γεωργελέ, που αντί να παίρνει συνέντευξη από τη Βανδή ή να ξεκατινιάζεται κάθε τόσο και με κάποιον, κάθεται και μας λέει πώς να κάνουμε πολιτική.
Λοιπόν. Είμαι αφελής. Λίγο σαν τον παροιμιώδη έφηβο που μεθοκοπάει και κάνει τον χαζό και λυπημένο, μπας και βρεθεί καμμιά φιλάνθρωπη κοπέλα να τον πάρει στο κρεβάτι της.
Πίστεψα, όπως πια έχετε σιχαθεί να διαβάζετε, ότι με τους Ολυμπιακούς θα φτιάχναμε συγκοινωνίες στην Αθήνα (τις μισοφτιάξαμε), θα γινόμασταν περήφανοι για την πόλη μας (χάχα), θα αλλάζαμε στάση για τον δημόσιο χώρο (ενώ είτε τον εγκαταλείψαμε ακόμα πιο επιδεικτικά, είτε τον κάναμε εμπορικά κέντρα). Είμαι αφελής. Ή μάλλον βλαξ.
Πίστεψα ότι με αφορμή το σκέλος της κρίσης που είναι ευθύνη και αποτέλεσμα του πώς στήνεται και τρέχει η πολιτική τα τελευταία νι χρόνια και πώς οργανώσαμε τη ζωή μας γύρω από το να σπαταλάμε (γιατί σπαταλάμε), θα άλλαζε και η πολιτική, θα αλλάζαμε κι εμείς. Όχι να γίνουμε σεμνοί, φτωχοί, ταπεινοί και τέτοια φαιδρά, όχι να καταλήξουμε όλοι δουλοπάροικοι, αλλά -- ρε αδερφέ -- να μη σπαταλάμε. Πίστεψα ότι θα αρθρωνόταν επιτέλους πολιτικός και κοινωνικός λόγος, ότι θα υλοποιούνταν πολιτική πράξη. Απεναντίας, οι ηλίθιοι αναγορεύτηκαν σε Πυθίες και Νέστορες, ενώ οι κυνικοί σε σώφρονες Κήνσορες. Τα μέσα έπεσαν σαν οργουελιάρες ακρίδες να φάνε κάθε φυλλαράκι σοβαρότητας και (βεβαίως) αλήθειας, να διαστρεβλώσουν οτιδήποτε διαστρεβλώνεται. Τα κάθε λογής αφεντικά (πρώτοι ανάμεσα στους σπάταλους, που λέγαμε) αποφάσισαν ότι επιτέλους ήρθε η ώρα για γιούρια, να μας πιούνε το αίμα με τον καπνοσυλλέκτη, υπό τη σκιά που ρίχνουν τα σμήνη οι μουμουετζίδικες ακρίδες (τους). Η δε αριστερά... (εντάξει, οκέι, το παράκανα)
Πίστεψα ότι η (σχεδόν) ομαλή ένταξη τόσων μεταναστών τη δεκαετία του '90, η ύπαρξη ενός Ματιάμπα κι ενός Σχορτσιανίτη και τόσων Αλβανών δεύτερης γενιάς θα μας ξεκόλλαγε από τα παλαιοπατριωτικά βράχια. Αλλά εδώ δε στάθηκα βλαξ, αποδείχτηκα πανύβλακας, όχι απλό βλακόμουτρο αλλά βλακόμετρο: αν ξεκολλήσει η πεταλίδα, ψοφάει. Άντε λοιπόν και στη Βουλή η Χρυσή Αυγή, άντε να αρχίσουμε να τους σφάζουμε σιγά-σιγά γιατί, συνέλληνες, σπάζοντας μαγαζιά και δέρνοντάς τους δε γίνεται δουλειά, αυτοί είναι σαν τα ποντίκια (όπως έλεγε κι εκείνη η ωραία ταινία της δεκαετίας του '30, πώς την έλεγαν, γερμανική ήταν).
Είμαι και ήμουν φεντεραλιστής. Πιστεύω ότι πρέπει να τελειώνουμε με τα εθνικά κράτη στην Ευρώπη, όπως τελειώσαμε με τη φεουδαρχία, τη μοναρχία, το παπικό κράτος και τις ωραίες και μεγάλες αυτοκρατορίες. Είμαι ευρωπαϊστής. Και τι έγινε; Κι εδώ στάθηκα αφελής. Εκεί που γινόντουσαν οι διαβουλεύσεις για το μέλλον της ΕΕ, αποφασίστηκε ότι ο φεντεραλισμός είναι τελείως Ντελόρ και καθόλου Ντιόρ. Δεν ήταν εθνικός, δεν ήταν αριστερός, δεν ήταν τίποτε. Εγκαταλείφθηκε και διαβεβαιωθήκαμε ότι τα εθνικά κράτη θα συνεχίσουν να είναι δυνατά, αγέρωχα, περήφανα, ανεμπόδιστα, κυρίαρχα. Έτσι γλυτώσαμε από τους ευρωκράτες να μας λένε πώς πρέπει να είναι τα αγγούρια και τα καρότα μας. Σε συμβολικό επίπεδο η ΕΕ παραμένει ένωση κυρίαρχων κρατών, 27. Σε πραγματικό επίπεδο της έχουνε κάνει ρεσάλτο κάτι μη εκλεγμένοι σκοταδιστές eurocons, οι ασώματες δυνάμεις που λέγονται αγορές (τις οποίες οίοι προσκυνούν ως αγγέλους φωτός, οίοι αναθεματίζουν ως σκατόψυχους μαυρόκαρδους δαίμονες -- αλλά μάλλον είναι απλώς αγορές), τα απολυταρχικά καθετώτα που κάποτε ονομάζονταν πολυεθνικές και ένα κονκλάβιο αμερικανόφιλων Ζλάβων που φρονούν ότι οι ελευθερίες στην Ευρώπη κινδυνεύουν από την ασθενική κλανίλα που απομένει από τον κομμουνισμό της ΚΟΜΕΚΟΝ και του Συμφώνου. Τουλάχιστον, παιδιά, γλιτώσαμε την εθνική μας κυριαρχία (δηλαδή της Γερμανίας και, ίσως, της Γαλλίας) από τον φεντεραλισμό.
Το τρανό συμπέρασμα: είμαι άσχετος και αφελής έως βλακείας. Διαβάζετε κάτι άλλο, όλντμπόυ ας πούμε.
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010
600
Κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία. Μοιάζει κάπως με το Πασαλιμάνι ή τη Σαλονίκη. Συμφωνείτε; Ίσως όχι. Πάντως συμφωνείτε ότι αυτές οι παραθαλάσσιες πολυκατοικίες, φάτσα στο λιμάνι, είναι τοπίο τριτοκοσμικής χώρας. Εν μέρει θα έχετε δίκιο. Εν πολλοίς θα έχετε άδικο.
Πριν σας πω από πού είναι η φωτογραφία, ας σπάσουμε το θέμα στα δύο:
Όμορφες πόλεις, άσχημες πόλεις
Οι περισσότεροι θα λέγατε ότι η Λάρισα είναι πιο άσχημη από τη Γλασκώβη, η Αθήνα από το Παρίσι, η Θεσσαλονίκη από τη Βαρκελώνη, το Ηράκλειο από την Κοπεγχάγη. Θα σας πω ότι παραγνωρίζετε τον παράγοντα κλίμα και τον παράγοντα εισροή πόρων από αποικίες και εμπόριο. Τα έχω ξαναπεί αυτά.
Υπάρχει όμως ακόμα ένας παράγοντας: πότε αναπτύχθηκε το κέντρο της πόλης. Της Σιένας (που τόσοι λατρεύουν) τον 13ο αιώνα, κάτι κουκλίστικων πόλεων της Μεσευρώπης τον 17ο, του Λονδίνου και του Παρισιού στα τέλη του 19ου, της Αθήνας τη δεκαετία του '60. Όσο πιο πρόσφατα διαμορφωμένο το κέντρο μιας πόλης, τόσο πιο "απάνθρωπη" μάς φαίνεται. Αυτή είναι μια συγκαλυμμένη αντινεωτερική αξιακή κρίση και σε καμμία περίπτωση αισθητική: η Πανεπιστημίου δεν είναι πιο "άσχημη" από τις ομοιόμορφες λεωφόρους του Ωσμάν. Όποιος βρίσκει την Πλατεία Αριστοτέλους "άσχημη", μάλλον καλύτερα να μην κουβεντιάζει για αρχιτεκτονική και πολεοδομία.
Χώρος για ελιγμούς
Θα πούνε κάποιοι ότι τα πολιτισμένα έθνη αντί να κατεδαφίζουν το κέντρο, π.χ. τα ωραία νεοκλασσικά, παίρνουνε την ασχήμια (βλέπε νεωτερικότητα) και την πετάνε έξω από το κέντρο. Η Βρετανία, γεμάτη ξεκοιλιασμένες πόλεις, είναι αντιπαράδειγμα, αλλά δεν τη λες και πολιτισμένη τη Μεγαλόνησο. Και πάλι, από το Πόρτο και τη Λισαβώνα μέχρι τη Ρίγα και το Ταλίν και από τη Στοκχόλμη και το Ελσίνκι μέχρι την Ιταλία, το Βελιγράδι και τη Σόφια, η μπίχλα, η μαζική στέγαση, το μπετό, τα μεγάλα σουπερμάρκετ, οι βιομηχανίες είναι έξω, κρατώντας το κέντρο κουκλίστικο και φανταιζί. Αυτό το είχα δει πριν κάτι χρόνια στο Τρόντχαϊμ. Κουκλίστικο κέντρο. Κι όταν ρώτησα πού είναι τα μπλόκα και τα ΙΚΕΑ και οι βιομηχανίες, λένε οι Τροντχαμινοί "α, πίσω από το βουνό, βεβαίως: για να μην τρομάζουν οι τουρίστες".
Γιατί στην Ελλάδα ξεκοιλιάσαμε τα κέντρα; Γιατί στην πλειοψηφία τους ήτανε χθαμαλά κι ασήμαντα. Λυπάμαι, αλλά ναι. Και γιατί η χώρα αναπτύχθηκε τις δεκαετίες του '50 και του '60. Αυτό ακριβώς κάνει μερικούς να λένε τις πόλεις μας τριτοκοσμικές. Επαναλαμβάνω, δεν έχετε πάει σε τριτοκοσμικές πόλεις.
Θα ηταν όμως καλό να δούμε τι έγινε σε πόλεις που αναπτύχθηκαν τις δεκαετίες του '50 και του '60. Μη "τριτοκοσμικές".
Όπως αυτή της φωτογραφίας. Πρωτεύουσα ενός φτωχού κράτους με υποτυπώδη μέσα παραγωγής, περιορισμένες υποδομές λόγω ανάγλυφου και μεγάλες επενδύσεις στην εθνική υπερηφάνεια, γνώρισε εκρηκτική ανάπτυξη τη δεκαετία του '50 και του '60 λόγω πετρελαίου. Αποτέλεσμα, το κέντρο ξεκοιλιάστηκε, τα πάντα παραδόθηκαν στην μπουλντόζα και οι λίγες κουκλίστικες χαρούμενα βαμμένες όψεις ξεχωρίζουνε μέσα στην τσιμεντοθύελλα που έφερε η ανάπτυξη και το ξαναχτίσιμο του κέντρου, η επέκταση της πόλης που σκαρφάλωσε τους γύρω λόφους. "Εδώ δεν είχαμε βουνά για να κρύψουμε από πίσω τις πολυκατοικίες", μου έλεγαν γελώντας οι ντόπιοι.
Κι έτσι μοιάζει πάρα πολύ με την Αθήνα το Όσλο.
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
Η αίσθηση του τόπου
Σε ζητήματα γούστου, προτιμήσεων, συναισθηματικής εντοπιότητας κτλ. τελικά μόνον οι άνθρωποι μετράνε.
Τη Δανία των εκατομμυρίων μισόξινων μπλαζέ Δανών με το κατάξερο χιούμορ και τις καρτουνέ γκριμάτσες την πάω εξαιτίας ακριβώς δύο ανθρώπων.
Η μουχλιασμένη όλο καλοσοβατισμένες προσόψεις Βιέννη έχει απαξιωθεί βαρβάτα μέσα μου επειδή βασάνισε για χρόνια έναν καλό μου φίλο και γιατί κατοικείται από μια λοξή που τσάντιζε εμένα.
Το Ντόρντρεχτ θα είναι για πάντα η πιο φιλόξενη πόλη του κόσμου, με ανθισμένες τριανταφυλλιές, τυρί και μπισκότα για πρωινό, ένα ψυγείο γεμάτο κρασιά κι ένα κρεβάτι με μοσχομυριστά σεντόνια. Και δύο εγκάρδιες Ολλανδέζες. Και τα λοιπά.
Όσο για την Αθήνα, ω Θε μου, είναι το παραδεισένιο στερέωμα. Πολεοδομημένο. Ένας τόπος που περιέχει περισσότερη πραγματικότητα και πλουσιότερη ζωή από ολόκληρη τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι μαζί. Πλουσιότερος κι από το Δουβλίνο του Λεοπόλδου Μπλουμ και του άλλου, του πιτσιρικά.
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
Profoundly unfunny
Δεν ήθελα να βγάλω βιαστική γνωμάτευση από την πρώτη Πέμπτη, κι έτσι έκατσα να δω το "Ουκ αν λάβοις" και τη δεύτερη φορά. Δε θα κάτσω να γράψω τηλεκριτική. Είναι θλιβερό πόσο profoundly unfunny είναι, που λέγαμε και στην Αγγλία.
Στη σάτιρα είμαστε καλοί. Ακόμα και στο "Ουκ αν λάβοις", η σάτιρα πιάνει (μετά βίας, βεβαίως) το δεκαράκι και προάγεται. Φυσικά πρόκειται για την κουτσή σάτιρα που έχει ψέξει ο Ρακάσα στο παρελθόν: ποτέ καυστική, ποτέ διεισδυτική, και σχεδόν πάντα εναντίον στερεοτύπων και καρικατουρίστικων χαρακτήρων. Επίσης, είναι εν προκειμένω ενδιαφέρον ότι η σάτιρα δε γίνεται πια από τη σκοπιά του φτωχού Καραγκιόζη που εμπαίζει τους κουτούς πλούσιους και τα τσιράκια τους ή του χωρικού Χατζηχρήστου που χλευάζει τους κομπλεξικούς νεοαστούς ή του βαρναλικού αριστερού που κοροϊδεύει την κενωνία κτλ. Η γεμάτη αγγλικούρες σάτιρα στο "Ουκ αν λάβοις" γίνεται από τη σκοπιά του κουραδόμαγκα εξυπνάκια στον οποίο δίνει τη φωνή του ο Μουζουράκης (ιδανική επιλογή της διανομής), τάχα μας κυνικού φιλοσόφου και έτσι. Ο οποίος δεν είναι ούτε Κολωνάκι, ούτε Εξάρχεια, παρά ανήκει στο γνωστό νεοελληνικό είδος Υπεράνογλου Υπεράνογλου (ξέρετε, αυτό που απέχει από εκλογές, από σεξ κι από άλλα πολλά).
Εκεί που αποτυγχάνει το καρτουνάκι με τα ευφυέστατα λογοπαίγνια τύπου "dog is god spelled backwards" (μετά βίας σφίχτηκα για να αποτρέψω τη βίαιη σύσπαση στα σωθικά μου) και το ομολογουμένως χαριτωμένο σκηνικό όπου η Παναγία προσπαθεί να ξυπνήσει τον απείθαρχο Γιο της για να τον στείλει σχολείο (ή μήπως "η Παναγία προσπαθεί να ξυπνήσει τον απείθαρχο Γιο Της για να Τον στείλει σχολείο";) είναι να μας κάνει να γελάσουμε. Όπως και με τον Λαζόπουλο, είναι τόσο το άγχος να μας διδάξουν, που ξεχνάνε να μας γαργαλήσουν.
Σκεφτόμουνα ποια μη-μυθοπλαστική σειρά στην ελληνική τηλεόραση αυτή τη στιγμή είναι αστεία (ναι, ας το θέσω έτσι, αφού κάποιοι γελάνε και με την Πολυκατοικία ή και με το πάλαι 50-50 -- Κύριε των Δυνάμεων μεθ' ημών γενού, δηλαδή). Κατέληξα στο Ράδιο Αρβύλα, δηλαδή σε χιούμορ λυκειακό-φανταρίστικο όπου (πάλι) η οπτική γωνία είναι είναι του κρυφίως υπεράνογλου και στάνταρ σαλονικόμαγκα ξυπνάκια Κανάκη. Αλλά, τουλάχιστον, έχει πλάκα. Γελάς.
Ξέρω γω, θα αναγκαστώ στο τέλος να πω ότι γενικά ως κουλτούρα είμαστε σοβαροφανείς και profoundly unfunny. Και κότες. Και μυαλοπώλες. Αλλά αυτό θα ήτανε σαρωτικός αφορισμός, αδικαιολόγητη γενίκευση και αυθαίρετο συμπέρασμα.
Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010
Ne mutlu Yunanım diyene!
Στο παρελθόν η πηγή του καφρέ πολιτικού λόγου στην Ελλάδα ήταν ο μαρξισμός. Σήμερα είναι κάτι ελληνοκεμαλικοί που στρεσάρονται για το πώς μας βλέπουν τα κυριλέ πολιτισμένα έθνη της Δύσης, αν θα επισκεφτούν οι συνταξιούχοι τους τον τόπο μας να φάνε ντοματοσαλάτα και να πιουν σουμάδα. Κι αν θα πληρώσουμε τα φέσια μας έναντι οποιουδήποτε κόστους. Όπως και τα κυριλέ πολιτισμένα έθνη, δηλαδή.
Σα γνήσιοι ελληνοκεμαλικοί, αποζητούν να αναλάβει τα πράγματα ένας pater patriae, μια τριανδρία, άντε ένα κλαμπ κιγκινάτων. Ονειρεύονται Μεγάλες Εθνοσυνελεύσεις και συντάγματα καισαρικά που θα κατοχυρώνουν την άμεση κοινωνία και μέθεξη λαού-γένους-έθνους και Ηγέτη, χωρίς τους παπάρες μεσάζοντες του Διαφωτισμού.
Στους ελληνοκεμαλικούς ευχόμαστε να τους έρθει το Millbank στην καρκάλα και, εν γένει, άι σιχτίρ κι ογλήγορα.
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
Απλά μαθήματα ποπ κουλτούρας. Κεφάλαιο Πρώτο.
Το έτος είναι 1966. Βγαίνει ένα άσμα για τη σεξουαλική φραστρέισον που λέγεται "La poupée qui fait non". Στην περίπτωσή μου θα μπορούσε να είναι και 1993 ή 1994, αλλά αυτά θα τα εξετάσουμε στην αυτοβιογραφία μου με τίτλο: "Decision Points ή γιατί δε μετανιώνω που έστειλα χιλιάδες στο χώμα και στο Αμπου Γκράιμπ".
But I digress.
Λοιπόν. Τον καιρό που σάρωναν οι Εγγλέζοι (το 1966) και τα αμερικανάκια ανακάλυπταν πώς να ταξιδεύουνε φτηνά και άνετα (με άσιντ), οι Γάλλοι άκουγαν λοιπόν το κάτωθι παρτσακλό. Στην Ελλάδα είχαμε "πολιτικά". Σας το προσφέρω το τραγούδι αυτό με σκοπό να το βάλετε να το ακούσουν οι φίλοι του Πέτρου Λένορμαν, να του κάνουν ένα ρεμίξ όσο πατάει η γάτα και να γίνει το σούπερ χιτ του '11 (sweet and sweat 7, κι έτσι). Επειδή εμένα μ' αρέσει.
Μετά το έπιασε η διασκευαστική κολλεχτίβα που λεγότανε Byrds:
Δείτε επίσης ένα βιντεάκι οπαδών, ακόμα πιο παρτσακλό, αλλά με σεβασμό στον καλλιτέχνη:
Τέλος, όπως είθισται στη République, το τραγούδι το σακάτεψε με τη μασέτα κι ο ίδιος ο Παρτσακλόφ:
But I digress.
Λοιπόν. Τον καιρό που σάρωναν οι Εγγλέζοι (το 1966) και τα αμερικανάκια ανακάλυπταν πώς να ταξιδεύουνε φτηνά και άνετα (με άσιντ), οι Γάλλοι άκουγαν λοιπόν το κάτωθι παρτσακλό. Στην Ελλάδα είχαμε "πολιτικά". Σας το προσφέρω το τραγούδι αυτό με σκοπό να το βάλετε να το ακούσουν οι φίλοι του Πέτρου Λένορμαν, να του κάνουν ένα ρεμίξ όσο πατάει η γάτα και να γίνει το σούπερ χιτ του '11 (sweet and sweat 7, κι έτσι). Επειδή εμένα μ' αρέσει.
Μετά το έπιασε η διασκευαστική κολλεχτίβα που λεγότανε Byrds:
Δείτε επίσης ένα βιντεάκι οπαδών, ακόμα πιο παρτσακλό, αλλά με σεβασμό στον καλλιτέχνη:
Τέλος, όπως είθισται στη République, το τραγούδι το σακάτεψε με τη μασέτα κι ο ίδιος ο Παρτσακλόφ:
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
Τι λες τώρα
Τα λέει όλα:
Είναι εκλογές και βρίσκομαι στην επαρχία που καταφεύγουμε, που συζητάμε και για την οποία ψιθυρίζουμε λογάκια φυγής. Αυτή η ίδια ασυνάρτητη επαρχία αποκαλύπτεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Μια απέραντη πασοκίλα, μπαρμπάδες και θείοι, ψηφαλάκια και σταυροί. Νομίζω πως είναι 1985. Η ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη, έδωσε λεφτά και πήρε όλα τα υπόλοιπα. Εξαγόρασε ολόκληρες ζωές, με αντίτιμο ένα γεμάτο τραπεζικό λογαριασμό. Έδωσε δουλειές και ρούφηξε τον όποιο ιδιαίτερο τοπικό πολιτισμό.
Κι άλλες απορίες
Με αφορμή αυτό το ποστ του Δύτη αναρωτιόμουνα πώς γίνεται πρώην αριστεροί ή πρώην δημοκράτες άνθρωποι, μορφωμένοι, με πτυχία και βιβλία και έργο και λόγο (και στοχασμούς ενίοτε) να λένε τέτοιες απίστευτες μπούρδες για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Όχι, δεν έχω καμμία απαίτηση να συμφωνούνε μαζί μου ή τίποτε τέτοιο. Αλλά είναι δυνατόν να μιλούν όπως μιλούν για το τι δει γενέσθαι; (είδατε, μπορώ κι εγώ να μιλήσω σαν μέγκα)
Και μάλιστα άνθρωποι που -- ξέρω γω -- αναμίχθηκαν με τα κοινά, προβληματίστηκαν πάνω τους και (έστω και αφηρημένα και αποστασιοποιημένα) αναλογίστηκαν ζητήματα όπως η ελευθερία, η καταπίεση, η φτώχεια, η προπαγάνδα κτλ; άνθρωποι που διαβάζανε Μαρκούζε και Αντόρνο και Μαρξ και Λούκατς και Μπαχτίν-γουάου; (λέγεται Μπαχτίν-γουάου λόγω των αντανακλαστικών που δημιουργούσε: "όπως λέει κι ο Μπαχτίιιιν...", απάντηση: "γουάου").
Μετά αποφάσισα ότι φταίει ότι η πολιτική αγωγή και η ιστορία είναι μαθήματα της πλάκας στο σχολείο: η πρώτη ώρα του παιδιού, η δεύτερη εθνική χρηστομάθεια και παλαιοπασοκική κοινωνική κατήχηση (θυμάστε το βιβλίο του Σταυριανού;)
Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010
33%, ίσως
Κατέβηκα για περίπατο σήμερα μετά την ψήφο (τον ψήφο). Στην Αδριανού είδα τέσσερις παπατζήδες (εντάξει, ο ένας έπαιζε με το μπιζελάκι). Είχα να δω παπατζήδες περίπου 25 χρόνια. Μπορεί να κάνω λάθος, ίσως να είχα δει έναν στην Ομόνοια το '90κάτι. Αλλά τέσσερις; Τέσσερις. Και θυμήθηκα ένα σύνθημα που επαναλάμβανε ο παππούς ο κομμουνιστής: "Παπαντρέα παπατζή, εμπατίρησες κι εσύ". Δε μου φαίνεται για πολύ της ΕΔΑ το σύνθημα, δεν ξέρω. Άλλωστε, δεν υπάρχει κανα βαθύ νόημα εδώ, ούτε συμβολισμοί κι υπαινιγμοί. Απλώς συνειρμικά αρμενίζω και αναρωτιέμαι τι να σηματοδοτεί ή που να οφείλεται ο πολλαπλασιασμός των παπατζήδων.
Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
Βόμβες για την 5η Νοεμβρίου
... ή απλώς βαρελότα και στρακαστρούκες.
Πολυεθνικισμός
Η κυρία Μέρκελ έχει δίκιο. Η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε και την επίφασή της την κρατάνε με νύχια και με δόντια μόνο κάποιες πολιτικές ελίτ. Βεβαίως, η κυρία Μέρκελ δεν είναι ευτραφής ξερόλας καζουιστής από τη Σλοβενία, οπότε έχει μερίδιο ευθύνης για την αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας.
Γιατί όμως απέτυχε η πολυπολιτισμικότητα; Μήπως επειδή, όπως λένε κάποιοι θλιβεροί ανιστόρητοι, η μετανάστευση και η συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών είναι καινοφανές αφύσικο φαινόμενο; Όχι βέβαια. Μήπως γιατί κατά βάθος οι μουσουλμάνοι είναι κακοί άνθρωποι; Όχι πιο κακοί από τους Εβραίους των 613 εντολών που οι καλοί Χριστιανοί λιανίζανε και ψήνανε με κάθε ευκαιρία.
Η σύγχρονη εκδοχή της πολυπολιτισμικότητας αποτυγχάνει επειδή έχει διατυπωθεί με όρους εθνικισμού, του παλιού καλού εθνικισμού του 19ου και του 20ου αιώνα, όπως τον ξέρουμε και μας ξέρει. Κάθε κοινότητα μεταναστών αντιμετωπίστηκε από τα εθνικά κράτη σαν κάποιου είδους νεοπαγής εθνική μειονότητα. Οι μετανάστες, ερχόμενοι εν πολλοίς από εθνικά κράτη, αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι τους εαυτούς τους σαν εθνική ομάδα, έχοντας απαιτήσεις να ιδρύσουν στη χώρα υποδοχής ένα παράρτημα του εθνικού κράτους προέλευσης. Ταυτόχρονα, τα εθνικά κράτη υποδοχής, όταν προσπαθούσαν να εφαρμόσουν πολιτικές αφομοίωσης και ενσωμάτωσης, είχανε κατά νου την εθνική και όχι την κοινωνική ενσωμάτωση των ξένων. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ έχουνε πετύχει συγκριτικά περισσότερα σε αυτά τα θέματα γιατί, στο βαθμό που ενσωματώνουν τους μετανάστες, δεν τους ενσωματώνουν σε κάποιο έθνος αλλά στο Αμέρικα (την οποία βεβαίως αποκαλούνε 'nation' και μπερδεύουν τους πάντες).
Λαϊκός φασισμός
Ένας λοιπόν από τους λόγους που οι κάθε λογής φασιστικά και εθνικιστικά συνθήματα και αντανακλαστικά βρίσκουν ανταπόκριση, αυξανόμενη ανταπόκριση μάλιστα, είναι και ότι η συζήτηση για τη μετανάστευση τέθηκε πάντα με παρενθέσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, ρητού ή υπόρρητου. Δεχόμαστε μετανάστες (αν και το κράτος μας είναι το σπίτι του έθνους μας) επειδή δεν έχουμε ομοεθνή εργατικά χέρια. Δεχόμαστε (επαναπατρίζουμε, δηλαδή) Γερμανούς της Ρωσίας, Έλληνες της Γεωργίας, πιε-νουάρ της Αλγερίας. Και ούτω καθεξής. Αντίστοιχα. Πάω στη Γερμανία / στη Γαλλία / στην Ελλάδα / στη Σκανδιναβία αλλά θα κουβαλήσω μαζί μου το (εθιμικό ή άλλο) δίκαιο, τη μονογλωσσία μου (κι αυτή αποτέλεσμα των εθνικών κρατών) κτλ. Έτσι, η αντιμετώπιση των μεταναστών όχι ως νεήλυδων ή ως ανθρώπων που ξεβουλώνουν καμπινέδες, χτίζουνε μεζονέτες, κάνουνε στριπτίζ, σκάβουνε δρόμους και χωράφια, φτιάχνουνε σουβλάκια, μπουρίτο, κάρυ-βουρστ κτλ., αλλά ως εθνικών ομάδων που (προσωρινά) επιμολύνουν το εθνικό σώμα υπάρχει ήδη στον λόγο και στη σκέψη των δημοκρατικά σκεπτόμενων πολιτικών και διανοουμένων. Το αίτημα να αφαιρεθεί ο λεκές και να επιστραφεί εκεί όπου ανήκει βρίσκεται μόλις ένα βήμα παραπέρα.
Παράλληλα, οι κοινότητες μεταναστών δεν ενδιαφέρονται τόσο για τα εργασιακά, κοινωνικά και ανθρώπινα δικαιώματά τους (τα οποία εν πολλοίς αφορούν ανθρώπους και όχι ομάδες, εθνικές ή άλλες) παρά επιζητούν να κατοχυρώσουν σύμβολα, αργίες, έθιμα και προνόμια που θα τους επιτρέψουν να αναπλάσουν το εθνικό κράτος τους, να δημιουργήσουν ένα σκιώδες παράρτημά του στη χώρα υποδοχής.
Εκλογές για πάντα
Ο Σημίτης άρχισε ένα πολύ κακό βιολί: "Ψηφίστε με ή θα κρατήσω την αναπνοή μου". Ακόμα χειρότερα: "Ψηφίστε με ή θα προκηρύξω πρόωρες εκλογές που θα αποτελειώσουνε τη χώρα". Έκτοτε, το βιολί αυτό παίζεται ακόμα περισσότερο και από πουλί. Τα λέει μια χαρά ο ολντμπόυ πάλι.
Δύσκολα νοήματα
Κάθε φορά που θα κατεβώ στην Πανεπιστημίου, το θέαμα είναι όλο και πιο θλιβερό. Δεν ξέρω ποιοι είναι οι βομβιστές, τι επιδιώκουν και ποιος τους πληρώνει (είτε το ξέρουν είτε όχι). Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θα επανεκλεγεί ο πορθητής Κακλαμάνης, παρότι το αντίπαλον δέος του είναι (μόλις) πιο εύγλωττο από τιμωρημένο στη γωνία μαθητή δημοτικού. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχουνε καταλάβει πολλοί από εμάς τι μας επιφυλάσσει το κοντινό μέλλον. Νομίζω ότι ελάχιστα μάς απασχολούν οι ελευθερίες μας πια.
Η μορφή του κακού
Πρέπει πάντοτε να παρακολουθούμε τις φυλλάδες μεγάλης κυκλοφορίας: διαμορφώνονται από τη μεγάλη αδιάφορη πλειοψηφία (αυτούς που λέω 'νοικοκυραίους' και με κράζουνε, βαφτίζοντάς με κάτι σε γυαλάκια με μολότοφ). Και, φυσικά, διαμορφώνουνε τη γνώμη της. Αν δούμε λοιπόν αυτές τις εφημερίδες με τα χαριτωμένα πρωτοσέλιδα, θα διαπιστώσουμε ότι το Κακό παίρνει τη μορφή του σεξ: ούτε της φτώχειας, ούτε της βίας και της βαρβαρότητας, ούτε της εκμετάλλευσης, ούτε της αλλοτρίωσης ή αποξένωσης. Watch this space, που λένε, σε καμμιά δεκαριά χρόνια.
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010
Trash, you and me
Σκεφτόμουν το πρωί κάποια πράγματα, μέσα στη θολούρα του ξυπνήματος.
Μετά τα ξαναδιάβασα εδώ, πολύ πιο ξεκάθαρα. Αναδημοσιεύω:
Μετά τα ξαναδιάβασα εδώ, πολύ πιο ξεκάθαρα. Αναδημοσιεύω:
Ο άστεγος που διαμελίστηκε από αποριμματοφόρο του Δήμου Αθηναίων, διαμελίστηκε τρεις φορές. Την πρώτη, καταλήγοντας να κοιμάται με τα σκουπίδια. Την δεύτερη, πολτοποιούμενος μ' αυτά, σαν σκουπίδι από σάρκα και οστά. Την τρίτη, χάνοντας το όνομά του, το παρελθόν του, και το ίχνος ότι πέρασε ποτέ απ' τη ζωή, εισερχόμενος στην αιωνιότητα του Τύπου παρέα μόνο με την ανεστιότητά του, τα σκουπίδια στα οποία κοιμόταν και τα σκουπίδια τα οποία έγινε, έτσι ώστε να υπάρχει πλέον μόνο ως "ο άστεγος που διαμελίστηκε από αποριμματοφόρο."
[...]Δεν συμβολίζει τίποτε τούτος ο θάνατος. Το τίποτε δεν συμβολίζει τίποτε. Γιατί από το τίποτε το μόνο που μένει είναι τίποτε. Μην ψάχνουμε λοιπόν να βρούμε συμβολισμούς όταν μιλά το τίποτε με το τίποτε, το τίποτε του απόκληρου με το τίποτε της κοινωνίας που τον εξαλείφει ξανά και ξανά, σαν να μην ήταν ποτέ τίποτε, σαν το τίποτε να πρέπει να συντρίβεται κάθε φορά εκ νέου σε τίποτε. Αυτός θα ήταν ο τέταρτος θάνατος, ο θάνατος της αλήθειας.
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Ευτέλειες μετά μουσικής
Υπάρχουν κάποια σημεία σε διάφορα μουσικά κομμάτια που με μαγνητίζουν ανεξήγητα. Δεν ξέρω γιατί. Μπορώ να τα απαριθμήσω πάντως.
Από 5 χρονών: Η εισαγωγή με έγχορδα στο Chim-Chim-ree, πριν μπει η φωνή του χατζητέτοιου.
Από 12 χρονών: Τα πνευστά οστινάτο όταν ολόκληρη η ορχήστρα παίζει το θέμα στο πρώτο μέρος του κοντσέρτου για βιολί του Τσαϊκόφσκι.
Από το 1991: η ψιλή φαλσετική φωνούλα που σιγοντάρει τον Μόρισεϋ στα ρεφραίν του Bigmouth Strikes Again.
Από το 1998: το πατριωτικό εμβατήριο με τα φλαουτάκια στο τέταρτο μέρος της Eroica (εδώ αρχίζει στο 1:45).
Από το 2000: Το ξεκάρφωτο πένθιμο εμβατηριάκι στο τέλος του πρώτου μέρους της Ενάτης, έτσι πως ξεφυτρώνει απροσδόκητα, εκεί περίπου στο ενάμισυ λεπτάκι πριν τελειώσει το μέρος.
Από το 2000: Οι πρώτες συγχορδίες στη Φαντασία για πιάνο, ορχήστρα και χορωδία του Μπετόβεν.
Από φέτος: Το μπάσο και η ουρά που παίζουν τα έγχορδα στο Paradise Circus.
Κι είναι κι άλλα, λ.χ. αυτό:
Απίστευτο το μπουζούκι εδώ. Άσε που βλέποντας το βίντεο από χτες, συγκινούμαι κάθε φορά και για διαφορετικό λόγο.
Πρώτον, με διάφορους καρκίνους να γυρίζουνε γύρω γύρω και να θερίζουνε φίλους, γνωστούς και άλλους, σαν ξερακιανοί ιππείς από χαλκογραφία του Ντύρερ, σκέφτεσαι ότι όλοι αυτοί μέσα στο ΚΤΕΛ είναι μάλλον πεθαμένοι και αντραλίζεσαι λιγάκι.
Μετά είναι αυτά τα δύο κορίτσια στα πρώτα 10 δεύτερα, πριν μπει το μούτρο της τριτοκοσμικής Μπαρντώς: αυτό το όρθιο με το κίτρινο φόρεμα και το εράσμιο χαμόγελο και το άλλο, καθισμένο μπροστά της, με το πορτοκαλί.
Μετά είναι τα τοπία: μου θυμίζουνε ταξίδια όταν ήμουνα παιδί, την Ελλάδα μέσα από το παράθυρο του ΚΤΕΛ και της αμαξοστοιχίας πέντε-πώς-τη-λέγανε για Θεσσαλονίκη (που τότε την αισθανόμασταν σαν την άκρη του κόσμου, ενώ σφηνωμένη στην άκρη της Ευρώπης είναι η δική μας πόλη, αυτή που τώρα είναι του Νικήτα). Μέσα στο ΚΤΕΛ, σχεδόν κάθε λογής Ελληνόφατσα. Η γνωστή μεταφορά της πατρίδας σαν ένα πούλμαν που ταξιδεύει (οι Τούρκοι έχουν αναγάγει τα δικά τους σχεδόν σε έμβλημα της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας τους, που λέει και η άπιαστη Εβίτα).
Μετά οι λεπτομέρειες: παρά την μπουζουκοσυμφωνική που ακούγεται, στο οπτικό μέρος φαίνονται μόνον δύο κιθάρες, η μία ηλεκτρική. Αλλά όπως λέει και το ανέκδοτο με τον Τοτό, να την τρως σ' αρέσει, να τη βλέπεις δε σ' αρέσει;
Τραγουδάκια αφρώδη και χαρούμενα σαν κι αυτό είναι επίσης ενδεικτικά ενός πράγματος: ότι από το 1930 μέχρι το 1970 η ελληνική μουσική έκανε πολύ περισσότερο δρόμο σε σχέση λ.χ. με όσο έκανε μεταξύ του 1970 και του 2010. Εάν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι μεταξύ του 1970 και του 2010 τον έκανε καβουρικά, προς τα πίσω και λοξά.
Από 5 χρονών: Η εισαγωγή με έγχορδα στο Chim-Chim-ree, πριν μπει η φωνή του χατζητέτοιου.
Από 12 χρονών: Τα πνευστά οστινάτο όταν ολόκληρη η ορχήστρα παίζει το θέμα στο πρώτο μέρος του κοντσέρτου για βιολί του Τσαϊκόφσκι.
Από το 1991: η ψιλή φαλσετική φωνούλα που σιγοντάρει τον Μόρισεϋ στα ρεφραίν του Bigmouth Strikes Again.
Από το 1998: το πατριωτικό εμβατήριο με τα φλαουτάκια στο τέταρτο μέρος της Eroica (εδώ αρχίζει στο 1:45).
Από το 2000: Το ξεκάρφωτο πένθιμο εμβατηριάκι στο τέλος του πρώτου μέρους της Ενάτης, έτσι πως ξεφυτρώνει απροσδόκητα, εκεί περίπου στο ενάμισυ λεπτάκι πριν τελειώσει το μέρος.
Από το 2000: Οι πρώτες συγχορδίες στη Φαντασία για πιάνο, ορχήστρα και χορωδία του Μπετόβεν.
Από φέτος: Το μπάσο και η ουρά που παίζουν τα έγχορδα στο Paradise Circus.
Κι είναι κι άλλα, λ.χ. αυτό:
Απίστευτο το μπουζούκι εδώ. Άσε που βλέποντας το βίντεο από χτες, συγκινούμαι κάθε φορά και για διαφορετικό λόγο.
Πρώτον, με διάφορους καρκίνους να γυρίζουνε γύρω γύρω και να θερίζουνε φίλους, γνωστούς και άλλους, σαν ξερακιανοί ιππείς από χαλκογραφία του Ντύρερ, σκέφτεσαι ότι όλοι αυτοί μέσα στο ΚΤΕΛ είναι μάλλον πεθαμένοι και αντραλίζεσαι λιγάκι.
Μετά είναι αυτά τα δύο κορίτσια στα πρώτα 10 δεύτερα, πριν μπει το μούτρο της τριτοκοσμικής Μπαρντώς: αυτό το όρθιο με το κίτρινο φόρεμα και το εράσμιο χαμόγελο και το άλλο, καθισμένο μπροστά της, με το πορτοκαλί.
Μετά είναι τα τοπία: μου θυμίζουνε ταξίδια όταν ήμουνα παιδί, την Ελλάδα μέσα από το παράθυρο του ΚΤΕΛ και της αμαξοστοιχίας πέντε-πώς-τη-λέγανε για Θεσσαλονίκη (που τότε την αισθανόμασταν σαν την άκρη του κόσμου, ενώ σφηνωμένη στην άκρη της Ευρώπης είναι η δική μας πόλη, αυτή που τώρα είναι του Νικήτα). Μέσα στο ΚΤΕΛ, σχεδόν κάθε λογής Ελληνόφατσα. Η γνωστή μεταφορά της πατρίδας σαν ένα πούλμαν που ταξιδεύει (οι Τούρκοι έχουν αναγάγει τα δικά τους σχεδόν σε έμβλημα της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας τους, που λέει και η άπιαστη Εβίτα).
Μετά οι λεπτομέρειες: παρά την μπουζουκοσυμφωνική που ακούγεται, στο οπτικό μέρος φαίνονται μόνον δύο κιθάρες, η μία ηλεκτρική. Αλλά όπως λέει και το ανέκδοτο με τον Τοτό, να την τρως σ' αρέσει, να τη βλέπεις δε σ' αρέσει;
Τραγουδάκια αφρώδη και χαρούμενα σαν κι αυτό είναι επίσης ενδεικτικά ενός πράγματος: ότι από το 1930 μέχρι το 1970 η ελληνική μουσική έκανε πολύ περισσότερο δρόμο σε σχέση λ.χ. με όσο έκανε μεταξύ του 1970 και του 2010. Εάν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι μεταξύ του 1970 και του 2010 τον έκανε καβουρικά, προς τα πίσω και λοξά.
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Σημειώσεις μετά το αλκοόλ και πριν το κέφι
Κατά κάποιον τρόπο, η ελληνική κοινωνία μάς ζητάει είτε να είμαστε ξέφρενοι ζορμπάδες, τσαμπουκάκια και τσουγδίτσες, είτε μελαγχολικοί καζαντζίδηδες, της φτώχειας, της αγαμίας και των πυξλάξ. Δύσκολα, πολύ δύσκολα, βρίσκει κανείς χώρο για να απλώσει την παλέτα των ενδιάμεσων αποχρώσεων -- αν παραδεχτούμε (χάνοντας κάτι από την ικανότητά μας να δούμε τη ζωή μας με λίγη διαύγεια) ότι αυτά τα δύο είναι τα άκρα ενός συνεχούς. Ο χώρος για κέφι είναι περιορισμένος.
Πήγα με τον κολλητό μου στο στέκι μου, το οποίο είναι καταπληκτικό μαγαζί κατά γενικότερη ομολογία. Είχα να τον δω μήνες. Ως συνήθως ανταλλάξαμε σώψυχα. Για να έχουμε λίγη περισσότερη ησυχία ανεβήκαμε πάνω στο θεωρείο των Waldorf και Statler και κοιτούσαμε τον κόσμο κάτω. Δυο κορίτσια χόρευαν. Ξένες, φυσικά. Οι Ελληνίδες-Έλληνες παρέμεναν παλουκωμένοι. Μία κοπέλα με κοιτούσε. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν η ιδέα μου: συνοδευόταν. Μετά έγινε ξεκάθαρο. Για να τα πιάνω αυτά, πάει να πει ότι μεγάλωσα: πριν πέντε χρόνια για να καταλάβω ότι η άλλη με κοιτάζει έπρεπε να έρθει να μου το πει: "δε με βλέπεις ρε που σε κοιτάω;" Η μουσική ήταν ξεσηκωτική, αλλά μόνον οι δύο κοπέλες χόρευαν. Τα στρέιτ ζευγάρια βλοσυρά, ούτε καν λιγωμένα: έκαναν πρόβα γάμου· οι γκέιδες πάρα μα πάρα πολύ σοβαροί (είναι όλοι τελείως τοπ, άλλωστε)· οι σόλο στρέιτ γυναίκες και άντρες προσποιούνταν το απλανές βλέμμα του πιωμένου (αλλά όμως, ρε παιδιά, δε γίνεται να την ακούσατε με το ένα μοχιτάκι που λιβανίζετε επί σαρανταπεντάλεπτο). Μόνο μέσα σε παρέες διακρινόντουσαν στοιχεία μιας κάποιας ιλαρότητας.
Φαντάζομαι ότι όποιος θέλει να κάνει κέφι, κι όχι π.χ. να πιάσει να ανασκοπήσει τι έκανε στη ζωή του τους τελευταίους μήνες, πάει σε πίστα και σκυλάδικο. Εκεί χορεύει ο κόσμος και περνάει καλά. Δεν ξέρω, δεν έχω πάει ποτέ.
Απλώς αναρωτιέμαι πού βρίσκει κανείς κάποιες ενδιάμεσες αποχρώσεις, κάποιες καταστάσεις λίγο πιο ποικίλες, όπως ήτανε λ.χ. το Θηρίο στου Ψυρρή πριν πέντε χρονάκια. Κάτι σαν την ατμόσφαιρα του Θηρίου βρήκα στο Six D.O.G.S. το καλοκαίρι, αλλά κι εκεί, παρά τις στρωματσάδες πάνω στα χώματα και το ποικίλο και ποικιλόθυμο πλήθος, συχνά υπερισχύει η πόζα κι η μουντρούχα.
Ακόμα θυμάμαι την έκπληξη και σαστιμάρα που ένιωσα στο θρυλικό Garage στη Νέα Υόρκη μέσα στο καταχείμωνο του 2006: έπαιζε ένα μέτριο τρίο τζαζ αλλά ο κόσμος (οι περισσότεροι από τους οποίους θα μπορούσαν να είναι γονείς μου) έκανε τόσο κέφι, που αισθάνθηκα σαν δόκιμος μοναχός σε ρέιβ: σεμνότυφος, να έχω χάσει πολλά επεισόδια και τελείως μαγκωμένος. Έτσι μεγαλώσαμε, μαγκωμένα: όταν πρωτομπήκα σε κλαμπ στη Λόντρα, τότε στο μακρινό παρελθόν, κι είδα τον σύμπαντα κόσμο να χτυπιέται χορεύοντας κατάλαβα ότι σε λάθος κλαμπ στη λάθος χώρα πήγαινα μέχρι τότε. Ειδικά τα αγγλάκια, που λόγω εθισμού στο αλκοόλ δε φοβούνται να ξεφτιλίζονται τουλάχιστον άπαξ κάθε εβδομάδα, ξέρουνε πραγματικά να κάνουν κέφι.
Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010
Πολιτική ανυπακοή
Κοιτάζω κάθε πρωί στο μετρό την αφίσα και δε βγάζω νόημα. 'Γκζελ', λέει. Στην αρχή νόμιζα ότι έλεγε 'Γκιζέλ'. Μετά βλέπω από κάτω κάτι κοπελιές με γλάστρες στο κεφάλι και κατεψυγμένα χαμόγελα Σιβηρίας. Για τα 2500 χρόνια της μάχης του Μαραθώνα, Αιώνια Ρωσία. Αιώνια; Μα δεν εφευρέθηκε από τον Ιβάν τον Τρομερό; Χτεσινός δεν είναι αυτός; τέλος πάντων. Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια.
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Οι ίδιοι διανοούμενοι / λόγιοι / αντιαμέρικαν πνευμάτικ πιπλ που είχανε διάφορες επιφυλάξεις και μεθοδολογικές δυσκολίες να ορίσουν, να καθορίσουν και να περιορίσουν την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 -- τα οποία κατάφεραν τάχιστα και καθοριστικά τα κανάλια μας -- επιτέλους ανακαλύπτουνε το σίβιλ ντισομπίντιενς (τους χαρίζω δωρεάν απόδοση του όρου στα ελληνικά στον τίτλο του ποστ, για να μην τους κυνηγούν οι γλωσσαμύντορες). Θυμούνται τον Μαχάτμα κι εκείνη την αμερικάνα αραπίνα που έκατσε στο λεωφορείο και θα θυμόντουσαν και τους πραγινούς του 1989 εάν δεν έζεχναν λαρδί, μπύρα και κνέντλικι (που σιγά μην ξέρουν τι είναι κνέντλικι, τον Κούντερα τον έμαθαν από τη Μαλβίνα). Αυτοί οι ημιοργανικοί, ημικαθεστωτικοί αλλά βαθιά αριστεροί άνθρωποι σχημάτισαν μέτωπο με τους καταστηματάρχες και επιτέλους αντιστέκονται. Όχι στο φετιχιστικά αντιληπτό Μνημόνιο ("διώξτε την Τρόικα", έσκουζε η Αυριανή το πρωί -- να φορτώσουμε πάνω της και τα λουλουδοκέντητα κορίτσια του Αιώνιου Γκζελ, να μας μείνουν τα άλλα που γουστάρουμε;). Όχι στο ότι μετά από μήνες παχιών λόγων και πιο παχιάς μαλακίας είμαστε ακριβώς αυτοί που ήμασταν, συντελώντας -- λίγο ή πολύ -- στο να μας πάρει ο διάολος τον πατέρα, ψηφίζοντας λ.χ. για τακτικούς λόγους τον ταοϊστή ιπποπόταμο της Ραφήνας αφού είχε κάνει την Ελλάδα κάρβουνο παντοιοτρόπως. Όχι στο ότι με πρόσχημα την εξυγίανση ξεπουλιούνται τα πάντα (στην Ελλάδα ή θα έχουμε κάτι να κάθεται ή θα το πουλάμε: να το αξιοποιήσουμε αδυνατούμε γιατί θα πρέπει να το δουλέψουμε, κι η εργασία είναι απαξιωμένη εδώ και καμμια 20ριά-30ριά χρονάκια).
Ξεσηκώνονται για το τσιγάρο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξεγερτικές φουσκοδεντριές μάς πιάνουν εκεί που μας παίρνει, και μόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπερέχουμε του σύμπαντος κόσμου στη ρητορική κι ότι είμαστε ανάπηροι για διάλογο. Είμαστε κότες. Εδώ και χρόνια περιστέλλονται δικαιώματα κι ελευθερίες και οι μόνοι που το συζητάνε είναι κάποιοι τύποι που ψηφίζουνε Συνασπισμό. Το συζητάνε. Οι συμπολίτες μου είναι έτοιμοι να ψηφίσουνε Νικήτα, άλλωστε όταν άλωσε το αλσύλιο της οδού Κύπρου μόνον κάτι ανάρχες αντιτάχθηκαν. Είμαστε κότες. Δε λέω να υψώσουμε μοναχικά το ανάστημά μας, αυτά είναι "αμερικανιές". Ακόμα και σαν μπουλούκια είμαστε κότες: μόνον εκεί που μας παίρνει.
Μόνον οι άλλοι είναι κότες; Φυσικά κι όχι. Μπαίνω τις προάλλες σε ταξί. Ο ταρίφας ΚΚΕ. Ακούει ότι η Moody's μας έκανε πατ-πατ στον ώμο κι υποσχέθηκε να μας αναβαθμίσει (τι ελεεινή ταπείνωση, θε μου, να μας αξιολογούνε τα γκόλντεν μπόιζ κι εμείς να λάμπουμε με περηφάνεια). Ο ταρίφας εξεγείρεται και ζητάει τη γνώμη μου αφού πρώτα μονολογεί πεντ' έξι φορές: "βέβαια, αφού ήπιαν το αίμα του λαού". Μετά μου την πέφτει, θέλει να μάθει ποια είναι η γνώμη μου για το Μνημόνιο (να το πάλι αυτό). Δεν ξέρω από πού να αρχίσω και απαντώ με τα γνωστά ευγενικά μισόλογα (αυτά δεν τα γράφω, οπότε μάλλον δε σας είναι γνωστά). Ο ταξιτζής ζορίζεται, διαμαρτύρεται για τις περικοπές. Του λέω ότι φυσικά συμφωνώ και του λέω ότι θα ήταν ευχής έργο να είχανε γίνει μεταρρυθμίσεις αντί για εισπρακτικά μέτρα -- κάτι τέτοια. Του λέω ότι άμα μαζέψουν τις προμήθειες του στρατού, για παράδειγμα, θα εξοικονομήσουμε πολλά. "Α, καλάαα, αυτά δε γίνονται στην Ελλάδα", λέει. "Ε, γι' αυτό φτάσαμε εδώ, γιατί 'αυτά δε γίνονται' λέμε."
Ο τύπος ενοχλήθηκε αλλά μόλις είχαμε φτάσει. Αισθάνθηκα αποτυχημένος που δεν μπόρεσα να αρθρώσω μια κουβέντα της προκοπής. Αλλά τουλάχιστον υπάρχουν άλλοι που τα πάνε μια χαρά με τις κουβέντες.
Είδα την πινακίδα στη φωτογραφία προχτές. Δεν την είχα προσέξει. Αναρωτιέμαι σε τι χώρα θα ζούσαμε αν επενδύαμε στο 15% για την Παιδεία. Θυμήθηκα ότι το άρθρο 114 (όπως το τωρινό 125) μιλάει για τον πατριωτισμό των Ελλήνων και ότι σε αυτόν επαφίεται η τήρηση ή η υπεράσπιση του Συντάγματος. Αλλά είναι δυνατόν να είναι πατριώτες οι κότες;
Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010
Γράμματα από τη Βοϊβοδίνα
1.Χ
Σου γράφω από [...] το ιστορικό κέντρο του Νόβι Σαντ, ξέρεις: εκκλησία, δημαρχείο και στη μέση η πλατεία της αγοράς: Μεσευρώπη. Η Σερβία φαίνεται μια μπαταρισμένη χώρα που έχει δει και καλύτερες μέρες. Ίσως είναι το μέλλον της Ελλάδας, ίσως πώς θα ήταν τώρα η Ελλάδα χωρίς ΕΕ. Πάντως έχει παντού ελληνικές τράπεζες [...] και εταιρείες.
1.Χ
Βγήκα βόλτα έξω. Πολύ ιδιαίτερη αίσθηση. Λίγο σαν Πράγα. [...] Σε λίγο φτάνω στον Δούναβη, που είναι εντυπωσιακός και μυρίζει σαν Πασαλιμάνι. Να τος.
1.Χ
Πρώτο πιάτο: φασολάδα με λουκάνικο. Δεύτερο: κάτι. Πήρα και σαλάτα. Λάχανο, βεβαίως.
1.Χ
Σύντομο ανέκδοτο: άνεργος Σέρβος καρδιολόγος.
1.Χ
Είμαι σ' ένα μπαρ και περιμένω τους συναδέρφους μου. Νιώθω τη γνωστή κούραση που με πιάνει όταν ταξιδεύω μόνος. Τουλάχιστον είδα τον Δούναβη. Μυρίζει σαν Πασαλιμάνι αλλά είναι αρχοντικός. Ίσως τελικά προτιμώ τα ποτάμια από τη θάλασσα: έχουν όρια (όταν δεν ξεχειλίζουν) και πάνε κάπου (έστω και αργά).
Ωραίο το μπαρ. Σαν Εξάρχεια κάπως.
Όλοι αυτοί οι λαοί της Μεσευρώπης λαχταρούνε τη Μεσόγειο. Πολλές φορές με τρόπο γκροτέσκο. Εγώ γεννήθηκα εκεί αλλά βγήκα ζαβός.
[...]
Πολύ ιδιότυπη αυτή η μοναξιά στο ταξίδι, ιδίως άμα δε μιλάει κανείς αγγλικά και δε μιλάς τη γλώσσα: νιώθεις να σου διαφεύγουν ένα σωρό πράματα, ευκαιρίες, μυστικά.
Αυτά προς το παρόν από το Νόβι Σαντ.
3.X
Φεύγω αύριο από το Νόβι Σαντ. [...] To φαΐ είναι τόσο βαρύ εδώ στας Μεσευρώπας που πείραξε μέχρι κι έναν ευτραφή ολλανδοελβετό συνάδερφο και γνωστό γκουρμέ. Άσε που ήπια και νερό της βρύσης και με πείραξε. "Ήπιες χλωριωμένο Δούναβη" είπε η [συμβία]. Αλλά έλα που δεν είναι χλωριωμένος μάλλον... Είμαι απρόσεχτος τελικά.
3.Χ
Έκανα μια βόλτα στην πόλη απόψε κι έχει πολλά ωραία μικρά μαγαζιά για ποτό και φαγητό. Κρίμα που τα ανακάλυψα μόλις τώρα. Αλλά έτσι γίνεται συνήθως, όπως σου ξανάγραψα: χάνεις πολλά και, ακόμα κι αν τα βρεις, τι να τα κάνεις;
Χτες μετά το δείπνο-δυσπεψία πήγαμε 6-7 συνάδερφοι σε ένα κυριλέ μπαρ όπου ένα ποτηράκι ρακής ντόπιας (μπλιαχ) είχε 3 ευρώ, που για εδώ είναι τρελά λεφτά. Τέλος πάντων.
Συμπαθέστατη πόλη. Ποιος ξέρει αν θα ξανάρθω ποτέ.
3.Χ
Σερβική εκκλησία. Καθόλου καρέκλες, μόνο στασίδια γύρω γύρω στους τοίχους. Μια απλή πρακτική ποιμαντική απόφαση διαμορφώνει ριζικά το εσωτερικό των εκκλησιών.
Φαντάστηκα πώς θα είναι [η πόλη] τον χειμώνα. Σκοτεινοί δρόμοι. Δημόσιος φωτισμός ελλιπής αλλά καθόλου σκουπίδια κάτω, άντε καμμιά γόπα.
4.Χ
[συνταξίδεψα με τρεις δεσποτάδες στην πρώτη θέση, με είχαν ακριβώς πίσω τους]
Οι Έλληνες δεσποτάδες, με λιγοστές εξαιρέσεις, συμπεριφέρονται σαν καρδινάλιοι. Όχι τωρινοί καρδινάλιοι -- γερασμένα σχολιαρόπαιδα με τάση να χαζοπαζαρεύουν εύθυμα -- αλλά στριφνοί ή απλώς κατσούφηδες πρίγκηπες της Εκκλησίας που δείχνουν ξεκάθαρα να πιστεύουν ό,τι και ίσως οι περισσότεροι Έλληνες: ότι ο κόσμος τους χρωστάει.
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
Μαλακίες
Μου έλεγε ένας γνωστός τις προάλλες ότι ο στρατός της Τουρκικής Δημοκρατίας είναι ανίκητος, αντίθετα με τον Οθωμανικό στρατό που και ήττες γνώρισε και του έπαιρναν με συνθήκη ό,τι κέρδιζε στη μάχη (όπως μινυρίζει ο ο "Τούρκος", Βόσνιος ίσως, αγάς στο Γεφύρι του Δρίνου του Άντριτς). Χαμογέλασα προσποιούμενος ενδιαφέρον. Εξού και ότι η τελευταία φορά που ο ελληνικός στρατός κατέβαλε τον Τούρκο (ξέρετε, αυτή την αναλλοίωτη μεταφυσική κατηγορία) ήτανε το 1913. Η αμέσως προηγούμενη ήτανε το 1820κάτι. Μάλιστα.
Εγώ εκείνη την ώρα σκεφτόμουν εναλλάξ (όχι ταυτόχρονα -- δεν είμαι ο Βοναπάρτης) δύο πράγματα: πόσο πολύπλοκο πράγμα είναι τελικά το σεξ, και πόσο φρικτά μπανάλ και άσκοπο είναι να σκέφτεσαι την πολυπλοκότητά του· αυτό ήτανε το πρώτο. Το δεύτερο ήτανε κάτι διαφορετικό: είναι αλγεινό να θεωρείς την αθλιότητα του κόσμου δεδομένη, ότι -- ξέρω γω -- έτσι είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει και τα καθέκαστα· παράλληλα είναι και θλιβερή σπατάλη να ζεις στην κοσμάρα της κουκουρούκου και να σκιαμαχείς, π.χ. να ζεις αγκαλιά με τον Μπαντιού και τη ρητορική του 1972 ενώ α) η ελληνική αριστερά έχει αποτύχει ιδεολογικά και ίσως και ηθικά β) ο κόσμος καίγεται. Άσε που εδώ οι Παλαιστίνιοι έπαψαν προ καιρού να ανατινάζουν αεροπλάνα, ευτυχώς δηλαδή γιατί είμαι θαμώνας.
Γενικά δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τον κόσμο γύρω μου. Αυτά συζητάει ο κόσμος τρώγοντας έξω; Στοιχεία στρατιωτικής ιστορίας; Ποιος κερδάει στα πεδία των μαχών; Τι να πούνε κι οι καημένοι Γάλλοι; Άσε που θυμήθηκα τα χρόνια μου στην Αγγλία και τις απέθαντες μπαγιάτικες θριαμβολογίες τους για τον Β' Παγκόσμιο ('Two World Wars and one World Cup, doodah doodah' στον σκοπό του Camptοwn Races), τα τρία ντοκυμαντέρ εβδομαδιαίως για τον κουρέα του Χίτλερ, τους Φραγματόχαλους (Dambusters), την Κατοχή των Αγγλονορμανδικών Νησιών και -- σε στιγμές νήψης -- αν μπορούσανε να κάψουνε λιγότερο κοσμάκη ζωντανό στη Δρέσδη (απάντηση: όχι. Καλά να πάθουν οι καριόληδες).
Τρώω το φρούτο μου και πάω και κάθομαι στα ίντερνετς, όπου διαβάζω ακατανόητα πολιτικά κείμενα με αντικείμενο που δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω. Είμαι κάτω των 50 (άρα μάλλον δεν παίζει άνοια, Αλτσχάιμερ κτλ ακόμα), έχω βγάλει το σχολείο και το πανεπιστήμιο (νταξ, το ελληνικό, αλλά διάβαζα και μόνος μου), ωστόσο δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω.
Συνεπώς δεν ξέρω τι να ψηφίσω στις επόμενες βουλευτικές. Ο Κουβέλης ζούσε στη γειτονιά των γονιών μου, καλός άνθρωπος, αλλά γιατί να μην ψηφίσω ΠΑΣΟΚ κατευθείαν; Επειδή πίνει ο Ψαριανός ουισκάκια; κι εγώ πίνω. Ο δε ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κινείται πλέον στη σφαίρα του Iain Banks: κάτι μεγαλόπνοο και βαθιά προωθημένο αλλά άνευ σοβαρού περιεχομένου. Μετά με πιανει σύγκρυο: η δημοκρατία μπορεί ευκολότατα να μετασχηματιστεί σε κοινοβουλευτική αυταρχία. Νομίζω ότι πάμε προς τα εκεί.
Τέλος πάντων, μαλακίες γράφω. Φταίει η επταήμερος αποχή. Αλλά θα το ποστάρω για να το βλέπω στο μέλλον και να μένω ταπεινός. Κτήμα ες αιεί, και έτσι.
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010
Όρμα, όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
Ακολουθεί μουσικοκριτική της πλάκας.
Εισαγωγικά, νομίζω ότι όποιος ακούει το 'Θα σημάνουν οι καμπάνες' και δεν του ανεβαίνει κάτι μέσα του (κόμπος, σκίρτημα, λυγμός, αναστεναγμός, μεγάλος κόμπος)
α. είτε δεν είναι Έλληνας, οπότε δε μετέχει των ημετέρων ιδεασμών και συλλογικών νευρώσεων
β. είτε είναι φασιστόμουτρο
γ. είτε έχει μπουχτίσει τόσο πολύ τον Θεοδωράκη-περσόνα να λέει τις σάχλες του, που δεν μπορεί, τι να κάνει κι αυτός.
Η αυθεντική εκτέλεση (άκου κάτωθι βίντεο) δεν είναι σπουδαία. Πρώτον, έχει τον Μπιθικώτση, που τραγουδάει σαν υδραυλικός από τα Σεπόλια που περιγράφει ποδοσφαιρικόν ματς Αγροτικού Αστέρα-Προοδευτικής, προσφορά της Κολυνός. Το νεκρόφιλο ποιητικό όραμα του αποσπάσματος είναι τόσο ευρύ, τόσο σαρωτικό, τόσο στιλπνά ανατριχιαστικό, με έναν τόνο τόσο χωμάτινο αλλά και τόσο εαμικά απολυτρωτικό, που ο στόμφος του Μπιθί περισσεύει και πασαλείβει. Για να καταλάβουν και οι νέοι μας που μας διαβάζουν πώς αισθάνομαι την εκτέλεση του Μπιθί, είναι σαν να είσαι 19, να γυρίσεις με το κινητό σου το πιο καυλιάρικο, παθιασμένο και τρυφερό σεξ της 6ετούς ερωτικής ζωής σου (ναι, μάνα, τότε αρχίζουνε τα παιδιά πια), και μετά να βάλεις από πάνω τον σπυριάρη όλο λόγια φίλο σου τον Μπάμπη να το ντουμπλάρει με σχόλια τύπου "πώπω γαμήσια, δώσ' της, αγόρι μου, ε ρε γλέντια, κοίτα μία..." -- και τα λοιπά.
Η αυθεντική εκτέλεση όμως έχει ένα προνόμιο: τη σχεδόν μέταλ ενορχήστρωσή της, και δη όταν οι Μπλακ Σάμπαθ δοκίμαζαν ακόμα τον πρώτο τους μπάφο στον καμπινέ του σχολείου που δεν πήγαν. Ακούστε έτοιμα κομμένα ριφ τρελά στο 0:40, το δε σόλο που έρχεται καπάκι στο 1:03 μπορεί να το πειράξει και να το κάνει μούρλια μέχρι και η σχολική μπάντα μας, οι Nekrodeath. Τον επικό ροκ οργασμό στο 2:03 με τα ντραμς θα πούλαγαν τη μάνα τους οι Deep Purple για να τον έχουνε γράψει, άσε που θα τον έπαιζαν ιδανικά. Και τα λοιπά.
Αντί λοιπόν για μέταλα, παίρνουν το τραγούδι οι Μπλεεεεε. Να ομολογήσω ότι μετά την Τσάτσου δε μου αρέσουν και να ομολογήσω επίσης ότι αυτό δε θα έπρεπε να το λέω γιατί από τους Μπλε με χωρίζει ουάν ντιγκρί οφ σεπερέισον. Οι Μπλε λοιπόν μάς έδωσαν πέρσι αυτό:
Δεν είναι κακό, έχει μάλιστα και τις ευλογίες του ίδιου του Μίκη (ό,τι κι αν σημαίνει πια αυτό). Αλλά, ρε παιδιά, δεν. Πρώτα πρώτα, ακούγεται, αναπόφευκτα ίσως, δεδομένου του φορτίου που κουβαλάει το άσμα και του ποπ είδους που επιλέχτηκε, σα μετασοβιετικά ποπάκια που λατρεύουν οι ρώσοι φίλοι μου και που τους πωρώνουν. Δεύτερον, γιατί ακούμε τις καμπάνες μέσα στο τραγούδι; έρχονται (πάλι) οι AC/DC; Τρίτον, ηλεκτρικό βιολί για σόλο; Βάλτε σύνθι να του μπουμπουνίσουνε τον αδόξαστο, δεν είστε κι ο Αγγελάκας. Και πάμε στο 2:43.
Έχω ξεπατωθεί να πηγαίνω θέατρο εδώ και τρία χρόνια κι έχω παρατηρήσει ότι οι νέοι ηθοποιοί μας, εεε, δεν ξέρουνε να απαγγέλλουν (όταν μπορούνε βεβαίως να αρθρώσουν). Δεν μπορούνε να ελέγξουν τη φωνή τους. Αυτό είναι τρομερό, έτσι; Ποια είναι τα εργαλεία του ηθοποιού: η φωνή, το σώμα, το πρόσωπο. Δεν μπορεί πια να μας τα κάνει ο Καταλειφός και ο Τσακίρογλου όλα τα κομμάτια απαγγελίας, μεγάλοι άνθρωποι είναι. Τέλος πάντων. Στο 2:43 ακούω κάτι σαν οφ περιγραφή τσουρομαδήματος μεταξύ δύο παικτών σε ρεάλιτι, και μάλιστα η μία είναι κουλτουριάρα και ο άλλος φαβορί. Άλλη φωνή δεν έχει αυτό το παιδί που έκανε την απαγγελία; Μιλάμε για μια από τις πιο συγκλονιστικές ποιητικές εικόνες στη νεώτερη ελληνική ποίηση, ρε παιδιά, είναι σαν να βάλατε εμένα να διαβάσω το Μονόγραμμα (ξέρω ότι γελάτε τώρα όσοι έχετε ακούσει τη φωνή μου).
Τέλος πάντων, αυτά. Μεταλάδες, διασκευάστε τις 'Καμπάνες' τώρα. Ακούστε τη νεκροφιλία και το μουγκρητό που έχουνε μέσα τους, αποδώστε επιτέλους αυτή τη βαλκανική εκδοχή του βαμπίρ, στην οποία οι νεκροί θα μας ελευθερώσουν: Ανάσταση ρεεεεεεεεε.
Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010
Apologia pro scriptis suis
Ήθελα να γράψω ένα ποστάκι για την κωμικότατη κρυπτογκέι διαφήμιση του Ολυμπιακου με τη βαρειά φανέλα και τον κόκκινο μπρέιβχαρτ κρετίνο που τη φοράει και την πιστεύει. Αλλά δε σκαμπάζω από μπάλλα (πέραν από την αντιπάθειά μου στο φαινόμενο 'Ολυμπιακός', το οποίο έχει πολλά κοινά με το φαινόμενο 'ΠΑΣΟΚ 1985-1989'), οπότε δε βαριέσαι τώρα.
Γενικά δεν ξέρω τι να γράψω. Πάω να γράψω κάτι και -- σαν διάθεση, όχι στο περιεχόμενο -- με προλαβαίνει ο gasireu, ο δύτης κι ο βυτίος. Οπότε δε γράφω εδώ. Φεύγω, πάω αλλού.
Μάζεψα ωστόσο εδώ και καιρό κάποια θεματάκια κι είπα να τα γράψω τελικά υπό μορφή απολογίας.
ΑΡΤΙΚΟΛΟ ΠΡΙΜΟ
Κάποιος με κατηγορησε για αντίστροφο ρατσισμό με αφορμή αυτό. Υποθέτω ότι με τον όρο 'αντίστροφος ρατσισμός' εννοεί ότι μισώ τους Έλληνες (με την προϋπόθεση ότι βεβαίως οι Έλληνες είναι ράτσα και φυλή, αλλά δε βαριέσαι τώρα). Δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να μισώ τους Έλληνες. Δε μου έκαναν τίποτα, καλοί άνθρωποι, εργατικοί. Ίσα-ίσα, τους χρωστάω πολλά. Μάλιστα, μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου είναι Έλληνες, αν και επιρρεπείς στο φούμαρο και στην πόζα. Έχω πάει και με Ελληνίδες, ωραίες είναι, λίγο μελό αλλά εντάξει.
Σοβαρεύομαι.
Η αντιπάθειά μου είναι απέναντι στην τυφλή εξιδανίκευση της επαρχίας. Η επαρχία είναι αυτή που είναι και πολλοί διαλέγουνε να ζήσουν εκεί. Καλά κάνουν. Δεν είναι ούτε ήρωες, ούτε τίποτα: εκεί τους αρέσει ή εκεί μπορούνε, εκεί ζούνε. Αντίστοιχα, η πόλη είναι αυτή που είναι και πολλοί διαλέγουνε να ζήσουν εκεί. Καλά κάνουν. Δεν είναι ούτε θύματα, ούτε τίποτα: εκεί τους αρέσει ή εκεί μπορούνε, εκεί ζούνε.
Στην Ελλάδα (όπως και στη Σερβία) η επαρχία έχει αναχθεί στα Ηλύσια της ανθρωπιάς, στην Κιβωτό της παράδοσης, στον Παράδεισο της τρυφής -- και δε συμμαζεύεται. Αντίστοιχα, οι πόλεις μας σκιαγραφούνται σαν κάτι μεταξύ Γκόθαμ και Βυρητού, φυλακές και τόποι γενικευμένης απώλειας, ο τόπος ο καλούμενος πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος -- και δε συμμαζεύεται.
ΑΡΤΙΚΟΛΟ ΣΕΓΟΝΤΟ
Γενικά, έχω ακούσει πολλές φορές ότι είμαι πολυπολιτισμικός και πολιτικώς ορθός. Πριν χρόνια, μάλιστα, μια θλιμμένη σούλα (Sula bassana ή Sula sula) περιδιάβαινε τα μπλόγκια και τα φόρα κρώζοντας πόσο πολίτικλυ κορέκτ είμαι ("στο μπλογκρόλ του έχει έναν εβραίο κι έναν γκέι" κτλ.).
Σε γενικές γραμμές φοβάμαι την πολιτική ορθότητα που συσκοτίζει, που δεν είναι παρά ακόμα μια μορφή ευφημισμού ή και υποκρισίας. Και φυσικά προκρίνω την ελευθερία του λόγου (αλλά -- κατά βάθος -- και τη χαρά του χαβαλέ). Από την άλλη μού φαίνεται αδιανόητο να θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να ονομάζουμε τους άλλους, και μάλιστα υποτιμητικά ή υβριστικά.
Αντιλαμβάνομαι πάντως ότι αν ένας άντρας και μια γυναίκα έχουν ακριβώς τα ίδια προσόντα για μια θέση εργασίας, η θέση πάει στη γυναίκα. Τι είναι αυτό; Αφέρματιβ άξιον; Εάν ναι, αυτής της μορφής η αφέρματιβ άξιον μου αρέσει και την έχω αναλάβει όσες φορές αποφάσισα για το ποιος θα πάρει θέση εργασίας. Όχι επειδή αν πάρουμε τη γυναίκα θα επανορθώσουμε τίποτα, αλλά γιατί έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες είναι ριγμένες.
Τώρα, η πολυπολιτισμικότηταααα. Λυπάμαι, αλλά η πολυπολιτισμικότητα όπως γίνεται συνήθως αντιληπτή είναι τόσο χιμαιρική όσο λ.χ. η σοσιαλδημοκρατία του 19ου αιώνα. Αυτό συμβαίνει και επειδή υπάρχουν πολιτισμοί και τρόποι ζωής οι οποίοι είναι πράγματι ασύμβατοι μεταξύ τους. Ο πουριτανός δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον πολυγαμικό. Ο χασιδιστής δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον προοδευτικό Εβραίο. Ο πιστός μουσουλμάνος και η οικογένειά του δεν μπορούνε να συνυπάρξουν με μεθυσμένα ξέκωλα. Οι αγρότες Ευρωπαίοι δεν μπορούνε να συνυπάρξουνε με τους νομάδες Τσιγγάνους.
Προτού μού πείτε ότι ψηφίζω Λέγκα και ΛΑΟΣ και τέτοια εμέσματα, να εξηγηθώ. Πολλοί 'πολιτισμοί' (αξιακά συστήματα, κουλτούρες, θρησκείες κτλ.) δεν μπορούνε να συνυπάρξουν με άλλους, ακριβώς λόγω των αρχών τους, ιδίως άμα πιστεύουν στην Κόλαση ή στην απόλυτη αλήθεια (τους). Γενικότερα, το αίτημα για πολυπολιτισμικότητα μπορεί να πραγματωθεί είτε εάν υπάρχει μιας μορφής χαλαρή διαμερισμάτωση-γκετοποίηση (Ινδία της εποχής των καστών, Νέα Υόρκη, Ολλανδία όπου οι καλβινιστές έχουνε τη μέση, οι καθολικοί τον νότο και οι υπόλοιποι το Randstad), είτε σε μια κοινωνία όπου η πλειοψηφία ή η ελίτ είναι θαυμαστά ανεκτική. Αλλά ακόμα και τότε, η πολυπολιτισμικότητα κινδυνεύει να γίνει φολκλόρ και γραφικότητα ή άλλοθι ενός κυνικού σχετικισμού (όπως λ.χ. στην αυταρχική-φασιστική Σιγκαπούρη).
ΠΟΥΝΤΟ ΣΟΥΠΛΕΜΕΝΤΑΛΕ
Όπως συνήθως, δεν είμαι σίγουρος. Έτσι νομίζω. Όπως κι αν ακούγομαι, σπανίως είμαι σίγουρος για όσα γράφω. Δύο εξαιρέσεις: η δουλειά μου (αλλά ζήτημα εάν έχω γράψει για τη δουλειά μου τρεις φορές) και η ιστορία της ζωής μου (κι εκεί πάλι... τέεεελος πάντων, δε βαριέσαι).
ΑΡΤΙΚΟΛΟ ΤΕΡΤΣΟ
Τσιγάρο... Όταν έγραψα αυτό έπεσαν να με φάνε οι καπνιστές φίλοι, ένας το πήρε προσωπικά και με είπε κι αυταρχικό. Βεβαίως η άποψή μου είναι αυτή αλλά -- βεβαίως -- και αυτή. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Να υπενθυμίσω ότι αν το παθητικό κάπνισμα δε σκότωνε δε θα υπήρχε θέμα;
Μακάρι οι σύντροφοι καπνιστές (στους οποίους συγκαταριθμούμαι με 10-20 τσιγάρα ετησίως -- I'm not an addict) να είχανε μεριμνήσει και συστρατευτεί να εφαρμοστεί ο προηγούμενος νόμος για το κάπνισμα. Μακάρι να είχανε πιέσει για τη δυνατότητα αδειοδότησης μαγαζιών-τεκέδων (όπως διαλαλεί ο alberich κι όπως γίνεται με τη φούντα στην Ολλανδία) αλλά και κλειστών καπνιστηρίων σε χώρους εργασίας κτλ. όταν ετοιμαζόταν αυτός ο νόμος. Αλλά τότε πώς θα έπαιζαν τώρα τις πασιονάριες της πίπας (και του τσιγάρου);
ΑΡΤΙΚΟΛΟ ΚΟΥΑΡΤΟ
... μα σου αρέσει τίποτα; Όχι βέβαια... :-Ρ
Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010
I just wanna live
Το θέμα είναι τι αιχμαλωτίζει τη φαντασία μας. Τη φαντασία της εποχής, να το πούμε κι έτσι. Τις προάλλες πήγα με τη συμβία στο δωμάτιο όπου μεγάλωσε και ξεφυλλίζαμε το 12-18 για κορίτσια (εμένα οι γονείς μου, πιο αβανγκάρντ τότε, μου είχανε πάρει την 7τομη, νομίζω, Εγκυκλοπαίδεια της Σεξουαλικής Ζωής, μετάφραση από τα Γαλλικά Άρης Αλεξάνδρου). Ρίξαμε άφθονο γέλιο: τι πιο αστείο από τα όνειρα περασμένων νεοτήτων. Στη σελίδα 89 λέει:
και στην προωδευμένη ακόμα εποχή μας, την εποχή του Διαστήματος και του σεξ [...]Η δική μας εποχή, σίγουρα όχι του σεξ και του Διαστήματος, τι είναι; Των θεαματικών διαφημίσεων και της πόζας; Του ίντερνετ και του κουτσομπολιού; Της κόκας για λίγους και της τιβί για τους πολλούς; Δεν ξέρω.
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010
Τιπ προς οικονομικούς μετανάστες
Όταν μεταναστεύσετε στην Ελλάδα, πηγαίνετε ντουγρού στις μεγάλες, γκρίζες, απάνθρωπες, απρόσωπες πόλεις της. Μην το κουνήσετε από κει με τίποτα, ακόμα κι αν κατακρεουργηθεί το παιδί σας ψάχνοντας σε σκουπιδοντενεκέ, ακόμα κι αν κατά λάθος πυροβοληθείτε από όργανο, ακόμα κι αν πέσετε στα νύχια μοχθηρών συμπατριωτών σας. Τουλάχιστον θα φταίει η αλλοτρίωση κι η απονιά της πόλης. Κι άλλωστε, εκεί θα είστε ξένοι όπως κάποτε ξένοι υπήρξαν εκεί οι γονείς ή οι παππούδες των ντόπιων.
Αν όμως καταλήξετε στην ελληνική επαρχία, θα εξαφανίσουν το παιδί σας και θα καμώνονται ότι απλώς εξαφανίστηκε γιατί μάλλον ήταν φύτουλας, θα σας βιάσουν και θα σας πουν και δικαστικώς πουτάνα που τα 'θελε ο κώλος της, θα σας σταβλίσουν με τον άντρα σας και μετά θα σας ξεχάσουν, θα σας βάλουν να μαζέψετε ελιές και μετά θα σας δώσουν στο Αλλοδαπών για να μη σας πληρώσουν, θα βρεθείτε βιασμένη σε πηγάδι στα 11 σας. Κι όλα θα ξεχαστούν αμέσως στη μικρή και δεμένη κοινότητα που τη διέπει το κοινοτικό πνεύμα. Γιατί δε θα 'στε παρά ακόμα ένα σκυλί στ' αμπέλι. Και τα σκυλιά δεν καλοπερνάνε στην ελληνική επαρχία.
Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010
Μπαρούχ Σπινόζα
Άλλο ένα γουάου παιδί του 17ου. Διαβάζει την Ηθική του η συμβία, όταν το επιτρέπει η ζέστη. Εγώ διαβάζω ελαφρύτερα αναγνώσματα, ξεκίνησα επιτέλους το Common Sense του Τόμας Πέιν, να δούμε τι λέει για την Επανάσταση και κάποιος που δεν είναι τραμπούκαυλος (ή μεταμοντέρνος κεφτές). Πήρα κι έναν Μουρακάμι, κάτι άλλα κλασικά κι ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα. Ξεφύλλισα και τον τσιμεντόλιθο για τη δεκαετία του '80. Ωραία και πολύπλευρη δουλειά φαίνεται, αλλά βλέποντας εικόνες από πασοκάνθρωπους, οννεδίτες, διαφημίσεις, αφίσες και την όλη μπλιαχ ηθική κι αισθητική της εποχής έπαθα σκοτοδίνη. Τότε άρχισαν όλα.
Τώρα τελευταία διαβάζω επίσης gasireu. Επιπλέον σχεδιάζω να παντρευτώ την Ellen Pompeo. Χτες, μετά από μια συζήτηση με τη συμβία, κατάλαβα (ψυχαναλυτικώς, που λέμε) γιατί είμαι ερωτευμένος μαζί της. Εξαιτίας αυτηνής:
Παραστάσεις από τα παιδικά μας χρόνια κτλ. Επίσης, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά γιατί δεν καταλάβαινα τους στίχους του άσματος, παρά τη φιλότιμη προσπάθειά μου να παραμείνω γαλλόφωνος ανά τις δεκαετίες:
Με τρόμο (αλλά και ανακούφιση: τι να περιμένει κανείς) συνειδητοποίησα ότι το τραγουδάκι το έγραψε ο αρχιπαπάρας φιγουρατζής κακάσχημος (κι ίνδαλμα του Κουκουζέλη) Σερζ Γκενσμπούρ. Είναι μετά να μην έχουμε αναπτυχθεί ανωμάλως ως γενιά; Είναι;
Μιλώντας για ανωμαλίες: μας ψόφησε κι ο Ιωαννίδης σήμερα. Ναι. Όπως λέει κι ο εθνικός ύμνος της Ουρουγουάης (δεν είμαι σίγουρος, στον Μπόρχες το διάβασα πριν χρόνια, εκεί με αυτόν που τον δολοφονούν κι υπάρχει κι ένα διακείμενο με τον Λίνκολν -- παρακαλώ υπενθυμίστε):
αν είναι τύραννος, του Βρούτου το μαχαίριΜόνο που τα μαχαίρια της δημοκρατίας είναι πιο, εε, πώς το λέμε στο ελλήνικος, subtle. Έτσι.
Καλά μπάνια, λαέ, με τα μπάνια σου και με τα νησιά σου. Θα σε επευλογώ λοξά και χαμογελαστά από το Καστελγκαντόλφο. Μπουάχαχα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)